Το σύμπαν του Mad Max
Αν χαρακτηρίζει κάτι το «Mad Max: Fury Road» είναι η αίσθηση της ειρωνείας που προκαλείται από τη μεταμοντέρνα σύγκρουση μεταξύ αφενός του ρετρό-φουτουριστικού ντεκόρ που στήνεται πάνω στο μετααποκαλυπτικό τοπίο και αφετέρου των ημίτρελων κατοίκων του μαντμαξικού σύμπαντος.
Το τέταρτο Mad Max (που είναι action movie, ήτοι ταινία δράσης, και ως τέτοια πρέπει να κρίνεται) είναι η πιο περίτεχνη επίδειξη του εκπληκτικού στυλιστικού ταλέντου του Τζορτζ Μίλερ: η άμεση αναγνωρισιμότητα του στυλ του σ’ αυτή την οπτική συμφωνία γρήγορου μοντάζ μοιάζει ακόμη απολαυστικότερη σε μια εποχή οπτικά ασυνάρτητων ψηφιακών ταρατατζούμ που ποζάρουν για φιλμ. Παρότι ο Μίλερ χρησιμοποιεί ψηφιακές πονηριές στο «Fury Road», και μάλιστα με έξυπνο τρόπο, η επιστροφή του Mad Max είναι η αποθέωση της ευρηματικότητας αλά παλαιά: η αδρεναλίνη ανεβαίνει στα ύψη με μια οπτικοακουστική εμπειρία φτιαγμένη από σχολαστικά προσχεδιασμένες σεκάνς (ο σκηνοθέτης έχει κάνει ντεκουπάζ σοβαρό), όπου κάθε πλάνο κουμπώνει με τα υπόλοιπα αβίαστα για να σχηματίσουν ένα ικανοποιητικό σύνολο. Ακόμη πιο σημαντικό, ο Μίλερ ακόμα αντιλαμβάνεται τις μάχες, τις εκρήξεις και τις καταδιώξεις με αναλογικό τρόπο, δίνοντάς τους (και στις κινήσεις της κάμερας) μια φυσική αξιοπιστία. «Τώρα αλήθεια, πραγματικά το έκαναν αυτό;»: όταν αναρωτιέσαι, υπάρχει μια ποιότητα που η ψηφιακή μαγεία δεν μπορεί να την πετύχει. Τα εφέ μέσω υπολογιστών μπορεί να επιτρέπουν αδιανόητες μέχρι χθες δημιουργίες, αλλά αυτές οι εκρήξεις της φαντασίας είναι συνήθως ουσιαστικά αβαρείς, προσεγγίσεις μάλλον της πραγματικότητας παρά ζωντανές σκηνές. Το «Fury Road» αντίθετα είναι ασφυκτικά γεμάτο με χειροποίητες στιγμές που σε κάνουν να νιώσεις τον ενθουσιασμό και τον κίνδυνο του χάους.
Το σχετικά πρόσφατο «Fast & Furious 7» —η τελευταία προσθήκη σε μία από τις πολλές σειρές ταινιών που αποδεικνύουν τη διαρκή επιρροή του Mad Max— προσφέρεται για σύγκριση: σε αντίθεση με το «Fury Road», στο «Fast & Furious 7» τα ευπρόσδεκτα αναλογικά στοιχεία είναι μάλλον παραγεμίσματα, καθώς το φιλμ τρέχει προς ένα απογοητευτικό φινάλε εικονικής δράσης (η σεκάνς όπου ένα σπορ αυτοκίνητο επανειλημμένα πηδάει από ουρανοξύστη σε ουρανοξύστη είναι αρκετά διασκεδαστική, αλλά σε καμία περίπτωση πιστευτή — και δεν εννοώ πιστευτή με την έννοια «αυτό συνέβη» αλλά με την έννοια «εάν είχε συμβεί, θα είχε συμβεί έτσι»). Τα ακροβατικά στο «Fury Road», αντίθετα, είναι φτιαγμένα σε απόλυτη σύμπνοια με την πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι συμβαίνουν σε ένα σύμπαν φαινομενικά πολύ πιο απομακρυσμένο από μας, από τον «πραγματικό κόσμο». Εκτός από την ψηφιακή αφαίρεση των συρμάτων από όπου κρέμονται (προφανώς) οι ηθοποιοί, την ψηφιακή συγχώνευση των τοπίων και την αλλαγή των χρωμάτων, και εκτός από μεμονωμένα εφέ, όπως το προσθετικό χέρι της ηρωίδας του φιλμ Imperator Furiosa (Σαρλίζ Θερόν), ο Μίλερ χρησιμοποιεί ως επί το πλείστον τις νέες τεχνικές δυνατότητες για να επιταχύνει ή να επιβραδύνει μεμονωμένες σεκάνς ώστε να επεξεργαστεί προσεκτικά τη δράση. Επιπλέον, αναπροσαρμόζοντας συνεχώς τα κάδρα για να κρατήσει το βλέμμα του θεατή επικεντρωμένο στις σημαντικές πληροφορίες, ακόμη και κατά τη διάρκεια σκηνών δευτερολέπτου, ο Μίλερ επιτρέπει στο κοινό να κατανοήσει πλήρως τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή, παρά την αστραπιαία ταχύτητα αυτού του γκροτέσκου πανοράματος.
