Το στίγμα της «φυσιολογικότητας»

L
Κατερίνα Παπανικολάου

Το στίγμα της «φυσιολογικότητας»

Στις 9 Ιανουαρίου του 2015 βρέθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου αντιμέτωπη με ένα μεγάλο ερώτημα. Μια μεγάλη υπαρξιακή σύγκρουση, θα έλεγα καλύτερα. Ένα υπαρξιακό ζήτημα που αφορούσε τη «φυσιολογικότητα» των ανθρώπων. Στην τακτική μου επίσκεψη στον γυναικολόγο στον 5ο μήνα της κύησής μου, πήρα αποτελέσματα λίγο εκτός των φυσιολογικών τιμών για το έμβρυο. Το ενδεχόμενο σκληρό: κάποιες —έστω και λίγες— πιθανότητες το μωρό μας να μη γεννηθεί φυσιολογικό.

Ένα χρόνο μετά γράφω για αυτό. Γιατί; Γιατί αυτή η έννοια της «φυσιολογικότητας» και της «κανονικότητας» των ανθρώπων έδωσε γερή μάχη μέσα μου. Με χτύπησε αλύπητα. Με κλόνισε και με επανέφερε πίσω, ακόμη πιο σταθερή στις βασικές μου αρχές και αξίες για τον άνθρωπο.

Ας μου επιτραπεί μία προσωπική εξομολόγηση, λοιπόν, για το αγκάθι αυτό της φυσιολογικότητας.

Το ενδεχόμενο να γεννήσω ένα παιδί με κάποιο σύνδρομο ήταν μικρό. Η ιατρική σύσταση ωστόσο ήταν να προβώ σε εξετάσεις προκειμένου να χαρτογραφηθεί με ακρίβεια η γενετική ταυτότητα του εμβρύου. Εξετάσεις ρουτίνας, με ρίσκο όμως. Αποφασίσαμε να μην κάνω καμία εξέταση — από τις λιγότερο έως τις περισσότερο παρεμβατικές. Όχι μόνο για την ασφάλεια του μωρού μας, όσο για την αποδοχή του. Για εμάς ήταν θέμα αποδοχής να κρατήσουμε αυτό το μωρό χωρίς εξέταση, χωρίς διάγνωση, χωρίς καμία γενετική αποτύπωση. Γιατί το αποτέλεσμα της εξέτασης θα απαντούσε σε καθαρά κοινωνικά κριτήρια, αυτά της φυσιολογικότητας. Και, με βάση τη φυσιολογικότητα, το επόμενο βήμα θα ήταν η απόφαση να ρίξω το παιδί.

Αυτό που με ενοχλούσε ήταν η σκέψη πως ένας μέσος όρος ευφυΐας, η εξωτερική εμφάνιση, θέματα λειτουργικότητας θα έκριναν την αξία ενός ανθρώπου να ζήσει. Η πιθανότητα —από την κοιλιά— ένας άνθρωπος να μην πληροί τα κριτήρια μιας εν δυνάμει τελειότητας ήταν αρκετή να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του. Μου φαινόταν αποτρόπαιο, απάνθρωπο και άκρως ρατσιστικό. Θα αποφάσιζε μια ολόκληρη κοινωνία για τη «φυσιολογικότητα» του παιδιού μου; Για ποια ακριβώς φυσιολογικότητα, όμως; Για εκείνη τη φυσιολογικότητα που δεν θα το έκανε να ξεχωρίζει (αρνητικά) από το πλήθος.

Το στίγμα πέρασε από το νου μου. Πολλές φορές. Φυσικά και πέρασε. Σε μια τέτοια κοινωνία όπου καθετί «άλλο» μοιάζει μιαρό, ήξερα πως θα ήταν δύσκολα. Δεν θα γεννιόταν στη Σουηδία ή στη Μεγάλη Βρετανία. Θα γεννιόταν στην Ελλάδα. Και αυτό από μόνο του θα τα έκανε όλα πιο δύσκολα. Από πλευράς πολιτειακής υποστήριξης και κοινωνικού στιγματισμού, από τη σκέψη πως θα προσπαθούσαν να με παρηγορήσουν παρά να με συγχαρούν, από… από… Από τόσα και τόσα καθημερινά.

Όμως η αγάπη και η αποδοχή νίκησαν. Σε δαιδαλώδεις διαδρόμους ανησυχίας, αμφιβολίας, αμφιταλάντευσης. Για το σωστό και το λάθος. Το φυσιολογικό και το μη. Το κανονικό και το μη κανονικό. Πόσες άτιμες λέξεις έχουμε βάλει στη ζωή μας, στην κουλτούρα μας; Και πίσω από αυτές τις ύπουλες λέξεις, εικόνες με βαθιά, βαριά νοήματα και ερμηνείες. Πως το μη φυσιολογικό δεν είναι ικανό, δεν είναι αρκετό, δεν είναι άξιο. Εικόνες και σύμβολα που μας κατατρέχουν. Και δεν έχουμε καταφέρει συλλογικά να αντιτάξουμε την αγάπη μας για τον άνθρωπο ως έχει.

Για την αγάπη αυτή γράφω. Την αγάπη στον άνθρωπο που έρχεται στη ζωή και κουβαλά τη δική του ιστορία. Η φυσιολογικότητα και η κανονικότητα είναι έννοιες που απασχολούν εμάς τους βιολόγους ως προς τα είδη. Στην πραγματική ζωή, η φυσιολογικότητα και η κανονικότητα ορίζονται και επαναπροσδιορίζονται μέσα στο περιβάλλον όπου αναπτύσσεται ένα άτομο. Πόσο ανεκτικά, με αγάπη, με αποδοχή, με ισότητα, δημιουργούμε πλαίσια για τους ανθρώπους: αυτή είναι η κοινωνική μεταφορά της βιολογικής έννοιας της φυσιολογικότητας.

Ευτυχώς, στη δική μου βουτιά σε ένα δύσκολο υπαρξιακό δίλημμα βρέθηκαν τέσσερις φωτεινοί άνθρωποι που μου υπενθύμισαν την αγάπη και την αποδοχή της διαφορετικότητας ως τον πιο σταθερό άξονα για να γεννηθεί, να αναπτυχθεί και να ζήσει ένας άνθρωπος.