Σύγκρουση και παλινόρθωση

P
Θανάσης Πολλάτος

Σύγκρουση και παλινόρθωση

Ι.

Με τρόπο παράδοξο, αλλά όχι πρωτοφανή, οι αντιθέσεις του εσωτερικού των δυτικών κοινωνιών αποτυπώνονται ευκρινέστερα στο διεθνές πεδίο. Το καθεστώς Πούτιν, το καθεστώς Ερντογάν, το καθεστώς Μαδούρο, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός αποκτούν συμπάθειες στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών και οικοδομούν συμμαχίες και αδιαφανείς σχέσεις με οργανώσεις, κόμματα και πρόσωπα προτάσσοντας την αντίθεσή τους στις αξίες της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και προτείνοντας την παλινόρθωση συντηρητικών αξιών. Έτσι, το ρεύμα του νεοσυντηρητισμού αποκτά δύο διαστάσεις: την εσωτερική, η οποία περιλαμβάνει άτομα και τάσεις που δεν θέλουν να ακολουθήσουν τον ρυθμό της φιλελευθεροποίησης που συντελείται στη Δύση κατά την όψιμη παγκοσμιοποιητική εποχή, και τη διεθνή, η οποία περιλαμβάνει τους ανερχόμενους παίκτες του παγκόσμιου συστήματος που κάνουν τη μεταψυχροπολεμική ρελάνς τους.

Πρόκειται για την εκ μέρους τους προτίμηση προς τύπους κοσμοεικόνας και αξιακά συστήματα που παρέχουν περισσότερες βεβαιότητες, περισσότερα ορόσημα ασφάλειας με βάση τα οποία τα άτομα μπορούν να προσανατολιστούν μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχείς ρυθμούς. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την προτίμηση προς έναν παρωχημένο τύπο συγκρότησης του κόσμου, όπου οι πηγές και περιεχόμενα του νοήματος της ζωής δεν υποτάσσονται στη γενικευμένη αρχή της αμφισβήτησης και της ενδεχομενικότητας από τις οποίες κλυδωνίζεται διαρκώς ο απομαγευμένος κόσμος της ύστερης νεωτερικότητας. Η γοητεία αυτού του παλαιού τύπου συγκρότησης έγκειται στην ιδιότητά του να προσφέρει μια δομημένη, συνολική οπτική για τον κόσμο, όπου οι αξίες (Έθνος, Θρησκεία, Οικογένεια, Κόμμα, Πρόοδος κ.ά.) διαθέτουν ένα είδος μεταφυσικής εγγύησης ως προς την αλήθεια τους και μιαν αξίωση καθολικής ισχύος ως προς το διαχρονικό και γεωγραφικό εύρος τους. Αυτά τα χαρακτηριστικά των αξιών γεννούσαν και γεννούν μεγάλους φανατισμούς, αλλά παρέχουν επίσης ψυχική ασφάλεια και σταθερότητα στα άτομα, κάτι που τα κάνει σχεδόν ακαταμάχητα.

Ο Τραμπ, ο Πούτιν, ο Ερντογάν ακόμα και ο Μαδούρο αποτελούν συμβολικές απεικονίσεις των βεβαιοτήτων της παλαιάς, μάλλον απερχόμενης, συγκρότησης του κόσμου. Εκπροσωπούν την παλαιά πατερναλιστική εξουσία που χρωμάτιζε μανιχαϊκά τον κόσμο διά του αποκλεισμού των εθνικών, θρησκευτικών κ.ά. διαφορετικοτήτων και διά της κατασκευής εχθρών με αντάλλαγμα την απώλεια ενός μέρους της ατομικής ελευθερίας· που προικοδοτούσε τα άτομα με την ασφάλεια των στέρεων, ιεραρχικών καθορισμών των φύλων μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής οικογένειας, τοποθετώντας υποκριτικά ό,τι περίσσευε —στην καλύτερη περίπτωση— κάτω από το χαλί. Η παλαιά συγκρότηση του κόσμου, δηλαδή, προσέφερε λίγη τάξη στο χάος που μας περιβάλλει, απαιτώντας, για λόγους δικής της αυτοσυντήρησης, συμμόρφωση προς τους κανόνες που έθετε η ίδια· και το ίδιο ζητούν να κάνουν και οι σύγχρονοι εκφραστές της.