Το πρώτο Mad Max, γυρισμένο με ελάχιστα χρήματα, έγινε επιτυχία και γέννησε δύο σίκουελ που αποδείχτηκαν από τις πιο επιδραστικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Τα «Mad Max 2» και «Mad Max Beyond Thunderdome» καθιέρωσαν ένα λεξιλόγιο από μεταμοντέρνα, μετααποκαλυπτικά στοιχεία και εικόνες που απορροφήθηκαν από το σύνολο της ποπ κουλτούρας. Ένα road movie με θέμα την εκδίκηση και με ολίγη από καλλιτεχνική γοητεία και αντιηρωισμό, το πρώτο Mad Max βασίζεται σε ένα ηθελημένα αόριστο κόνσεπτ γενικής κατάρρευσης της κοινωνίας. Όσον αφορά τη δυστοπική του φαντασία, το πρώτο φιλμ περιέχει μόνο τους σπόρους για τη φανταχτερή μπαρόκ ερημιά που τα σίκουελ μετέτρεψαν σε αρχετυπική εικόνα της κατάρρευσης του πολιτισμού. Ο Μαξ (Μελ Γκίμπσον), που δεν είναι και πολύ τρελός στην αρχή, μας συστήνεται ως αστυνομικός της αυστραλιανής τροχαίας, ο οποίος μπλέκει σε καθημερινές μάχες με τις συμμορίες που παραμονεύουν στους έρημους δρόμους της Αυστραλίας. Η αυξανόμενη ροπή του Max προς τη βία απειλεί τη μέχρι τότε ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή του. Όταν ο Γκουζ, ο καλύτερός του φίλος, καίγεται ζωντανός από τους κακοποιούς, ο Μαξ παίρνει άδεια και φεύγει ταξίδι με τη γυναίκα και το παιδί του, οι οποίοι δέχονται επίθεση και εντέλει σκοτώνονται από τη συμμορία με επικεφαλής τον τρομακτικό Toecutter/Κοψοδάκτυλο (τον υποδύεται ο Χιου Κέις-Μπερν που παίζει και τον Immortan Joe στο «Fury Road»).
Σκοτώνοντας βάναυσα τους βασικούς δράστες έναν προς έναν, ο Μαξ ακολουθεί μια κλιμακωτή πορεία που ενέπνευσε αργότερα το γνωστό φιλμ «Saw», πράγμα που πιστοποιεί την ικανότητα του Μίλερ στη μίξη ειδών: στο Mad Max ανακατεύει στοιχεία από φιλμ τρόμου, γουέστερν, κωμωδίας, ακόμα και μια δόση μελοδράματος. Πριν γίνει το σήμα κατατεθέν του μοναχικού εκδικητή, ο Max έχει μερικές συναισθηματικές σκηνές με τη γυναίκα του, εμποτισμένες με συνεχή κίνηση από τον Μίλερ, πρόγευση του στυλ που ο ίδιος τελειοποίησε στο συγκινητικό δράμα «Lorenzo’s Oil» (με τον Νικ Νόλτε και τη Σούζαν Σάραντον). Αλλά ακόμη πιο αποκαλυπτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μίλερ μάς συστήνει τον ήρωά του: πρόκειται για μια αργή αποκάλυψη μέσω διαδοχικών λεπτομερειών (το πίσω μέρος του κεφαλιού του Μαξ, τα χέρια του, το δερμάτινο μπουφάν του, το είδωλό του στον καθρέφτη) πριν αρχίσει η δράση σε μια εξαιρετικά ενορχηστρωμένη μίνι οπτική συμφωνία, με εναλλαγές ρυθμού, από κωμικά χρωματισμένες σκηνές μέχρι μια θεαματική καταδίωξη. Γεμάτη ανατριχιαστικές ανατροπές, η τελική σκηνή καθιερώνει τον Μίλερ ως αμιγώς οπτικό αφηγητή.
