Στοχασμοί επάνω στο κακό #3

L
Νίκος Ψαρρός

Στοχασμοί επάνω στο κακό #3

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ]

Ζούμε σε έναν κόσμο όπου το ενσαρκωμένο κακό υπάρχει μόνο ως εκπεσών άγγελος, ως Εωσφόρος, και όχι ως Αριμάν, ως φύσει κακό πνεύμα, ως Νείκος ευρισκόμενο σε αιώνιο αγώνα με τη Φιλότητα, το Καλό. Ζούμε όμως σε έναν κόσμο που, όπως φαίνεται, δεν μπορεί από μόνος του να εμποδίσει την ενσάρκωση του κακού.

Ζούμε παρ’ όλα αυτά στον καλύτερο των κόσμων;

Από τις καταβολές της ιστορίας της, η ανθρωπότητα προσπάθησε και προσπαθεί να λυτρωθεί από το κακό, τόσο από αυτό που απορρέει από τη στέρηση και την άγνοια, όσο και από το ενσαρκωμένο κακό. Προσπάθησε και προσπαθεί να καταπολεμήσει την άγνοια και τη στέρηση με την επιστήμη, και να αποτρέψει την ενσάρκωση του κακού με την ηθική διαπαιδαγώγηση και τη δικαιοσύνη. Και από τις καταβολές της ιστορίας της η ανθρωπότητα διαπιστώνει ότι η προσπάθειά της αυτή δεν μπορεί να ευοδωθεί χωρίς μία βοήθεια «έξωθεν», χωρίς μία παρέμβαση του Θείου ή της τύχης ή και των δύο. Το ότι αυτή η επίγνωση δεν είναι μόνο μία άλλη μορφή δεισιδαιμονίας, αλλά πραγματικότητα το μαρτυρούν δύο προσεγγίσεις που ανήκουν στον πυρήνα της ύψιστης μορφής ανθρώπινης σκέψης, της φιλοσοφικής.

Στο «Περί Φύσεως», ο Παρμενίδης περιπλανάται με το άρμα του στους δρόμους της σφαλερής γνώσης μέχρις ότου νύμφες τον οδηγούν στο ανάκτορο της Θεάς και την πείθουν να τον αφήσει να εισέλθει. Τότε μόνο η Θεά αποκαλύπτει στον Παρμενίδη την απόλυτα αληθή γνώση και τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθήσει για την επιτύχει. Χωρίς τη βοήθεια, χωρίς την αποκάλυψη της Θεάς, ο δρόμος για την αληθή γνώση θα παρέμενε για τον Παρμενίδη και τους ανθρώπους όχι μόνο άβατος αλλά και άγνωστος. Όμως αυτός ο δρόμος δεν του αποκαλύφτηκε χαριστικά, αλλά μόνον αφού ο Παρμενίδης κατέβαλε επίπονες προσπάθειες για να βρει την αλήθεια. Η θέληση του Παρμενίδη και η αποφασιστικότητά του είχαν ως αναγκαίο αποτέλεσμα τόσο το να οδηγηθεί από τις νύμφες στο ανάκτορο της Θεάς όσο και το να πειστεί εκείνη να τον αφήσει να εισέλθει ώστε να του αποκαλυφθεί η αλήθεια. Η αποκάλυψη της αλήθειας δεν είναι μια απλή ανταμοιβή, χωρίς όμως να είναι και το αντικείμενο μιας αυθαίρετης απόφασης εκ μέρους της Θεάς: είναι μια πράξη που, πέντε αιώνες αργότερα, στο πλαίσιο μιας πιο αφηρημένης αλλά και πιο επικεντρωμένης στον άνθρωπο αντίληψης του Θείου, θα χαρακτηριστεί «Θεία χάρη».