Στον δυτικό κόσμο όμως κατά την όψιμη παγκοσμιοποιητική εποχή τα συστήματα των παραδοσιακών αξιών έχουν ως επί το πλείστον εγκαταλειφθεί στο όνομα της υιοθέτησης ενός νέου, πιο φιλελεύθερου μοντέλου συγκρότησης του κόσμου. Τα κράτη δεν λένε πια στους υπηκόους τους τι να πιστέψουν, αλλά αποσύρονται —συχνά πέραν του δέοντος— σε θέσεις ιδεολογικής και θρησκευτικής ουδετερότητας. Οι πολίτες είναι ελεύθεροι να πιστεύουν ό,τι θέλουν, αρκεί να συμμορφώνονται με τους γενικούς κανόνες της συνύπαρξης. Οι υιοθετούμενες αξίες δεν είναι εγγυημένες από καμία μεταφυσική αρχή και βρίσκονται διαρκώς υπό την πίεση της αμφισβήτησης, από το απλό γεγονός ότι ο διπλανός μας μπορεί να έχει υιοθετήσει ένα εντελώς διαφορετικό αξιακό σύστημα και τρόπο ζωής.

Η απόπειρα παλινόρθωσης των παλαιών συντηρητικών αξιών προσπαθεί να απαντήσει σε αυτήν την —συγκροτητική για τα φιλελεύθερα καθεστώτα— ποικιλομορφία και αβεβαιότητα, ανασύροντας και λανσάροντας τον παλαιό τύπο συγκρότησης του κόσμου. Αντιμετωπίζει όμως δυσκολίες καθόσον προσκρούει στο ήδη συντελεσμένο καθεστώς της φιλελευθεροποίησης, και έτσι οι συντηρητικές αξίες που προτάσσει βρίσκουν περισσότερο γόνιμο έδαφος στο πεδίο των προσωπικών επιλογών και λιγότερο στο πεδίο των κοινωνικών προταγμάτων. Απαντούν μεν στα ταυτοτικά αιτήματα των οπαδών τους, αλλά αποτυγχάνουν προς ώρας να αποκτήσουν μαζικό χαρακτήρα κατασκευάζοντας έναν κόσμο στα μέτρα τους. Συναντούν συχνά θεσμικά και πολιτικά εμπόδια, αλλά ματαιώνονται δραστικά μπροστά σε μια χαρακτηροδομή που ζητά περισσότερο lifestyle απαντήσεις και λιγότερο Μεγάλες Ιδέες.

ΙΙ.

Ταυτόχρονα προς τη συνολική απόπειρα παλινόρθωσης των συντηρητικών αξιών, συντελούνται τουλάχιστον τρεις επιμέρους συγκρούσεις που με κάποιον τρόπο απορρέουν από την κατανομή της κεντρικής σύγκρουσης στα περιφερειακά μέτωπα. Οι συγκρούσεις πηγάζουν σχεδόν πάντα από τις αδυναμίες, τις παλινωδίες και τις οπισθοδρομήσεις στη διαδικασία μετάβασης της εξουσίας από τα παραδοσιακά στα φιλελεύθερα πρότυπα. Αν και εκ πρώτης όψεως φαίνονται μεταχρονολογημένες σε σύγκριση με τις κοινωνικές μεταλλάξεις που έχουν ήδη συντελεστεί, φανερώνουν τόσο τον αργό ρυθμό διάχυσης των φιλελεύθερων αξιών όσο και τα χάσματα που δημιουργούνται μεταξύ προωθημένων και σχολαζουσών δυνάμεων πάνω στα οποία βλασταίνει το νεοσυντηρητικό αίτημα.

