Στη μάντρα
Η απόκτηση του ταξί ήταν μια χρονοβόρα και ψυχοφθόρα διαδικασία. Έψαξα πολύ, ρώτησα πολλούς, συνάντησα ένα σωρό ανθρώπους και είδα κάμποσα αυτοκίνητα μέχρι την τελική αγορά.
Μεσημέρι καλοκαιριού λοιπόν, με αποπνικτική ζέστη, μπαίνω, συνοδεία του πατέρα, σε γνωστή μάντρα με ταξί. Μας υποδέχεται ευειδής κύριος με το τσιγάρο να κρέμεται στα χείλη αλά Λούκι Λουκ και με το κομπολόι ανά χείρας.
«Η κυρία τι σας είναι;»
«Κόρη μου, τι να μου είναι;»
«Δεν ξέρω, μπορεί να ήταν φιλεναδίτσα, έχουν δει πολλά τα μάτια μου, ρωτάω για να ξέρω».
Συζητάμε τέλος πάντων, μου δείχνει αυτοκίνητα, μου προτείνει λύσεις, μου αναφέρει τιμές, μου λέει τρόπους αποπληρωμής και τα λοιπά, και τελικά απευθύνεται στον πατέρα μου, καθότι τι να καταλάβει η γυνή από αυτά.
«Το κορίτσι, αδερφέ, δεν κάνει για τον πόλεμο, είναι πολυτελείας. Θέλει αμάξι να φυσάει, να έχει πελάτες-αστέρια, να μαζέψει όλο το χαρτί. Δεσποινίς, με όλο το θάρρος, θα σε αναλάβω εγώ».
«Γιά εξηγήστε το λίγο αυτό, γιατί δεν μου ακούγεται καλό».
«Θα σε έχω από κοντά, ό,τι θελήσεις θα παίρνεις τηλέφωνο κι εγώ είμαι εδώ».
Επειδή ούτε συνεταίρο, ούτε τίποτα παρόμοιο έψαχνα, η περιπλάνηση συνεχίστηκε σε άλλη μάντρα.
Ενθουσιώδης ευτραφής κύριος μας καλωσορίζει (ο μπαμπάς σταθερά μαζί με στιλ, «Τα ξέρω όλα εγώ, κάνε στην πάντα»), μου δείχνει αυτοκίνητα, μου προτείνει λύσεις, μου αναφέρει τιμές, μου λέει τρόπους αποπληρωμής και τα λοιπά, και τελικά καταλήγουμε σε κάποιο. Παίρνει και την προκαταβολή του και κλείνουμε ραντεβού για την επόμενη ημέρα, για τα συμβόλαια και τα λοιπά διαδικαστικά.
Το απόγευμα της επόμενης ημέρας, περιχαρής που επιτέλους θα τελειώνω, μπαίνω στο γραφείο του κυρίου.
«Κυρία Σούλα μου, θα σ’ έπαιρνα τώρα να σ’ το πω, το έδωσα».
«Τι θα πει το δώσατε; Είχατε πάρει προκαταβολή, είχαμε δώσει τα χέρια!»
«Ε, μου έδωσαν περισσότερα, τι να έκανα, μη μου σκας, θα σου βρω άλλο».
Ένα βήμα πριν με βρει το εγκεφαλικό, αφήνω το γραφείο του κυρίου και αποφασίζω να απευθυνθώ σε ιδιώτες που ήθελαν να πουλήσουν την άδεια και το αυτοκίνητό τους.
Βρίσκω με τα πολλά έναν κύριο που πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί, κλείνουμε ραντεβού, παίρνω τον γιο μου μαζί και πάμε. Ο άνθρωπος είναι ευγενέστατος, το αυτοκίνητό του παλιό αλλά καλοδιατηρημένο, του ζητώ μια-δυο μερούλες διορία να το σκεφτώ.
Το ίδιο βράδυ, ντριν το κινητό μου:
«Κυρία Χρυσούλα, είμαι ο κύριος που συναντηθήκαμε το απόγευμα. Πολύ σας σκέφτομαι, τι να σας πω, μου αρέσατε, να το πάρετε το αυτοκίνητο, κι από μένα ό,τι θέλετε — και για σας και για το παιδί».
Δεν το ζω αυτό, λέω από μέσα μου, δεν μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά. Του απαντώ ότι δεν ενδιαφέρομαι ούτε για το αυτοκίνητό του ούτε για τίποτα άλλο και του κλείνω το τηλέφωνο όσο πιο απότομα μπορούσα.
Η τελευταία προσπάθεια εύρεσης αδείας και αυτοκινήτου από ιδιώτη με βρίσκει να συναντώ ηλικιωμένο κύριο σε ένα πάρκινγκ. Το θέαμα που αντικρίζω είναι ολοκληρωτικά απογοητευτικό: το αυτοκίνητο θα πρέπει να ταξινομήθηκε λίγο μετά το κραχ, είναι τρακαρισμένο ολόγυρα και το εσωτερικό του μυρίζει σαν τεκές για άγνωστα ναρκωτικά.
«Αυτά εδώ στην πόρτα που είναι κολλημένα τι είναι;»
«Α, έτρωγα ένα σουβλάκι ερχόμενος, κι όπως είχα σκύψει έξω από το παράθυρο, έτρεξαν τα κρεμμύδια και το τζατζίκι και λέρωσαν λίγο».
«Τσαλακωμένο είναι παντού το αυτοκίνητο».
«Ε, τι περιμένετε μέσα στην κίνηση, μηχανάκια, ποδήλατα, πέφτουν όλοι πάνω σου και ιδού τα αποτελέσματα».
Κάνω εικόνα τον κύριο να οδηγεί σαν τον χάρο μέσα στους δρόμους και να θερίζει μηχανές και ποδηλάτες, κοιτάξω ξανά τα κολλημένα απομεινάρια του γεύματός του και φεύγω τρέχοντας.
Το κιτρινάκι μου αγοράστηκε, τελικά, λίγες ημέρες μετά από μια μάντρα με σοβαρούς και εξυπηρετικούς ανθρώπους. Όταν υπογράφαμε τα συμβόλαια, ο δικηγόρος με κοιτάζει καχύποπτα και μου λέει:
«Εσείς θα το οδηγείτε;»
«Ναι, αμέ, εγώ».
«Ξέρετε, δεν συνάδει με…»
«Αφού θα πληρώνει τους λογαριασμούς και θα ζούμε εγώ κι ο μικρός, μια χαρά συνάδει με».
Πήρα τον καλύτερο επιβάτη μου και τριγυρίσαμε την Αθήνα να το γιορτάσουμε.