Συμπύκνωση
Το πρωί που άνοιξε η πόρτα ακούστηκε ο χαλκός σαν να ψιθύριζε, και σαν πιο κόκκινος να ’χε γίνει είπες, σαν να ’ξερε ότι σήμερα είναι η ώρα να μπει ο ποθητός καρπός που ζυμωνόταν μέρες τώρα στο καζάνι και να μετουσιωθεί διάφανος, όπως με κάνει εμένα το βλέμμα σου πάντα, διάφανο, να μην μπορώ να κρύψω πια τίποτα, μια και αναγνωρίζεις και το παραμικρό σαν ίχνος που αιωρείται σε ξέχειλο με καθαρό απόσταγμα ποτήρι, πριν το φέρεις στο στόμα σου και με πιεις μαζί του προστάζοντας κι άλλο, ηδονικά, με ήσυχη θέρμη, όπως θα μετρήσεις τη φωτιά να είναι ήπια, να χαϊδεύει το καζάνι, να μην αγριέψει το μίγμα και βγάλει θυμό. Και σου έλεγα για ένα μέρος σ’ ένα νησί που μαζεύουν σπόρους γλυκούς από τη γη και καθώς τους κλείνουν σε τσουβάλια, να, έτσι, τους πετούν στην θάλασσα να βαφτιστούν στα κύματα, να τραβήξουν αρμύρα, και καθώς στεγνώσουν και μείνει το αλάτι πάνω τους, τους βράζουν με νερό θαλασσινό να πάρουν το πνεύμα τους, και είναι υφάλμυρο αυτό το πνεύμα, αλλά τώρα δεν χρειάζεται η αρμύρα αυτή, σου έλεγα, γιατί, να, μου φτάνει ο ιδρώτας που τώρα από τη ζέστη κυλάει από το λαιμό στο στήθος σου και φουντώνει η φωτιά κάτω από το καζάνι, μεταλλάσσεται το υγρό μίγμα, ανυψώνονται οι υδρατμοί και συμπυκνώνονται στα χάλκινα τοιχώματα και ιδρώνει, ιδρώνει ο άμβυκας, λεπτές σταγόνες σχηματίζονται στην καμπύλη επιφάνειά του, όπως το σώμα σου, το ίδιο μπρούντζινο, που βγαίνει από τη θάλασσα, κόντρα στον ήλιο, να κρατάει πάνω του το νερό που στραγγίζει σε λεπτά ηδονιστικά ρυάκια, κι εγώ δεν ξέρω πού να βάλω το ποτήρι, ανάμεσα στα στήθη σου ή στο βρυσάκι που ρέει κλωστή το υγρό πνεύμα, δεν ξέρω που να στρέψω το στόμα, στην αψάδα που κρύβει στην καρδιά του ή στην πικράδα σου, να βρω τη μέθη που αποζητώ στο κρυστάλλινο, στο σάρκινο, χείλος και στη συμπυκνωμένη αιθανόλη που στάθηκε πάνω του.