Στην αυτοκρατορία του φόβου
Σύμφωνα με το ανέκδοτο περιστατικό, όταν κάποτε η χήρα του Λένιν Ναντέζντα Κρούπσκαγια εξέφρασε δυσαρέσκεια για την αντιμετώπισή της από το σοβιετικό καθεστώς μετά τον θάνατο του συζύγου της, ο Στάλιν φέρεται να της διαμήνυσε ότι θα ήταν προτιμότερο να ησύχαζε, αλλιώς θα όριζε άλλη γυναίκα ως «επίσημη χήρα Λένιν». Αν και ανεπιβεβαίωτο, το παραπάνω περιστατικό θα μπορούσε να είχε συμβεί πραγματικά καθώς αφορά τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι (γνωστό ως Στάλιν), ίσως τον πλέον αιμοσταγή δικτάτορα που γνώρισε η σύγχρονη Ιστορία, έναν «χασάπη», σύμφωνα με τον βιογράφο του Σιμόν Σεμπάγκ Μοντεφιόρε. Υπολογίζεται ότι δεκάδες εκατομμύρια πολίτες βρήκαν τον θάνατο στην τεράστια φυλακή των λαών που αντιπροσώπευε η σταλινική ΕΣΣΔ. Από την τραγωδία του λιμού στην Ουκρανία λόγω της βίαιης πολιτικής κολεκτιβοποίησης (1930-33) μέχρι τα απάνθρωπα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας (γκουλάγκ) και από τις μαζικές εκτοπίσεις στις στέπες της κεντρικής Ασίας μέχρι τις διώξεις του Μεγάλου Τρόμου (1937-38), η ανθρώπινη ζωή ουδεμία αξία είχε μπροστά στις βουλές της σταλινικής ηγεσίας.
Στο κλασικό έργο Μια Ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς (δημοσιεύτηκε το 1962, στην εποχή της αποσταλινοποίησης), ο Ρώσος συγγραφέας Αλεξάντρ Σολζενίτσιν (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1970) καταγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τη διαβίωση του (αθώου) κρατουμένου Σ-854 σε ένα σοβιετικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Άλλωστε, ο Σολζενίτσιν εξέτισε οκταετή ποινή καταναγκαστικής εργασίας έχοντας διαπράξει το μοιραίο λάθος σε ένα γράμμα του να ειρωνευτεί τον Στάλιν. Πραγματικά, ίσως αυτό που διαφοροποιούσε το σταλινικό οικοδόμημα από κάθε άλλο εγκληματικό καθεστώς της Ιστορίας ήταν η δημιουργία ενός συστήματος απόλυτου φόβου, μία διαρκής απειλή εξόντωσης από την οποία κανένας δεν εξαιρείτο. Μία αστήρικτη κατηγορία, μία υπόνοια ελάχιστης απόκλισης από τη γραμμή της κομματικής ηγεσίας, μπορούσε να καταστρέψει ανεπανόρθωτα κάθε ανθρώπινη ύπαρξη στη σοβιετική επικράτεια.
Γνωρίζουμε από την ιστορική έρευνα ότι ο Στάλιν είχε εντρυφήσει στον Ηγεμόνα του Φλωρεντίνου στοχαστή Νικολό Μακιαβέλι, το έργο που ο Βρετανός φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ περιέγραψε ως ένα «εγχειρίδιο για εγκληματίες». Η γνωστή ρήση του Μακιαβέλι, «Είναι προτιμότερο να σε φοβούνται παρά να σε αγαπούν, εάν δεν γίνεται και τα δύο», ήταν ανάμεσα στις υπογραμμισμένες προτάσεις του αντίτυπου που είχε ο Στάλιν στην κατοχή του. Μεταξύ άλλων, ο μακιαβελικός αφορισμός πως, «Σε περιόδους πολέμου, ο ηγέτης δεν πρέπει να φοβάται να είναι αδίστακτος», κάτι που ο Στάλιν εφάρμοσε στον απόλυτο βαθμό.