Ο Μίλερ χτίζει την αγωνία με μια σχεδόν αλάνθαστη αίσθηση του ρυθμού, διασπά και χειραγωγεί τον χρόνο και αναδύεται ήδη στο πρώτο Mad Max ως ένας πλήρως διαμορφωμένος σκηνοθέτης. Επιτυγχάνει συγκεκριμένα αποτελέσματα από την επιδέξια εφαρμογή της αφαίρεσης, είναι βιρτουόζος στην εξισορρόπηση των αντιθέτων, κόβει τη χαοτική δράση σε κομμάτια με γεωμετρική σαφήνεια και δημιουργεί μια ακαταμάχητη εναλλαγή επιτάχυνσης και επιβράδυνσης, σιωπής και κρότων.
Εάν το Mad Max ήταν απλά μια ταινία, ο Μίλερ εκπλήρωσε τις (προφανώς μεγαλύτερες) φιλοδοξίες του τη δεύτερη φορά, με το «Mad Max 2». Η αυστραλιανή καταγωγή της ταινίας μετριάζεται με το να εντάσσονται οι αναφορές στο κουλέρ λοκάλ ως επί το πλείστον σε κωμικές σεκάνς, ο υπερβολικός παραλογισμός των οποίων είναι η άλλη όψη της απολύτως φρικώδους εμφάνισης του Max και της κτηνωδίας που αναπαριστάται με το εκφραστικό στυλιζάρισμα του Μίλερ. Το «Mad Max 2» κατάφερε να μιλήσει μια εσπεράντο, μια παγκόσμια γλώσσα, πράγμα που γίνεται πιο έντονο από την απόλυτη εξάρτησή του από την οπτική αφήγηση (το φιλμ έχει το πολύ 15 αράδες διαλόγου) και από το γεγονός ότι τοποθετείται σε ένα σκηνικό ερήμου που θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε. Η εφευρετική σκηνοθεσία αφήνει υποσυνείδητα ίχνη, αποτελώντας ένα πρότυπο υπόδειγμα για το τι σημαίνει πραγματικά ικανοποιητικό σινεμά δράσης — ένα υπόδειγμα που έχει ως επί το πλείστον κανιβαλιστεί από τους επόμενους.
Αυτό όμως που εξασφάλισε τη θέση του Mad Max στο πάνθεον της ποπ κουλτούρας ήταν η συναρπαστική εμφάνιση, το «look» του μαντμαξικού σύμπαντος: μια αταβιστική, δελεαστική, post-punk σύγκρουση ανθρώπων, «φτιαγμένων» αυτοκινήτων και συντριμμάτων του πολιτισμού, που μοιάζει φουτουριστική και μεσαιωνική ταυτόχρονα. Αν και δεν είναι εντελώς πρωτότυπος, είναι πάντως ένας πανέξυπνος συνδυασμός ποπ στοιχείων, που συγχρονίστηκε με το Zeitgeist και κέρδισε τη λαϊκή αποδοχή. Ο απόηχος του Mad Max ήταν εκκωφαντικός: στην ποπ μουσική, στα βιντεοπαιχνίδια, στην τηλεόραση, στα μυθιστορήματα και τα κόμικς, στα manga και τα anime, ακόμα και στη μόδα — για να μην αναφέρουμε τις ταινίες, ων ουκ έστιν αριθμός.
