Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, «Τσέρνομπιλ»

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, «Τσέρνομπιλ»

Το βιβλίο το αγόρασα από την πρώτη μέρα που βγήκε. Με είχε φάει η περιέργεια να διαβάσω κάτι από τη γυναίκα  που, με τη βράβευσή της με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, έγινε αιτία αντιπαράθεσης ανάμεσα στους φίλους του βιβλίου, πυροδοτώντας μια συζήτηση για το πόσο μια συγγραφέας non-fiction βιβλίων είναι λογοτέχνης. Έτσι βρέθηκα εγώ, ο μανιώδης εραστής της μυθοπλασίας, που ζω για να ακούσω τον ευχαριστήριο λόγο του Κούντερα όταν επιτέλους του απονομηθεί το βραβείο, να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της Σουηδικής Ακαδημίας που, με κριτήριο «την πολυφωνική της γραφή, μνημείο του πόνου και του θάρρους στην εποχή μας», να διαλέξει έναν συγγραφέα non-fiction. Κανείς σχεδόν από όσους γνωρίζω δεν είχε διαβάσει κάτι δικό της, κάποιοι μόνο είχαν περιτρέξει αποσπασματικά λίγα κομμάτια από το έργο της.

Το «Τσέρνομπιλ» είχε πρωτοκυκλοφορήσει στα ελληνικά τον Απρίλιο του 2001 από τις Εκδόσεις Περίπλους. Το είχε δε προωθήσει με ιδιαίτερη επιμονή ο Σύλλογος Υποστήριξης Ερευνών κατά της Λευχαιμίας και άλλων Παθήσεων, μια οργάνωση εθελοντών για την ενίσχυση της Αιματολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Γ. Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης. Οι άνθρωποι του συλλόγου ήρθαν σε επαφή με την Αλεξίεβιτς, η οποία παραχώρησε ευγενικά τα δικαιώματα για την πρώτη ελληνική έκδοση σε συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο. Με δικά τους έξοδα η συγγραφέας ήρθε στην Ελλάδα για να παρουσιάσει το βιβλίο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλα αυτά, από όσο γνωρίζω, οι παρουσιάσεις άφησαν τους πάντες αδιάφορους. Φαίνεται πως ο Απρίλιος του 1986 μας φαινόταν πια τόσο μακριά, το Τσέρνομπιλ και ο τρόμος που μας προξένησε είχαν πια κοιμηθεί μέσα στη μνήμη μας.

Αλλά ας θυμηθούμε λίγο τα γεγονότα: την 26η Απριλίου του 1986, µία σειρά εκρήξεων κατέστρεψε τον αντιδραστήρα του τέταρτου ενεργειακού μπλοκ στον πυρηνικό σταθμό του Τσέρνοµπιλ. Το ατύχημα αυτό χαρακτηρίστηκε η μεγαλύτερη τεχνολογική καταστροφή του 20ού αιώνα. Ο τρόμος, καθώς το ραδιενεργό σύννεφο παρασυρόταν από τους ανέμους, κατέλαβε την Ευρώπη. Πολωνία, Γερμανία, Αυστρία, Ρουμανία, Ελβετία, βόρεια Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Μεγάλη Βρετανία, βόρεια Ελλάδα. Σε τρεις μέρες είχε φτάσει στην Τουρκία, στο Ισραήλ και στο Κουβέιτ. Σε μια εβδομάδα ανιχνεύτηκε στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Μεγάλη χαμένη της υπόθεσης ήταν η Λευκορωσία. Σήμερα, ένας στους πέντε ανθρώπους της χώρας ζει σε μολυσμένη περιοχή. Σε δύο επαρχίες της Λευκορωσίας τα ποσοστά θνησιμότητας υπερέχουν των γεννήσεων κατά 20%. Περί τα 240.000 εκτάρια έχουν τεθεί οριστικά εκτός καλλιέργειας, ενώ το 25% των δασικών εκτάσεων και πάνω από το 50% των εκτάσεων στις λεκάνες υπερχείλισης των κυριότερων ποταμών της χώρας είναι θανάσιμα μολυσμένα. Ο τέταρτος αντιδραστήρας, ο επονομαζόμενος «Ουκρίτιε» (καταφύγιο), έχει καλύφθεί με μια τσιμεντένια και μολύβδινη σαρκοφάγο. Μέσα του διατηρεί είκοσι τόνους πυρηνικών καυσίμων. Η σαρκοφάγος σήμερα έχει ρήγματα εκτάσεως 200 τετραγωνικών μέτρων. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι θα γίνει αν ξεπεράσει τα όρια αντοχής της.

