Στη Λουάντα
Οι περισσότεροι από τους κεντρικούς δρόμους της Λουάντα έχουν οικεία ονόματα: οδός Μαρξ, οδός Ένγκελς, οδός Λένιν, οδός Τσε Γκεβάρα. Στους δρόμους αυτούς, δίπλα στα κτίρια των τραπεζών και τα πολυτελή ξενοδοχεία για τους ξένους επισκέπτες, βρίσκονται οι κατοικίες των μελών της τοπικής ελίτ, δηλαδή της ντόπιας νομενκλατούρας που, ακολουθώντας τον κανόνα των μαρξιστικών κυβερνήσεων διεθνώς, πούλησε σε εξαθλιωμένους πολίτες σοσιαλισμό και γέμισε αφειδώς τις τσέπες της με κρατικό χρήμα. Μια κατοικία σε μια τέτοια γειτονιά, που για τα δεδομένα της περιοχής έχει την αίγλη του Νότινγκ Χιλ, αλλά στην όψη θυμίζει περισσότερο κάτι μεταξύ Ασπροπύργου και Λαυρίου, νοικιάζεται με πάνω από πέντε χιλιάδες αμερικάνικα δολάρια τον μήνα.
Είχα διαβάσει βέβαια πως η πρωτεύουσα της Ανγκόλας, αυτής της αχανούς χώρας της υποσαχάριας Αφρικής, είναι η ακριβότερη πόλη στον κόσμο για τους επισκέπτες. Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια, και είναι κάπως δύσκολο να τη συλλάβει κανείς μέχρι να αλλάξει συνάλλαγμα (και να αντιληφθεί πως υπάρχουν δύο ισοτιμίες: η επίσημη, για τους ανίδεους επισκέπτες, και η «μαύρη» για όλους τους υπόλοιπους) ή να φτάσει στο ταμείο του καφέ του αεροδρομίου. Η άλλη μισή βρίσκεται στο ότι είναι ακόμη ακριβότερη, αδιανόητα ακριβή, για την πλειοψηφία των κατοίκων της. Για να έχει κανείς ένα μέτρο σύγκρισης, αρκεί να λάβει υπόψη ότι ένας μέσος Λουαντέζος βγάζει περίπου διακόσια με τριακόσια ευρώ το μήνα. Αργότερα την ίδια μέρα, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, διαπίστωσα έκπληκτος πως τόσο κοστίζει ένα γεύμα δύο ατόμων στο μπουφέ. Ο Καβέτε, ο συνεργάτης που εκτός των άλλων ήταν επιφορτισμένος με το να με πηγαινοφέρνει από το ξενοδοχείο στη δουλειά, και ο Λουέτα, ένας άλλος συνεργάτης, γέλασαν πολύ το επόμενο πρωί όταν τους αφηγήθηκα το σοκ που έπαθα βλέποντας τον λογαριασμό, παρότι την επικοινωνία μας δυσχεραίνει το γεγονός ότι τα πορτογαλικά μου είναι πολύ χειρότερα από τα αγγλικά τους.
Ο Καβέτε και ο Λουέτα, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που γνώρισα εδώ, είναι τρομερά λεπτοί, σχεδόν λιπόσαρκοι· η σωματοδομή τους θυμίζει αυτή δρομέων αντοχής. Έχει τέτοια φυσική χάρη και κομψότητα η κοψιά των Ανγκολέζων, που τα φτηνά, του καλαθιού ―για μας― κοστούμια που φοράνε στη δουλειά δείχνουν πανάκριβα και τέλεια ραμμένα, και, σε συνδυασμό με τις πλούσιες αφάνες μερικών από τους νεότερους, τους κάνει να μοιάζουν περισσότερο με μοντέλα κάποιας αλυσίδας ρούχων, παρά με υπαλλήλους γραφείου. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι πόσο αβίαστα η καλή τους διάθεση αψηφά τις δυσκολίες, και πώς η ζωηράδα τους επιβιώνει σε συνθήκες τόσο ψυχοφθόρες, που σε ανθρώπους του ανεπτυγμένου κόσμου σαν εμένα φαίνονται εντελώς παράλογες. Ο Καβέτε για παράδειγμα χρειάζεται περίπου δύο με τρεις ώρες να φτάσει από το γραφείο στο σπίτι ―για μια διαδρομή που κανονικά θα του έπαιρνε είκοσι λεπτά, αν υπήρχαν αρκετοί δρόμοι στη Λουάντα ώστε να μην μποτιλιάρουν οι λίγοι υπάρχοντες― και άλλες τόσες για να επιστρέψει, ένας ομολογουμένως αδιανόητος άθλος για μένα ― ιδίως αφότου πέρασα τρεις ώρες καθηλωμένος στην κίνηση στον δρόμο της επιστροφής στο αεροδρόμιο. Θα πίστευα πως για τον θαυμασμό μου για τη θετική διάθεση των Ανγκολέζων ευθύνεται, έστω εν μέρει, ο ενθουσιασμός που μου προκαλεί πάντα η γνωριμία με έναν ανεξερεύνητο τόπο, αν δεν τον συμμεριζόταν πλήρως αργότερα ένας Βραζιλιάνος που μένει εδώ χρόνια και που γνώρισα τυχαία σε ένα εστιατόριο: αν υπάρχει κάτι που αποκρυσταλλώνει το πνεύμα των Ανγκολέζων, είναι το joie de vivre των ανθρώπων που χορεύουν στις λάσπες, εν μέσω βροχής.