Στο νέο του βιβλίο, Οι τελευταίες ημέρες του Στάλιν, ο Αμερικανός συγγραφέας και ερευνητής Joshua Rubenstein, με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη σοβιετική ιστορία, περιγράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια την ένταση, την ταραχή και τον φόβο των ημερών που προηγήθηκαν καθώς και αυτών που ακολούθησαν τον θάνατο του «πατερούλη» Στάλιν (5 Μαρτίου 1953). Κανένας δεν βρισκόταν στο απυρόβλητο και όλοι θα μπορούσαν να βρεθούν σε επικίνδυνη δυσμένεια ανάλογα με την ευμετάβλητη διάθεση του Στάλιν. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά το γεγονός πως είχε νυχτώσει και ο Στάλιν δεν είχε βγει ακόμη από το δωμάτιο όπου πέρασε την προηγούμενη νύχτα (στη διάρκεια της οποίας είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία), οι φρουροί του και ο ίδιος ο υπουργός Κρατικής Ασφάλειας δεν τολμούσαν να ελέγξουν την κατάσταση, έντρομοι μήπως αντιμετωπίσουν την ενόχλησή του. Τελικά επέλεξαν να στείλουν την ηλικιωμένη υπηρέτριά του. Ακόμη όμως και όταν κατέφτασε η τρόικα Χρουστσόφ, Μαλένκοφ και Μπέρια, αυτοί προτίμησαν να μείνουν άπραγοι για αρκετές ώρες αφήνοντας ενδεχομένως τον θάνατο να δώσει την οριστική λύση.
Την περίοδο που προηγήθηκε του θανάτου του Στάλιν, το καθεστώς και προσωπικά ο ίδιος είχαν φτάσει στο απόγειο της συνωμοσιολογικής τους παράνοιας. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίφημη Συνωμοσία των Γιατρών, με βάση την οποία γιατροί συνωμοτούσαν προκειμένου να δολοφονήσουν υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των συνωμοτών που ομολόγησαν την εμπλοκή τους κατόπιν βασανισμού (ανάμεσά τους ο προσωπικός γιατρός του Στάλιν) ήταν η εβραϊκή καταγωγή τους. Ο Στάλιν ετοιμαζόταν να ξεκινήσει (ακόμη) μία εκστρατεία εσωκομματικής εκκαθάρισης και οι Εβραίοι θεωρούνταν μια καλή δικαιολογία. Για τον Στάλιν, που ολοένα όξυνε τις επιθέσεις του εναντίον των εβραϊκής καταγωγής πολιτών, «κάθε Εβραίος είναι εθνικιστής και πράκτορας της αμερικανικής αντικατασκοπείας».
Μία μακρά (αν και με διακυμάνσεις) περίοδος αποσταλινοποίησης ακολούθησε τον θάνατο του Στάλιν. Ο σοβιετικός Ποινικός Κώδικας αναθεωρήθηκε και οι πύλες των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας άνοιξαν για περισσότερους από ένα εκατομμύριο κρατουμένους. Συστήθηκαν ειδικές επιτροπές αναψηλάφησης υποθέσεων και οι κρατούμενοι της υπόθεσης των γιατρών (όσοι από αυτούς, βέβαια, είχαν καταφέρει να επιβιώσουν μέχρι τότε) αποφυλακίστηκαν με την παραδοχή ότι η δίωξη τους ήταν αβάσιμη, γεγονός πρωτόγνωρο αφού το καθεστώς δεν αναγνώριζε ποτέ τα λάθη του.
Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων ωστόσο, η αμερικανική πλευρά δεν εκτίμησε ορθά τη νέα σοβιετική πολιτική πραγματικότητα. Δεν εκμεταλλεύτηκε το σύντομο «παράθυρο ευκαιρίας» προκειμένου να προωθήσει την αποκλιμάκωση της ψυχροπολεμικής έντασης. Για τους διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής όπως ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλες, η αλλαγή στην στάση των Σοβιετικών συνιστούσε απλώς μια τακτική κίνηση στο στρατηγικό τους παίγνιο. Ωστόσο, σήμερα γνωρίζουμε ότι οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν να απεμπλακούν από τον πόλεμο της Κορέας και να τερματίσουν την αντιπαράθεση στη Γερμανία ― και αναζητούσαν δείγματα καλής θέλησης. Η αμερικανική πλευρά εμφανίστηκε όμως εντελώς απρόθυμη, υποβαθμίζοντας τον ρόλο της ιδεολογίας στο σύστημα λήψης αποφάσεων στην εξωτερική πολιτική και εκτιμώντας ότι οι επιδιώξεις της Σοβιετικής Ένωσης παρέμεναν αμετάβλητες ανεξαρτήτως αλλαγών στην ηγεσία της. Ίσως πάλι οι ΗΠΑ να θεωρούσαν ότι ο θάνατος του Στάλιν θα άφηνε ένα δυσαναπλήρωτο κενό εξουσίας που θα αποδυνάμωνε καθοριστικά τη σοβιετική δύναμη στον διπολικό ανταγωνισμό, όπως υποστήριξε ο γνωστός διπλωμάτης Τζορτζ Κέναν.