Περίπου τέσσερις γενεές μετά τον Παρμενίδη, ο Αριστοτέλης παραδέχεται στα «Ηθικά Νικομάχεια» ότι η ευδαιμονία δεν επιτυγχάνεται ευθέως αλλά είναι ένας «πλάγιος στόχος». Κατά τον Αριστοτέλη, η εμπειρία της ζωής μάς δείχνει ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τον χαρακτηρισμό ενός ανθρώπου ως ευδαίμονος. Μπορεί κάποιος να έχει ζήσει μια ενάρετη ζωή, να έχει πάρει μόνο ορθές αποφάσεις, να έχει επιτύχει, να έχει υψηλή υπόληψη στην κοινωνία, να έχει διαπρέψει στον δημόσιο βίο, να έχει τιμηθεί και εν ζωή και μετά θάνατον. Όμως ο φιλόσοφος μας προειδοποιεί ότι η κρίση που θέλει αυτό τον άνθρωπο ευδαίμονα δεν είναι αναγκαία ορθή. Γιατί τα παιδιά και τα εγγόνια του μπορεί να σπιλώσουν την τιμή του και να κατασπαταλήσουν την περιουσία του. Μπορεί να αποδειχτεί ότι μια απόφαση που όταν πάρθηκε θεωρήθηκε ορθή απέβη μακροπρόθεσμα ολέθρια. Το σημερινό καλό μπορεί να είναι η αιτία του αυριανού κακού.

Ο Αριστοτέλης επισημαίνει επίσης ότι η ευδαιμονία δεν είναι απλώς ο χαρακτηρισμός μιας συγκεκριμένης κατάστασης ή μιας συγκεκριμένης ζωής: προσδιορίζεται και από τη σχέση ενός ανθρώπου με το κοινωνικό του περιβάλλον και με την ανθρωπότητα εν γένει. Η ευδαιμονία είναι ένας σκοπός που δεν μπορεί να επιτευχθεί ευθέως, με την προσπάθεια ενός συγκεκριμένου ανθρώπου ή μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, αλλά μόνο πλαγίως: με τη συνδρομή παραγόντων που ένας συγκεκριμένος άνθρωπος ή μία συγκεκριμένη κοινωνία δεν μπορούν να ελέγξουν κατ’ απόλυτο τρόπο.

Αυτή η ασάφεια όμως, κατά τον Αριστοτέλη, δεν είναι λόγος ούτε για να βυθιστεί κανείς στην απελπισία, ούτε για να θεωρήσει ότι ζει μόνον για τη στιγμιαία ηδονή. Γιατί κάθε πράξη επιτελείται με κριτήριο και γνώμονα αυτό που θέλει και μπορεί να επιτύχει, και όχι αυτό που μπορεί να προκύψει, είτε από συγκυρία, είτε από το γεγονός ότι ο πράττων δεν είναι παντογνώστης. Πράττουμε με γνώμονα και κριτήριο αυτό που μας φαίνεται καλό μια δεδομένη στιγμή, έχοντας όμως πάντα κατά νου ότι η απόφασή μας πρέπει να επιζήσει από μελλοντικές αμφισβητήσεις και κριτικές, και προσπαθούμε να διευρύνουμε συνεχώς τη γνώση μας, ώστε να μπορούμε να αποφύγουμε όσο περισσότερα κακά μπορούμε να διακρίνουμε, ελπίζοντας ότι μακροπρόθεσμα οι πράξεις μας θα έχουν λιγότερες αρνητικές και περισσότερες θετικές συνέπειες. Όπως ο Παρμενίδης αναγνωρίζει ότι δεν μπορούμε να βρούμε την αλήθεια χωρίς τη συνδρομή της θεϊκής βοήθειας, έτσι και ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ότι δεν μπορούμε να επιτύχουμε την απόλυτη ηθική τελείωση μόνο με τις δικές μας δυνάμεις — χρειαζόμαστε και τη βοήθεια της συγκυρίας, μιας συγκυρίας όμως που δεν είναι εντελώς αυθαίρετη και τυχαία, αλλά βασίζεται στο γεγονός ότι ο κόσμος έχει μία τάξη, ότι προσδιορίζεται από έναν υπέρτατο θεϊκό Νου.

Το κεντρικό μήνυμα του μονοθεϊστικού χριστιανισμού που βασίζεται στην παρμενίδεια (διαμέσου του Πλάτωνα) και την αριστοτελική φιλοσοφική σκέψη είναι ότι η αυτολύτρωση του ανθρώπου από το κακό, όχι μόνο δεν είναι δυνατή, αλλά ότι η απόπειρά της και μόνο αποτελεί και το πρώτο βήμα που οδηγεί στην ενσάρκωση του κακού. Η λύτρωση από το κακό είναι το αποτέλεσμα της συνέργειας της ανθρώπινης προσπάθειας και της Θείας χάρης, η οποία επέρχεται όχι ως απλή ανταμοιβή για την υπακοή στις Θείες εντολές, αλλά ως (λογικά) αναγκαία συνέπεια της ίδιας τής ειλικρινούς προσπάθειας. Μιας προσπάθειας που στηρίζεται στην ελπίδα ότι το κακό που συναντάμε στον κόσμο ανήκει μόνο στη σφαίρα των φαινομένων και δεν είναι μέρος της φύσης του.

