Stephen King, «Ό,τι βρεις, δικό σου»
Σαράντα και χρόνια τώρα, ο Κινγκ δεν σταματά να εκπλήσσει. Το κάνει συστηματικά, είτε παίρνοντας ένα θέμα —το ίδιο θέμα— και γράφοντας δύο και τρία και τέσσερα εντελώς διαφορετικά μυθιστορήματα μεταξύ τους, είτε αναλαμβάνοντας να ξαναγράψει αρχετυπικούς μύθους κάνοντάς τους να φαίνονται απολύτως σύγχρονοι και ολόδικοί του, είτε μεταπηδώντας με τρομερή άνεση, σαν να το έκανε από πάντα, σε διάφορα είδη (από τον υπερφυσικό τρόμο στο fantasy και από το μυθιστόρημα ενηλικίωσης και νοσταλγίας στην επιστημονική φαντασία ή σε μία φαντασμαγορική διήγηση για βρικόλακες ή φαντάσματα, ή, ή), είτε ανεβάζοντας και κατεβάζοντας ταχύτητες κατά το δοκούν σε μία κούρσα που κανείς μας, ποτέ, δεν θέλει να τελειώσει. Δεν είναι βέβαια παράδοξο που οι γιοι του γράφουν επίσης, αλλά και το ίδιο το έργο του Joe Hill ανήκει σε αυτή την κατηγορία, αν μου επιτρέπει ο ίδιος: θέλοντας και μη, τα βιβλία του είναι γέννημα-θρέμμα (κυριολεκτικά) του πατέρα του. Ο Κινγκ δεν σταματά να εκπλήσσει, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο χάρισμά του μετά από την επινόηση και την απολαυστική αφήγηση των μύθων του — αυτού του πελώριου σύμπαντος που έχει φτιάξει από το μηδέν και το έχει χαρίσει σε δύο ήδη γενιές αναγνωστών σε όλο τον κόσμο.
Το «Ό,τι βρεις, δικό σου», δεύτερο μέρος της τριλογίας με κεντρικό ήρωα τον συνταξιούχο αστυνομικό Μπιλ Χότζες, είναι ένα υβριδικό και παράδοξο βιβλίο: ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που συνδέεται χαλαρά με τον «Κύριο Μερσέντες», με έναν επιβλητικό κακό —που όμως είναι και τόσο εύθραυστος παράλληλα: από τους πιο εύθραυστους κακούς του έργου τού Κινγκ, κι όμως λυσσαλέα κακός παρά ταύτα—, με μία ιστορία αμιγώς βιβλιοφιλική, και με ένα… τρέιλερ (!) μέσα για τον τρίτο τόμο της τριλογίας, που μόλις εκδόθηκε στην Αμερική («End of watch») και θα κυκλοφορήσει σε λίγους μήνες και στα ελληνικά, ενός τρίτου τόμου που ξεφεύγει από τον ρεαλισμό του «Κυρίου Μερσέντες» και του «Ό,τι βρεις, δικό σου», και γίνεται κάτι άλλο. Κάτι πιο Κινγκ-όπως-τον-ξέρουμε.
Γιατί ο Κινγκ δεν σταματά να εκπλήσσει. Δεν σταματά να εκπλήσσει, αλλά και να παίζει με τα παιχνίδια του, τις λέξεις του, τους μύθους του, τις ιστορίες που γεννά το μυαλό του και αντιγράφουν τα δάχτυλά του με ρυθμό 6 σελίδων ημερησίως, κάθε ημέρα, κάθε εποχή, διαρκώς και αδιαλείπτως. Και πάντα σε υψηλό ή πολύ υψηλό επίπεδο. Γιατί δεν μπορεί (και, προς Θεού, δεν πρέπει) να κάνει αλλιώς.
Το «Ό,τι βρεις, δικό σου» γράφεται πάνω στην παράδοση μυθιστορημάτων όπως το «Μίζερι», η «Ιστορία της Λίσι» και το «Πρόσωπο του φόβου»: βιβλίων όπου ο Κινγκ μιλά για τον εαυτό του ως εμβληματικού συγγραφέα που, αναπόφευκτα, έχει και κάποιον #1 φαν. Που καμιά φορά δεν αρκείται σε ένα αυτόγραφο. Η ιστορία κυλά μέσα σε τρεις δεκαετίες, και περιστρέφεται γύρω από δύο νέους (για την τριλογία) ήρωες, τον παρανοϊκό Μόρις Μπέλαμι και τον συμπαθέστατο πιτσιρικά Πιτ Σάουμπερς — ο Κινγκ ξέρει να φτιάχνει πολλούς παρανοϊκούς και πολλούς συμπαθείς χαρακτήρες όπως εμείς ξέρουμε να φτιάχνουμε τον καφέ μας. Στην πλοκή υπεισέρχονται ένας νεκρός αλά Σάλιντζερ συγγραφέας και τα ανέκδοτα χειρόγραφά του. Και όλα συντείνουν σε ένα κρεσέντο που τα παίρνει όλα αυτά μαζί και τα απογειώνει.
Δεν χρειάζεται να πούμε άλλα — απλώς αυτό: διαβάστε πρώτα τον «Κύριο Μερσέντες»· και μετά το «Ό,τι βρεις, δικό σου». Θα περάσετε όμορφα. Θα περάσετε τρομακτικά όμορφα.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Bell, σε μετάφραση του Σταύρου Νικολάου.