Το κενό εξουσίας που δημιούργησε ο θάνατος του Στάλιν καλύφτηκε σχετικά γρήγορα, με την επικράτηση του Νικίτα Χρουστσόφ έναντι των αντιπάλων του, κύρια των Μαλένκοφ, Μολότοφ και Μπέρια. Ανάμεσα στα θύματα των σκληρών διαγκωνισμών ξεχωρίζει ο Λαβρέντι Μπέρια, πανίσχυρος επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών (NKVD). Ο Μπέρια μάλλον δυσκολευόταν (ή δεν έβρισκε λόγο) να κρύψει τις ηγετικές φιλοδοξίες του (ιστορική έχει μείνει η θριαμβευτική- σύμφωνα με την κόρη του Στάλιν- διαταγή του στον οδηγό του «Κρουστάλεφ, το αμάξι μου», μόλις επιβεβαιώθηκε ο θάνατος του). Σύντομα όμως ήρθε η στιγμή που θα έπεφτε και αυτός θύμα των γνωστών μηχανορραφιών του. Μέσα στο πλήθος των κατηγοριών που υποτίθεται ότι αποδείκνυαν την ενοχή του υπήρξε και η φαιδρή μαρτυρία ότι έκλεβε στο σκάκι! Για τους ρώσους πολίτες ο Μπέρια αντιπροσώπευε το πλέον απεχθές πρόσωπο της σοβιετικής εξουσίας και η καταδίκη του σηματοδοτούσε την αλλαγή πολιτικής αλλά και απάλλασσε κορυφαία στελέχη του σταλινικού μηχανισμού από τις ευθύνες τους. Ο αμερικανός πρέσβης Τσαρλς Μπόλεν έγραψε εύστοχα ότι, παρά τη στοιχειώδη δικαιοσύνη που υπήρξε στην καταδίκη του Μπέρια, θα ήταν προτιμότερο αυτή να είχε αποδοθεί από τα θύματά του και όχι τους συνεργούς του.
Ο Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα έγραψε υπέροχα πως ο αγώνας ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη. Η ιστορική μεταχείριση που επιφύλαξε το καθεστώς στον Μπέρια είναι χαρακτηριστική της ολοκληρωτικής φύσης του σοβιετικού συστήματος, καθώς τον φυσικό του θάνατο ακολούθησε ο θάνατος της μνήμης του. Όπως γράφει ο Ρουμπενστάιν σε ένα γλαφυρό απόσπασμα του βιβλίου (σελ. 270):
Με την εκτέλεσή του, το καθεστώς είχε το αμήχανο καθήκον να μετατρέψει τον Μπέρια σε «άτομο χωρίς οντότητα». Τον προηγούμενο Αύγουστο, ένας κομματικός γραφειοκράτης είχε αναφέρει από τη Γεωργία πως «μεγάλος αριθμός μνημείων προς τιμήν του Μπέρια» παρέμεναν στη χώρα. Το όνομά του κοσμούσε «τις καλύτερες οδούς, πλατείες πόλεων, πάρκα, εργοστάσια, συνεταιριστικά αγροκτήματα, κοινωνικοπολιτιστικά ιδρύματα». Σε μια περιφέρεια υπήρχαν ούτε ένα ούτε δύο αλλά δεκαοχτώ μνημεία του. Τον περασμένο χρόνο στο Μπατούμι «εκατοντάδες χιλιάδες ρούβλια και εκατοντάδες τόνοι» οικοδομικών υλικών χρησιμοποιήθηκαν για να τον τιμήσουν. Τώρα έπρεπε να ξηλωθούν. Η τελευταία έκδοση της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας έθεσε μια πιο περίπλοκη πρόκληση. Ο Τόμος Ε΄, που είχε εκδοθεί το 1950, είχε ολοσέλιδη φωτογραφία και ένα δουλοπρεπές λήμμα για τον Μπέρια. Τον Ιανουάριο του 1954, στάλθηκαν εντολές στους συνδρομητές σ’ όλο τον κόσμο να αφαιρέσουν τις σελίδες για τον Μπέρια μ’ ένα μαχαιράκι ή ξυράφι και να τις αντικαταστήσουν μ’ ένα τετρασέλιδο ένθετο με φωτογραφίες και νέες πληροφορίες για τη θάλασσα Μπέρινγκ (ο Τζορτζ Όργουελ δε θα μπορούσε να φανταστεί πιο αποτελεσματική «τρύπα της μνήμης» στο 1984).
Τελικά, χρειάστηκαν ακόμη σχεδόν σαράντα χρόνια ―μέχρι τις μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ― ώστε να ενταφιαστεί οριστικά η σκοτεινή κληρονομιά του σταλινισμού στην επικράτεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ― αυτή την απέραντη Αυτοκρατορία του Φόβου.