Η πιο ευδιάκριτη τέτοια σύγκρουση προκύπτει ως αποτέλεσμα του πολιτισμικού χάσματος μεταξύ των μητροπολιτικών κέντρων και της υπαίθρου. Ως εκφάνσεις αυτής της σύγκρουσης πρέπει να αναγνωστούν η εκλογή Τραμπ,[1] η δημοψηφισματική επιλογή του Brexit,[2] το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων,[3] η ηγεμονία Ερντογάν στην Τουρκία, η πρωτοκαθεδρία του νεοσυντηρητικού κόμματος PiS στην Πολωνία κ.ά.[4] Όσο κι αν οι εισοδηματικές διαφορές παίζουν τον ρόλο τους στον ανταγωνισμό μεταξύ μητροπολιτικών κέντρων και περιφέρειας, χρειάζεται να μην αφήσουμε αυτή τη διάσταση να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μας, καθώς αυτός ο απλουστευτικός οικονομισμός —που συνηθέστερα αποκτά μαρξίζουσα χροιά— τείνει να συγκαλύψει τις πολιτισμικές διαφορές που είναι περισσότερο ουσιώδεις και δομικά κυρίαρχες. Έχοντας το πολιτισμικό χάσμα κατά νου, μπορούμε να αντιληφθούμε τις θετικές όψεις της ζωής στις μητροπόλεις, αλλά και να αναγνωρίσουμε τις δυσκολίες της εμπέδωσης των αρχών της πολυπολιτισμικότητας, της ανεκτικότητας και της συνύπαρξης σε κλειστά περιβάλλοντα. Στην ελληνική περίπτωση, ο ανταγωνισμός μητρόπολης-υπαίθρου είναι πιο δυσδιάκριτος λόγω ιστορικών και γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων. Μπορούμε ωστόσο να εντοπίσουμε πτυχές του τόσο στον ανταγωνισμό Βορρά-Νότου που καλλιεργείται σταθερά και προνομιακά από τον ακροδεξιό, αλλά εσχάτως και από τον αριστερό λαϊκισμό, όσο και στην πολιτισμική απόσταση μεταξύ παρακτίων περιοχών και ενδοχώρας, ή μεταξύ ορεινών και πεδινών περιοχών, λαμβανομένων πάντα υπόψιν των περιπτώσεων όπου η αυτοαναφορικότητα της τοπικής κουλτούρας (Κρήτη, Μάνη κ.α.) επιβάλλει τις δικές της νόρμες.

Το επόμενο πεδίο της σύγκρουσης αφορά τη διαγενεακή δικαιοσύνη και τη μετάβαση της εξουσίας από τη γενιά των Baby Boomers (γεννημένοι μεταξύ 1946 και 1964) στην Generation X (γεννημένοι μεταξύ 1965 και 1980), στους Millenials (γεννημένοι μεταξύ 1981 και 1996) και στην Generation Z (γεννημένοι μετά το 1997). Ενώ στοιχεία του χάσματος συναντάμε στα ποιοτικά δεδομένα τόσο της εκλογής Τραμπ όσο και της επιλογής του Brexit,[5] οι δύο κεντρικές διαστάσεις της σύγκρουσης αφορούν την κλιματική αλλαγή και τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών συστημάτων. Στους boomers —όπως αποκαλούνται πλέον χλευαστικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης— πρέπει να πιστωθεί ότι κατάφεραν να μάθουν από τα λάθη των πατεράδων τους και να διατηρήσουν την ειρήνη στον δυτικό κόσμο, παρά τη μακροχρόνια ένταση του Ψυχρού Πολέμου. Τους χρεώνεται όμως ότι παραδίδουν στα παιδιά και στα εγγόνια τους μεγάλα περιβαλλοντικά και οικονομικά/κοινωνικά προβλήματα. Οι διάδοχοι των boomers είναι καταδικασμένοι να ζήσουν σε έναν κόσμο μικρότερης ευημερίας από αυτόν των πατεράδων τους, γεγονός που τροφοδοτεί μια αρκετά επιθετική ρητορική εναντίον τους, αιχμή της οποίας αποτελεί το στιλ της έφηβης ακτιβίστριας Γκρέτας Τούνμπεργκ.

Πολύ πριν από τη μετάβαση εξουσίας μεταξύ των γενεών που έχει συντελεστεί ήδη στη Γαλλία, στο Λουξεμβούργο, στην Ελλάδα, στην Αυστρία, στην Ισπανία κ.α. με τρόπο όχι πάντα αμιγή και οριστικό και με την Genegation X να παίζει κατά κανόνα εξισορροπητικό ρόλο, έχει συντελεστεί η συμβολική αποκαθήλωση της γενιάς των boomers και η κατάρρευση της αυθεντίας τους, της αξίωσης που προτάσσουν η άποψή τους να κατισχύει αυτοδίκαια. Με τις νεότερες γενιές καλύτερα πληροφορημένες, εξοικειωμένες με τα νέα τεχνολογικά μέσα και αποθρασυμένες από τα επιτρεπτικά εκπαιδευτικά συστήματα, ήταν αναμενόμενο η φωνή των γηραιότερων να εισακούγεται λιγότερο και το στιλ τους να γελοιοποιείται εκπίπτοντας στα επίπεδα μιας κωμικής φιγούρας όπως ο πρόεδρος Τραμπ. Η Γκρέτα Τούνμπεργκ μάλιστα, σε μία εμπνευσμένη φωτογράφισή της για το περιοδικό GQ, είχε το θράσος να προκαλέσει τη γεροντοκρατική και πατριαρχική ελίτ οικειοποιούμενη ένα κεντρικό σύμβολό της: φόρεσε ένα white collar κοστούμι, αποφεύγοντας ευτυχώς —προς το παρόν— να καπνίσει ένα πούρο πίνοντας το παλαιωμένο μoλτ ουίσκι της.