Όντας η εικονική ταινία της σάγκα, το «Mad Max 2» είναι επίσης υποδειγματικό στον τρόπο που εξομαλύνει τις αντιφάσεις του: ξεκινά με έναν πονηρό, σουρεαλιστικό πρόλογο που ενσωματώνει αναδρομικά το σύμπαν του Mad Max σε μια ιστορική αφήγηση για μια έρημο πεινασμένη για βενζίνη, συνδυάζοντας ασπρόμαυρο αρχειακό υλικό με σκηνές από την προηγούμενη ταινία, η οποία δήθεν τελειώνει περίπου μια εβδομάδα πριν ο «πόλεμος για τα καύσιμα» προκαλέσει παγκόσμια καταστροφή, αφήνοντας τους επιζώντες να μάχονται για τα τελευταία αποθέματα ενέργειας. Φτάνοντας τυχαία στην Gasoline Town (Βενζινούπολη), μια πόλη της ερήμου κλεισμένη σαν μεσαιωνικό κάστρο, ο Max είναι ένας απογοητευμένος περιπλανώμενος, που μέχρι το τέλος της ταινίας θα έχει «μάθει να ζει και πάλι» όπως μας ενημερώνει το voice-over του προλόγου. Η τελική αποκάλυψη του αφηγητή είναι μια από τις ευρηματικές εκπλήξεις που χαρακτηρίζουν την εφευρετικότητα με την οποία ο Μίλερ κατάφερε να αποσπάσει την προσοχή από τις (ηθελημένες;) ασυνέπειες της πλοκής. Μιλάμε για μια ταινία στην οποία ο φερόμενος ως ήρωας δεν ενεργεί καθόλου ηρωικά και ακόμη και η μοναδική στιγμή (που δικαιολογεί και το παρατσούκλι του) όπου προθυμοποιείται να οδηγήσει το φορτηγό σε κείνη τη φοβερή τελική καταδίωξη, δεν είναι τόσο επιλογή του εντέλει όσο υπαγορεύεται από τις περιστάσεις: «Πίστεψέ, δεν έχω άλλη επιλογή» λέει. Εν τω μεταξύ, η ορδή των φαύλων αντιπάλων εμφανίζεται ως πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πολύχρωμη από τη δήθεν γενναία ομάδα με την οποία συντάσσεται ο Max. Έτσι, ακόμη και η σχηματική δομή «καλό εναντίον κακού» μοιάζει να αμφισβητείται, αλλά χρησιμεύει στον Μίλερ για να στηρίζει το οικοδόμημα της ταινίας πάνω σε ένα δοκιμασμένο και αληθινό πρότυπο.
Παρόλο που, με το τολμηρό στυλιζάρισμά του, φιλοδοξεί να φτάσει τα αβάν γκαρντ ύψη του mise-en-scène, ο Μίλερ βασίζεται σε ένα οικείο αφηγηματικό πλαίσιο για να κρατήσει τον θεατή στην καρέκλα. Το «Mad Max 2» στήνει ένα ιδανικό σκηνικό για τις άψογες σεκάνς του, με τους καρτουνίστικους χαρακτήρες (ή μάλλον τύπους) να αποτελούν απλώς το πρόσχημα για τη δράση που κλιμακώνεται στην τελική καταδίωξη, ένα μίνι-αριστούργημα που επιδεικνύει (και αποδεικνύει) τις ικανότητες του Μίλερ στις εναλλαγές ρυθμού και οπτικής γωνίας (Το «Fury Road» είναι βασικά μια δίωρη παραλλαγή πάνω στην εν λόγω κορυφαία σεκάνς του «Mad Max 2»). Εν τω μεταξύ, ο Μίλερ προσφέρει πονηρά στον θεατή ακριβώς όσες πληροφορίες τού χρειάζονται για να μετακινηθεί από τη μία σκηνή δράσης στην επόμενη και να αφήσει αρκετό χώρο για διφορούμενες ερμηνείες. Ακόμη και ο Max , οι πράξεις του οποίου φαίνονται προσαρμοσμένες ώστε να ταιριάζουν στις απαιτήσεις της κινηματογράφησης, αποτελεί μια υπενθύμιση ότι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της σειράς δεν είναι ο ίδιος αλλά το σύμπαν που ο Μίλερ δημιουργεί γύρω του.
