Στριμωγμένα σώματα και αστικό κάλλος

D
Τάσος Βαβλαδέλλης

Στριμωγμένα σώματα και αστικό κάλλος

Λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, πέρασα όλη αυτή την εβδομάδα στο Παρίσι. Την πόλη την επισκέπτομαι συχνά, αλλά σπάνια έχω την ευκαιρία να περάσω μια ολόκληρη εβδομάδα και να μπω στον ρυθμό της καθημερινότητάς της. Τώρα, Παρασκευή απόγευμα, στο τρένο της επιστροφής για το Στρασβούργο, λέω να μοιραστώ κάποιες πρόχειρες παρατηρήσεις για το άλλο Παρίσι, το μη τουριστικό, αυτό που πιθανόν βιώνει ο ντόπιος.

Επέλεξα ένα ξενοδοχείο κοντά στο Gare de l’Est, έναν από τους κομβικούς σιδηροδρομικούς σταθμούς της πόλης που με βόλευε γι’ αυτή την επίσκεψη. Η περιοχή δεν είναι από τις καλές του Παρισιού. Έχει έναν σαφώς πιο γκρίζο χαρακτήρα από τα διάσημα τουριστικά μέρη. Επειδή μου αρέσει να περπατώ το βράδυ και να εξερευνώ τα μέρη που πηγαίνω, κυκλοφορούσα κάθε νύχτα με τη φωτογραφική μηχανή στον ώμο κι έκανα πολλά χιλιόμετρα σε άγνωστες γειτονιές. Οι δρόμοι είναι βρόμικοι, με έντονες μυρωδιές σε κάποια σημεία, γεμάτοι από περίεργους τύπους και πάρα πολλούς άστεγους που προσπαθούν να βρουν μια προστατευμένη γωνιά για να περάσουν τη νύχτα. Αν δεν βρέχει, τους αρέσει να ξαποσταίνουν πάνω στις μεταλλικές γρίλιες εξαερισμού του Μετρό, απ’ όπου βγαίνει θερμός αέρας.

Μου έκανε εντύπωση ότι σε αυτή την εκ πρώτης όψεως άσχημη γειτονιά υπήρχαν πάρα πολύ καλά μικρά εστιατόρια και όμορφα, στυλάτα μπαράκια. Αυτό ίσως ακολουθεί μια τάση που παρατηρείται και σε άλλες πόλεις του κόσμου, όπου σχετικά κακόφημες περιοχές, όπως το Σόχο στο Λονδίνο ή η Red Light District στο Άμστερνταμ, έχουν γίνει καιρό τώρα πόλοι έλξης με trendy μαγαζιά και πολύ νεαρόκοσμο. Αυτή η εναλλαγή εικόνων μαρασμού με άλλες καλοπέρασης και αναγέννησης μου δημιούργησε ανάμικτα συναισθήματα.

Το Μετρό του Παρισιού είναι δαιδαλώδες και εξαιρετικά πυκνό. Κατά τις ώρες αιχμής γίνεται ο κακός χαμός. Η σαρδελοποίηση δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το Μετρό του Τόκυο, με τους επιβάτες να πρέπει να περιμένουν 3 και 4 συρμούς μέχρι να βρουν ευκαιρία να σπρώξουν και να βρουν χώρο να στριμωχθούν. Ιδίως οι κεντρικές γραμμές μέχρι τη business district La Defense είναι πατείς με πατώ σε. Έχει επίσης το μειονέκτημα που έχουν όλα τα Μετρό παλιού σχεδιασμού, ότι πολλοί σταθμοί είναι ακατάλληλοι για άτομα με περιορισμούς στην κινητικότητα, αλλά και για όσους έχουν βαλίτσες. Οι Παριζιάνοι δεν περιμένουν οργανωμένα να ανοίξουν οι πόρτες, να βγουν όσοι το επιθυμούν και μετά να μπουν οι υπόλοιποι. Καταρχήν οι πόρτες σε κάποιες γραμμές ανοίγουν ενόσω ο συρμός βρίσκεται ακόμα εν κινήσει και διανύει τα τελευταία μέτρα, ο κόσμος μπαίνει πιο άτακτα συγκριτικά με άλλες πόλεις της βόρειας Ευρώπης και η σειρά δεν τηρείται. Παρ’ όλα αυτά βρήκα τους ντόπιους εξαιρετικά ευγενείς υπό αυτές τις συνθήκες. Ήταν, λες, μια σύμβαση συναντίληψης που τους έκανε να αντιμετωπίζουν το στρίμωγμα και τη διεκδίκηση μιας θέσης χωρίς την επιθετικότητα που θα περίμενε κανείς κάτω από τόση πίεση.