Ένα από τα όνειρά μου είναι να ταξιδέψω σε τόπους όπου η Ιστορία άφησε έντονα τα ίχνη της. Το Τσέρνομπιλ ήταν μέσα σε αυτούς τους προορισμούς. Διαβάζοντας το βιβλίο της Αλεξίεβιτς, έχασα κάθε επιθυμία.

Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς έγραψε αυτό το βιβλίο το 1996. Θεώρησε καθήκον της να μπει στην απαγορευμένη ζώνη και να δώσει φωνή στους ανθρώπους που τσάκισε η ιστορία μέσα στα σαγόνια της. Κατέγραψε τις μαρτυρίες εκατό ανθρώπων, που ήταν μάρτυρες της ίδιας της Αποκάλυψης. Μιας Αποκάλυψης αδιανόητα  ζοφερής για την ανθρωπότητα:

Λίγο προτού αρχίσει η εκκένωση της πόλης Πριπιάτ και καθώς απλωνόταν ο όλεθρος, κάποιοι είχαν κρεμαστεί στα μπαλκόνια τους —με μια ανατριχιαστική και ασύνειδη παραφορά— για να δουν την καταστροφή. Αργότερα ανακαλούσαν εκείνη την εντυπωσιακή εικόνα, εκείνο το πορφυρό φως. «Ήταν η όψη του θανάτου. Αλλά δεν μας είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι ο θάνατος θα μπορούσε να δείχνει τόσο όμορφος». Εκείνες τις στιγμές μάλιστα προέτρεπαν οι ίδιοι τα παιδιά τους να παρατηρήσουν το θέαμα: «Ελάτε να δείτε, θα το θυμάστε μέχρι το τέλος της ζωής σας». Είναι τρομακτικό αλλά εκείνοι οι άνθρωποι θαύμαζαν την όψη του δικού τους αφανισμού.

Αλλά η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς δεν αρκέστηκε απλώς στην καταγραφή. Στο βιβλίο φαίνεται το ταλέντο της. Η απομαγνητοφώνηση των μαρτυριών έγινε υλικό για να σχηματιστούν μονόλογοι διαμάντια. Θα ήθελα να τους δω παιγμένους στο θέατρο. Κάθε μαρτυρία μεταμορφώθηκε σε ένα ολιγοσέλιδο διήγημα πικρής ομορφιάς. Κάποιες μαρτυρίες είναι ομαδοποιημένες και εκεί βρίσκεις παραγράφους που θα έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία. Η Αλεξίεβιτς εκμεταλλεύτηκε τους αφηγηματικούς τρόπους της λογοτεχνίας στην ερευνητική δημοσιογραφία, αφήνοντας ένα εντελώς προσωπικό στίγμα στο είδος. Όπως λέει και η ίδια: «Δεν καταγράφω στεγνά μια ιστορία γεγονότων, γράφω μια ιστορία των ανθρώπινων αισθημάτων». Πολλοί κατατάσσουν το βιβλίο της δίπλα στην Άννα Φρανκ και τον Πρίμο Λέβι, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο. Τελειώνοντάς το, τους κατανοώ απόλυτα.

Να σας μιλήσω για την αγάπη ή για τον θάνατο; Δεν ξέρω… μήπως είναι τελικά το ίδιο;… Κανείς δεν θέλει να ακούσει για τον θάνατο. Κανείς δεν θέλει να αντικρίσει τον τρόμο… Εγώ όμως σας μίλησα μόνο για την αγάπη. Για το πόσο αγάπησα…

Το βιβλίο σού ξυπνά πολύ έντονα συναισθήματα οργής, λύπης. Μερικές μαρτυρίες είναι τόσο τραγικά σαρκαστικές, με μια λεπτή ειρωνεία που σε ξεπερνά:

Ταξιδιωτικό γραφείο του Κιέβου οργανώνει εκδρομές στο Τσέρνομπιλ. «Περιλαμβάνεται ο γύρος των εγκαταλειμμένων πόλεων. Τιμές εξαιρετικά συμφέρουσες… Επισκεφθείτε τη Μέκκα της πυρηνικής ενέργειας». Εφημερίδα Ναμπάτ, Φεβρουάριος 1996.

Αυτό το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί από όλους, ακόμα και από αυτούς που δεν μπαίνουν καν στον κόπο να διαβάσουν την ημερομηνία λήξης των τροφίμων που αγοράζουν.

Ο Θανάσης Τριαρίδης έγραψε έναν υπέροχα μεστό πρόλογο γεμάτο χρήσιμες πληροφορίες για τη συγγραφέα, το έργο της και το ατύχημα του Τσέρνομπιλ, μια εξαιρετική εισαγωγή για το ίδιο το βιβλίο. Πολύ καλή είναι και η μετάφραση από τον Ορέστη Γεωργιάδη, τόσο λυρική όσο και στακάτη εκεί που έπρεπε.