Την κατάρρευση των γεροντοκρατικών προτύπων συνοδεύει η ισχυρή πίεση που ασκείται στα μάτσο, ανδροκρατικά πρότυπα. Δεν πρόκειται μόνο για την κατάληψη θέσεων εξουσίας από τις γυναίκες και τη μείωση των ανισοτήτων. Πρόκειται για τον κλονισμό του συνολικού πατριαρχικού πλαισίου διευθέτησης που περιλαμβάνει την υπονόμευση της ρητής και άρρητης πατρικής εξουσίας στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, την αναβάθμιση του ρόλου των γυναικών, των παιδιών και των νέων στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, την παροχή ορατότητας σε έμφυλες ταυτότητες που αποκλίνουν από τις παραδοσιακές. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η παραδοσιακή ανδρική ταυτότητα βάλλεται πανταχόθεν, χάνει τον προνομιακό της χώρο και τη συμβολική της πρωτοκαθεδρία και αναζητά νέο περιεχόμενο με στόχο την εξεύρεση νέων λειτουργικών ισορροπιών. Η εκλογή Τραμπ είναι αναμφίβολα μια έκφραση αντίστασης στο αίτημα της νέας μετάβασης, μια υπενθύμιση ότι οι παραδοσιακές μάτσο αξίες είναι ακόμα ζωντανές, ιδίως αν λάβουμε υπόψιν το συμβολικό περιεχόμενο της υποψηφιότητας της αντιπάλου του. Η λογοτεχνία του Μισέλ Ουελμπέκ άλλωστε εκφράζει σε πολλές στιγμές της αυτή την αντρική υπαρξιακή αγωνία, αλλά και το αίσθημα του τέλματος μπροστά στα αδιέξοδα του απο-ανδρικοποιημένου και απομαγευμένου κόσμου.[6]

 

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Πρβλ. Chad Shearer, “The small town-big city split that elected Donald Trump”, The Avenue. Rethinking Metropolitan America, 11 November 2016 (retrieved 31/10/2019). Επίσης, πρβλ. την έρευνα ποιοτικών χαρακτηριστικών της υποστήριξης Τραμπ Grinell College National Poll, November 2018 (retrieved 31/10/2019).

2. Andy Beckett, “From Trump to Brexit, power has leaked from cities to the countryside”, The Guardian, 12 December 2016 (retrieved 31/10/2019).

3. ʺJeunes, précaires, ruraux: qui sont les gilets jaunes?ˮ BFMTV – Économie, 9 Avril 2019 (retrieved 31/10/2019).

4. Gideon Ratchman, “Urban-rural splits have become the great global divider”, Financial Times, 30 July 2018 (retrieved 31/10/2019).

5. Peter Moore, “How Britain voted at the EU referendum”, YouGov - International, Politics & Current Affairs, 27 June 2016 (retrieved 06/11/2019).

6. Ό,τι προηγείται ευελπιστεί να σκιαγραφήσει με αδρές γραμμές τον χαρακτήρα ορισμένων εν εξελίξει κοινωνικών διεργασιών. Οι τάσεις και οι συγκρούσεις που περιγράφονται υπόκεινται στην αρχή μιας, ας πούμε, «ιδεοτυποποίησης» και ως εκ τούτου δεν θα ανευρεθούν με αυτόν τον αμιγή, ιδεοτυπικό χαρακτήρα στην πραγματικότητα. Θα βρεθούν όμως σε προσμίξεις με άλλες, ακόμα και αντιφατικές, τάσεις, χωρίς αυτό να υποβαθμίζει στο ελάχιστο τη βασιμότητα αυτής και όποιας άλλης αντίστοιχης προσέγγισης.

[ Φωτ.: PETRAS MALUKAS/Getty Images ]