Έτσι, μικρή σημασία έχει ότι ο Τομ Χάρντι αντικαθιστά τον Μελ Γκίμπσον στο «Fury Road». Και οι δύο είναι μια χαρά στο καθήκον που τους ανέθεσε ο Μίλερ: να προσδώσουν στον επώνυμο ήρωα μια πιστευτή φυσική παρουσία, να κάνουν δηλαδή όχι τόσο ηθοποιία όσο περίπου αυτό που έκανε ο Κλιντ Ίστγουντ με τον «Άνθρωπο χωρίς Όνομα». Αλλά, αν ο Σέρτζιο Λεόνε στα σπαγγέτι γουέστερν του χρησιμοποίησε τον ήρωα του Κλιντ σαν σύμβολο για την ανηθικότητα του κόσμου, ο Max κατοικεί ο ίδιος σε ένα ανήθικο σύμπαν. Αυτό που κάνει το Mad Max θελκτικό είναι το όραμά του για τον κόσμο ως σκουπιδότοπο μετά-την-καταστροφή, ένα όραμα ταυτόχρονα ηττοπαθές και εορταστικό, καθώς οι κάτοικοι του μαντμαξικού σύμπαντος επανεφευρίσκουν αγρίως τους εαυτούς τους από τα σκουπίδια, με αποτέλεσμα την αξέχαστη ποπ φαντασμαγορία του ντεκόρ και των κοστουμιών. «Το γεγονός ότι συνέβη η αποκάλυψη δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να δημιουργήσουν όμορφα πράγματα»: αυτή φαίνεται να είναι η αισθητική προσέγγιση του Μίλερ στην τελευταία του ταινία, στην οποία δίνει μια πρόσθετη ψηφιακή ώθηση υιοθετώντας ένα πολύχρωμο στυλ «graphic novel» — σε αντίθεση με τη ζοφερή παλέτα που έχει γίνει το κλισέ για τις ταινίες με σενάρια καταστροφής.
Αν και δεν του λείπουν οι εξωφρενικές ιδέες, το τρίτο στη σειρά, «Beyond Thunderdome», θεωρείται συνήθως το πιο αδύναμο φιλμ της σάγκα. Πρόκειται για την ατυχή αλλά και υποτιμημένη προσπάθεια του Μίλερ να χωρέσει μια ταινία τέχνης στο κενό μεταξύ αξιόλογων σεκάνς δράσης. Λειτουργώντας εν πολλοίς ως μια προέκταση του «Mad Max 2», το «Beyond Thunderdome» προσέφερε πάντως βασικά κόνσεπτ και έννοιες στον μύθο του Mad Max, συμπεριλαμβανομένων μερικών ιδεών που επαναδιατυπώνονται πιο ευκρινώς στο «Fury Road». Εγκαταλείποντας τη μόνιμη επιτάχυνση που χαρακτηρίζει τα άλλα φιλμ της σάγκα, το «Beyond Thunderdome» είναι περισσότερο ένα μπαρόκ κοινωνικό έπος, που περιλαμβάνει και μια περιβόητη παράκαμψη για να μας δείξει μια φυλή παιδιών που ζουν στη φύση και που θεωρούν τον Max ως τον Μεσσία τους. Περιέργως διχασμένο ανάμεσα στον συναισθηματισμό και τη σάτιρα, το «Beyond Thunderdome» παραμένει άπαιχτο τις στιγμές που ο Μίλερ επιλέγει να μας δείξει λίγη δράση, όπως στη μεγάλη σεκάνς της τελικής καταδίωξης ή στη σκηνή μάχης που εκτυλίσσεται στο ομώνυμο γιγάντιο ατσάλινο κλουβί. Η φτιαγμένη από τον Μίλερ λέξη «thunderdome» μπήκε στην αγγλική γλώσσα, και, παρά την ανισότητά της, η ταινία έχει αποδειχτεί αξέχαστη — αν μη τι άλλο για το όραμα της Bartertown, μιας μητριαρχικής πρωτοκαπιταλιστικής κοινωνίας που κυριολεκτικά τροφοδοτείται από περιττώματα. Δύσκολα μπορεί κανείς να απορρίψει ελαφρά τη καρδία την ταινία που μας έδωσε τον Master Blaster καθώς και τη σκηνή όπου η μοίρα του Max καθορίζεται από τον Τροχό της Τύχης.