Αφήνοντας το κέντρο, αρχίζουμε να μπαίνουμε στο no man’s land που το περιβάλλει. Οι λακκούβες στους δρόμους είναι τόσο πολλές και τόσο βαθιές, και τόσο γεμάτες νερό κατά την υγρή περίοδο (στην Ανγκόλα δεν υπάρχουν τέσσερις εποχές αλλά μόνο δύο, η ξηρή που διαρκεί τέσσερις μήνες και η υγρή που ταλαιπωρεί τους κατοίκους όλον τον υπόλοιπο χρόνο), που σε μια απλή διαδρομή εντός πόλης απαιτούνται χειρισμοί χειρουργικής ακριβείας και σχεδόν μηδενικές ταχύτητες για να φτάσει το αυτοκίνητο αβλαβές στον προορισμό του. Ο Καβέτε τα κατάφερε καλά. Άλλοι οδηγοί, πιο άτυχοι, όχι τόσο: προσπερνάμε ένα αυτοκίνητο με τρεις ρόδες, ακινητοποιημένο στη μέση του δρόμου, σε ένα από τα χάσματα του οδοστρώματος. Τη ρόδα που του έλειπε την είδαμε ξαπλωμένη δέκα μέτρα παρακάτω.
Έξω από το κέντρο της πόλης, η Λουάντα είναι μια αχανής χωματερή. Οι γειτονιές αποτελούνται από αυτοσχέδιες παράγκες, συναρμολογημένες από ό,τι υλικό υπάρχει πρόχειρο, λαμαρίνες, πέτρες, νοβοπάν, δίπλα σε λιμνάζοντα νερά και λάσπες. Οι υπόνομοι, όπως και άλλες στοιχειώδεις υποδομές, υπάρχουν στη ζωή των κατοίκων μόνο σαν ανέκδοτο ή φρούδα ελπίδα. Στην αντίθετη κατεύθυνση επιταχύνει ένα ανοιχτό φορτηγάκι με την καρότσα γεμάτη πάνοπλους αστυνομικούς, που μοιάζουν περισσότερο με στρατιώτες. Γενικά πάντως η παρουσία της αστυνομίας είναι ισχνή σε σχέση με το κέντρο. Στις πιο κακόφημες γειτονιές είναι ανύπαρκτη. Αυτό δεν είναι τόσο κακό, αφού η αστυνομία λειτουργεί τόσο αυθαίρετα, που μπορείς εύκολα να βρεθείς εύκολα από θιγμένος, που ζητάει δικαίωση, στη θέση του απολογουμένου. Από την άλλη, εκεί όπου δεν υπάρχει ο νόμος επικρατεί αναπόδραστα ο νόμος του ισχυρού. Όπως στο κατ’ ευφημισμόν λεγόμενο Παραΐσο, την πιο κακόφημη από τις επικίνδυνες συνοικίες. Μετά τη Δύση του ηλίου, λέει ο Λουέτα, αυτές οι περιοχές γίνονται άβατα για την αστυνομία. Ακόμη και οι κομάντο των ειδικών σωμάτων ασφαλείας φροντίζουν να τις αποφεύγουν όταν πέφτει η νύχτα. Όχι πως είναι λιγότερο επικίνδυνες για τους κατοίκους. Απόδειξη τούτου, τα γεράματα στα μέρη αυτά είναι σπάνιο φαινόμενο· μόνο οι τυχεροί ζουν ως τα πενήντα. «Δεν είναι και το ιδανικότερο μέρος για να κυκλοφορεί μόνος του ένας ξένος», επισημαίνει ο Καβέτε, καθιστώντας εξαιρετικά σαφές πως αυτή η περιοχή είναι στη no-go zone. «Μην ανησυχείς», τον καθησυχάζω, «αν παρ’ ελπίδα βρεθώ μόνος εδώ και μπλέξω, θα πω πως έχω έναν φίλο, πολύ ζόρικο, που τον λένε Καβέτε». Ο Καβέτε και ο Λουέτα ξέσπασαν σε γέλια. «Ξέρεις», λέει ο Λουέτα, «ένα βράδυ, πριν κάτι μήνες, βγήκαμε έξω με τον Καβέτε και κάτι άλλους φίλους από τη δουλειά. Κι εκεί που πίναμε αμέριμνοι το ποτό μας, δεν θυμάμαι ακριβώς πώς, μπλέξαμε σε έναν καβγά με μια άλλη παρέα αγνώστων. Σε κάποια φάση, εκεί που τα αίματα είχαν ανάψει για τα καλά και ήμασταν έτοιμοι να πιαστούμε στα χέρια, διαπιστώνω πως ο Καβέτε ήταν άφαντος. Υπέθεσα πως είχε πάει στην τουαλέτα. Άρχισα λοιπόν να φωνάζω στην υπόλοιπη παρέα, “Πηγαίνετε να φέρετε τον Καβέτε!” Πάνω στην αναμπουμπούλα, οι άλλοι όταν με άκουσαν πίστεψαν πως ετοιμαζόμασταν να βγάλουμε μαχαίρια, κι έτσι έδωσαν τόπο στην οργή και είχε αίσιο τέλος η ιστορία».
Και κάπως έτσι έμαθα κι εγώ πως καβέτε στα πορτογαλικά σημαίνει μαχαίρι.