Συνεργάτες, όχι υποτακτικοί
Πριν λίγες ημέρες, στις 5 Μαρτίου, πέθανε ένας σπουδαίος διευθυντής ορχήστρας, ο Αυστριακός Γιόχαν Νικολάους Γκραφ ντε λα Φοντέν ουντ ντ’Αρνονκούρ-Ούνφερτσακτ, πιο γνωστός ως Νικολάους (κανονικά τονίζεται στην πρώτη συλλαβή, με έναν δευτερεύοντα τονισμό στην παραλήγουσα, αλλά στα ελληνικά δεν γίνεται να γραφτεί αλλιώς) Αρνονκούρ. Από το όνομα και μόνο, γίνεται αντιληπτό ότι είχε αριστοκρατική καταγωγή — και, όντως, μέσα του έρρεε το αίμα της δυναστείας των Αψβούργων, καθώς η μητέρα του ήταν δισέγγονη ενός γιου του Αυτοκράτορα Λεοπόλδου του Β΄.
Με τέτοιο γενεαλογικό δέντρο, θα περίμενε κανείς ότι ο Αρνονκούρ θα αρκούνταν στις περγαμηνές των προγόνων του, ή θα ακολουθούσε την πορεία που του είχαν προδιαγράψει οι γονείς του, δηλαδή θα έκανε μια καριέρα ως γιατρός ή δικηγόρος, πράγμα που, σε συνδυασμό με την αριστοκρατική του καταγωγή, θα τον διατηρούσε σε κάποια υψηλή κοινωνική θέση, χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Εκείνος, όμως, αψηφώντας τη δική τους βούληση, επέλεξε να ασχοληθεί με τη μουσική. Έμαθε βιολοντσέλο, και κατάφερε να μπει στη Συμφωνική της Βιέννης το 1952, όταν η ορχήστρα είχε ακόμη διευθυντή τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν.
Επειδή όμως ήταν άνθρωπος με ενδιαφέροντα, δεν επαναπαύτηκε καθόλου. Έτσι, την επόμενη χρονιά, μαζί με τη σύζυγό του, τη βιολονίστα Αλίς Χόφελνερ, δημιούργησε το δικό του σύνολο, ονόματι Concentus Musicus Wien, και άρχισε να παρουσιάζει έργα της εποχής του μπαρόκ με όργανα εποχής, κάτι που τον τοποθετούσε στην πρωτοπορία του κινήματος των λεγόμενων «αυθεντικών ερμηνειών». Με το σύνολο αυτό, αλλά και με τις ορχήστρες που διηύθυνε κατά καιρούς, έκανε μια σπουδαία καριέρα και άφησε πίσω του εξαιρετικές ηχογραφήσεις με τεράστιο μουσικολογικό ενδιαφέρον, ιδίως σε ό,τι αφορά τα έργα του Μπαχ και του Μπετόβεν.
Η αριστοκρατική του καταγωγή θα δικαιολογούσε ίσως μια αυταρχική συμπεριφορά στο πόντιουμ, αλλά φαίνεται πως δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήταν απολύτως σοβαρός και προσηλωμένος στην πρόβα, «δεν άφηνε νότα να πέσει κάτω», όπως λένε, και μπορούσε να κολλήσει για πολλή ώρα σε μία μόνο μουσική φράση, προκειμένου να πάρει από την ορχήστρα ακριβώς το αποτέλεσμα που ήθελε. Αυτό όμως χωρίς κακία, νεύρα ή περιττές ειρωνείες, αλλά με σεβασμό στους μουσικούς, τους οποίους έβλεπε σαν συνεργάτες, όχι σαν υποτακτικούς. Όπλο του ήταν η μπαγκέτα, όχι το μαστίγιο. Η διαδικασία της πρόβας είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολη για τους μουσικούς και τους χορωδούς, ενίοτε και ψυχοφθόρα, αλλά όταν ο επικεφαλής ενός συνόλου (ο μαέστρος) ξέρει τι θέλει και φέρεται ανθρώπινα, όλοι θα βάλουν τα δυνατά τους για να πετύχουν ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Ενώ, όταν ο μαέστρος φέρεται αυταρχικά, θα έχει απέναντί του αντιπάλους, όχι συνοδοιπόρους. Φαίνεται πως τέτοιος μαέστρος ήταν και ο Αρνονκούρ, ο οποίος μάλιστα δεν συμπαθούσε καν τη λέξη «μαέστρος», και έλεγε χαριτολογώντας ότι ο μόνος άνθρωπος που αποκαλούσε ο ίδιος έτσι ήταν ο κουρέας του.
Ελπίζω το παράδειγμά του να συνεχίσει να βρίσκει μιμητές, γιατί οι μόνοι άνθρωποι που τους αξίζει να έχουν εξουσία είναι αυτοί που δεν την καταχρώνται.