Επεκτείνοντας πάνω στο θεαματικό στυλ κόμικ και την αναρχική ενέργεια του «Mad Max 2» —με σκηνές καταδίωξης που περιλαμβάνουν ένα φορτηγό με ντράμερ που χτυπούν τύμπανα κι ένα τριαξονικό στο οποίο καβάλα βρίσκεται ένας κιθαρίστας με μια κιθάρα που πετάει φωτιές—, το «Fury Road» ξεχωρίζει ανάμεσα στα σύγχρονα μπλοκμπάστερ, και όχι μόνο για τις σκηνοθετικές του αρετές. Τη χρονιά που κυκλοφόρησε το πρώτο Mad Max, ο τίτλος που διάλεξε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα για το φιλμ που παρουσίασε στις Κάννες («Apocalypse Now») φάνηκε ικανός να συμπυκνώσει το αίσθημα ενός κοινού που έπρεπε να συμβιβαστεί με την Αποκάλυψη, που την είχε πια συνηθίσει. Ερχόμενο στο τέλος μιας δεκαετίας στην οποία οι υπερπαραγωγές φλέρταραν με την καταστροφή (βλ. «The Towering Inferno», «Earthquake» και ούτω καθεξής), το πρώτο Mad Max έμοιαζε μια υποσημείωση σε μια περαστική μόδα. Η χρυσή εποχή των ταινιών καταστροφής φαινόταν να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, παρά την εμμονή με τον πυρηνικό όλεθρο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μια εμμονή που οδήγησε στο να θεωρούνται οι ταινίες Mad Max ως τοποθετημένες σε μια μεταπυρηνική εποχή, παρά το γεγονός ότι δεν κάνουν καμία αναφορά στην ατομική βόμβα. Δύο δεκαετίες αργότερα, το άγχος του τέλους της χιλιετίας έφερε ορισμένες τάσεις Αποκάλυψης στα μπλοκμπάστερ, αλλά κι αυτές ωχριούν σε σύγκριση με το παλιρροϊκό κύμα σεναρίων καταστροφής που εξαπέλυσε το εργοστάσιο παραγωγής ονείρων μετά την 11η Σεπτεμβρίου — μια πραγματική καταστροφή που συνέβη στην αληθινή ζωή και που έκανε το σοκαρισμένο Χόλιγουντ να περιπέσει προς στιγμήν σε σεβαστική σιωπή.
Μόλις η στιγμή της ευσέβειας πέρασε, η καθιερωμένη φόρμουλα των χολιγουντιανών σεναρίων καταστροφής πήρε το αίμα της πίσω. Στις οθόνες των σινεμά ζήσαμε μια μονότονη μαζική επίθεση κατεστραμμένων πόλεων. Ακολούθησαν οι δεκάδες διασκευές κόμιξ, ίσως εκπληρώνοντας μια τελετουργική λειτουργία ως αναπαραστάσεις του υποβόσκοντος τραύματος, άλλη μία μετάλλαξη για το σινεμά που, προστιθέμενη στην ταυτόχρονη εξέλιξη του CGI, φτάνει να αμφισβητήσει την πίστη του Αντρέ Μπαζέν στην ικανότητα του κινηματογράφου να αναπαραστήσει την πραγματικότητα: οι εικόνες χειραγωγούνται και αναδημιουργούνται τόσο εύκολα, που οι κατακλυσμιαίες επί της οθόνης Κολάσεις μοιάζουν πια εντελώς εξωπραγματικές. Η τεχνική πρόοδος στην επεξεργασία των εικόνων και στην καταγραφή της κίνησης καθίσταται άνευ αντικειμένου στην περίπτωση του «Fury Road», μιας ταινίας που αποδεικνύει ότι το να κρατάς τα πόδια σου στη γη, το να έχεις μια βάση στην πραγματικότητα εξακολουθεί να προσθέτει μια αίσθηση βάρους στο φιλμ που είναι αδύνατον να δημιουργηθεί τεχνητά. Και τι εννοούμε «να έχεις μια βάση στην πραγματικότητα»: η δράση να ακολουθεί τους νόμους της φυσικής, να χρησιμοποιείς «φυσικά» ειδικά εφέ (π.χ., περίτεχνα, επικίνδυνα ακροβατικά αντί για CGI) και πραγματικές τοποθεσίες, να φτιάχνεις φανταστικά οχήματα που όμως εντέλει είναι στο βάθος αμάξια.