Καμιά φορά προσπαθώ να φανταστώ την πολυπλοκότητα μιας πόλης τέμνοντάς τη σε επίπεδα: υπέργεια και υπόγεια δίκτυα, τεράστιες μάζες ανθρώπων που μετακινούνται κάθε στιγμή. Οι μεγαλουπόλεις μάς φέρνουν αντιμέτωπους με μια άβολη αλήθεια: ότι είμαστε απλώς πολύ μικρές ψηφίδες σε ένα τεράστιο μωσαϊκό. Πρόκειται για μια αλλαγή κλίμακας που είναι αρκετά εμφανής σε όσους ζουν σε μικρότερα μέρη. Σε τέτοιο περιβάλλον, πολλοί αντιδρούν ανταγωνιστικά, διεκδικώντας με επιθετικότητα αυτό που νομίζουν ότι τους ανήκει. Επειδή, λοιπόν, είναι σαφώς ευκολότερο να είσαι ευγενής όταν ο περίγυρός σου το ευνοεί, εκτιμώ πολλαπλάσια όσους διατηρούν την ψυχραιμία και την ευγένειά τους όταν αυτό είναι πιο δύσκολο.

Δεν ήθελα όμως να φύγω απ’ το Παρίσι κρατώντας μόνο την γκρίζα γοητεία του. Ήθελα να δω αν η εμπειρία που κατέγραψα θα δρούσε συμπληρωματικά ή αν θα απομυθοποιούσε την πόλη του φωτός στο μυαλό μου. Σήμερα το πρωί λοιπόν, κατηφόρησα τη λεωφόρο Ηλυσίων Πεδίων, με την Αψίδα του Θριάμβου πίσω μου, και έστριψα δεξιά. Προσπέρασα τα Grand Palais και Petit Palais, σκεπτόμενος για άλλη μια φορά πόσα χρωστά η τωρινή εικόνα του Παρισιού στις Expositions Universelles του 1889 και του 1900, και κατευθύνθηκα προς τη γέφυρα Alexandre III, ίσως την ωραιότερη που έχω δει ποτέ μου. Μπροστά μου είχα το μουσείο των Invalides, στα δεξιά τον πύργο του Eiffel και πίσω αριστερά το Λούβρο. Μαγεία.

Εκεί έφερα στο μυαλό μου και κάποιες άλλες παραστάσεις από αυτή την εβδομάδα: την εντύπωση που μου προκάλεσαν τα ονόματα των στάσεων του Μετρό, που συχνά αναφέρονται σε μάχες, ήρωες και σημαντικά πρόσωπα που επηρέασαν την ιστορία της χώρας, και με έκαναν να σκέφτομαι τη σημασία τους· τη νύχτα που, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, έπεσα πάνω στο γύρισμα μιας ταινίας που διαδραματιζόταν στις αρχές του 20ού αιώνα, έξω απ’ τo Gare de l’Est· την κατάρριψη του μύθου του κακού παριζιάνικου σέρβις, μια και σε όλα τα εστιατόρια όπου πήγα αντιμετωπίστηκα άψογα· το καταπληκτικό φαγητό, τον γοητευτικό εσωτερικό διάκοσμο των μπαρ και των εστιατορίων· τον κόσμο που, πάνω στα αλληλοσπρωξίματα του συνωστισμού, απαντούσε με ένα χαμόγελο λέγοντας «Pas de souci».

Μετά τη βόλτα, μπαίνοντας στα γραφεία της διαφημιστικής όπου είχα μια συνάντηση, η κοπέλα στην υποδοχή παρατήρησε τη φωτογραφική μου μηχανή.

«Πρώτη φορά στο Παρίσι;» με ρώτησε.

«Ναι», της απάντησα, κι επειδή το πίστευα, το πίστεψε κι εκείνη.