Στην ελπίδα δηλαδή ότι ζούμε πράγματι στον καλύτερο των κόσμων.

Σε τι έγκειται η δική μας συμβολή στη λύτρωση από το κακό; Προφανώς όχι στην τυφλή και άκριτη εφαρμογή θεϊκών εντολών και Θείων νόμων που επιτάσσουν κάτι και απαγορεύουν κάτι άλλο. Τέτοιοι νόμοι δεν υπάρχουν και, εάν υπάρχουν, δεν είναι Θείοι νόμοι — αυτό είναι ένα από τα βασικά μηνύματα του Χριστού. Ο Θείος νόμος είναι καταστατικός νόμος, καθορίζει δηλαδή τη μορφή ενός τρόπου ζωής. Όπως κάθε καταστατικός νόμος, έτσι και ο Θείος νόμος δεν απαγορεύει και δεν θεσπίζει ποινές, αλλά είναι ένα βοήθημα προσανατολισμού. Εξ ου και είναι απλός και θετικός, δεν είναι απαγορευτικός. Είναι απλός αλλά έχει πολλές εκφράσεις: «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν», ή, «Αγαπάτε αλλήλους». Με άλλα λόγια: «Μη βλάπτεις κανένα» (Νeminem laedere). Βοήθησε τον συνάνθρωπό σου να σταθεί στα πόδια του, δώσε του δύναμη στον αγώνα του. Και προ πάντων: Να είσαι επιεικής μαζί του. Να είσαι πάντα έτοιμος να τον συγχωρήσεις. Αναγνώρισε ότι και αυτός σφάλλει όπως και εσύ και γι’ αυτό μη θεωρείς τον εαυτό σου τελειότερο από αυτόν.

Αυτή η προτροπή, αυτός ο «νόμος», δεν μας απαγορεύει να αμυνθούμε απέναντι στο κακό και να το καταπολεμήσουμε με όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας. Μας υπενθυμίζει όμως ότι ο εχθρός μας είναι το κακό και όχι ο άνθρωπος που έχει πιαστεί στα δίχτυα του.

Ζούμε στον καλύτερο των κόσμων;

Ζούμε σε έναν κόσμο που ναι μεν επιτρέπει στο κακό να εμφανιστεί και να ενσαρκωθεί, αλλά που μας δείχνει ταυτόχρονα και τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για να το καταπολεμήσουμε.

Ζούμε σε έναν κόσμο που μας βοηθά όταν οι δυνάμεις μας δεν επαρκούν για να διακρίνουμε τον σωστό δρόμο, ανάβοντάς μας ένα φάρο, αποκαλύπτοντάς μας την αλήθεια, δίνοντάς μας δύναμη και ελπίδα.

Ζούμε σε έναν κόσμο που μας ενθαρρύνει να πράξουμε το καλό, ακόμα και απέναντι στο κακό.

Ζούμε σε έναν κόσμο που μας αφήνει να συγχωρήσουμε και να μετανιώσουμε.

Ζούμε σε έναν κόσμο που μας αφήνει να προσπαθήσουμε να γίνουμε καλύτεροι. Και που απαντά στην προσπάθειά μας αυτή αποκαλύπτοντάς μας τα μυστικά του και αφήνοντάς μας να τον κάνουμε πιο φιλόξενο για τη ζωή.

Και, προ πάντων, ζούμε σε έναν κόσμο που μας δίνει μια ευκαιρία να τον δούμε και να τον βιώσουμε. Να αισθανθούμε χαρά και λύπη, να δημιουργήσουμε, να αποκτήσουμε γνώσεις, να γίνουμε σοφότεροι, να νιώσουμε και να δώσουμε την αγάπη.

Ζούμε στον καλύτερο των κόσμων.

Καλά Χριστούγεννα…