Η δράση καθοδηγεί την ιστορία και στο τέταρτο φιλμ. Μια παράλογη, γεμάτη αδρεναλίνη κίνηση μπρος-πίσω σε αναζήτηση ενός μυθικού μητριαρχικού ειδώλου. Ο Μαξ συλλαμβάνεται από τους άνδρες του Immortan Joe, τυραννικού κυβερνήτη μιας τεχνητής όασης μέσα σε μια έρημο, που μοιάζει με σουρεαλιστικά στρεβλό καθρέφτη της σημερινής καπιταλιστικής ερήμου, με την ποπ φαντασμαγορία των κοστουμιών και του ντεκόρ να λειτουργεί ως ισοδύναμο των καταναλωτικών αγαθών, ενώ στη θέση του χρήματος βρίσκονται τα υγρά: καύσιμα, νερό, ακόμη και μητρικό γάλα. Στον κόσμο του Immortan Joe, ορισμένες γυναίκες επιλέγονται για αναπαραγωγή. Προσπαθώντας να ξεφύγει μαζί με πέντε από αυτές, η Φουριόζα της Σαρλίζ Θερόν, που σύντομα παίρνει μαζί της και τον φυγά Μαξ του Τομ Χάρντι, καταδιώκεται από τον τύραννο Τζο και ολόκληρο τον στρατό του. Η γυναικεία δύναμη γράφεται εδώ με κεφαλαία γράμματα: Η Warrior Woman (Βιρτζίνια Χέι) στο «Mad Max 2» έδωσε μια πρώτη ιδέα, η Aunty Entity (Τίνα Τέρνερ) στο «Beyond Thunderdome» αποδείχτηκε σοβαρός αντίπαλος, αλλά στο «Fury Road» η Φουριόζα είναι η πραγματική σταρ, με υποστήριξη από τις υπόλοιπες φυγάδες — περιλαμβανομένης μιας ετοιμόγεννης συζύγου του Ιμόρταν Τζο.
Η αλλαγή στην ισορροπία της δύναμης μεταξύ αρσενικού και θηλυκού σφραγίζεται από μια τελική ανταλλαγή βλεμμάτων μεταξύ της Φουριόζα και του Μαξ. Δηκτικά, η Φουριόζα κρατάει το μάτι της (έχει ένα πλέον) καρφωμένο στον Μαξ μαζί με την ουλή που βρίσκεται στη θέση του άλλου ματιού της. Είναι άλλη μια ουλή στο σύμπαν του Mad Max, όπου όλοι οι άνθρωποι και όλα τα πράγματα έχουν τραυματιστεί, ακρωτηριαστεί, σπάσει και συγκολληθεί πάλι, σώματα και ψυχές τόσο ρημαγμένα που υπάρχει μικρή ελπίδα για επιστροφή στην κανονικότητα. Οι γυναίκες μπορεί να είναι δυνατές, αλλά συνυπάρχουν με τους άντρες σε έναν κόσμο τόσο στρεβλό, που η απλή επαφή, πόσο μάλλον η τεκνοποίηση, φαίνεται σχεδόν αδιανόητη. Υπάρχει μόνο η συνεχής βιασύνη του αγώνα μέσα σε ένα επιταχυνόμενο χάος, η αναζήτηση για μια απατηλή Γη της Επαγγελίας (ξεκαρδιστικά αποτυπωμένη στο «Mad Max 2» στις διαφημίσεις για την πόλη Gold Coast, τον Παράδεισο των σέρφερ), μια αναζήτηση που στο «Fury Road» συναντιέται με τη σκληρή πραγματικότητα.
Αλλά επιστροφή σε ποιο μέλλον άραγε;