Συνομιλητές
ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Το ψηλό κορίτσι που περίμενε στην έξοδο του φροντιστηρίου Αγγλικών κοντά στο πατρικό σου, ο διοπτροφόρος που συναντούσες κάποια πρωινά έξω από την πόρτα της βιβλιοθήκης, ο υπερόπτης με τα επιτηδευμένα ερωτήματα στις συνεντεύξεις Τύπου, ο ψηλός στην Παύλου Μελά, ο γκριζομάλλης στην Ανθέων, συν τω χρόνω αποκτούσαν βεβαίως όλοι ονόματα, που μαζί με άλλα, κάποια αταύτιστα με πρόσωπα ακόμη, μα με τον μύθο τους ήδη εν εξελίξει, επιμήκυναν διαρκώς μια λίστα κάπως αλλοπρόσαλλη, με ένα νήμα να τη διατρέχει, την απομυθοποίηση που πάντοτε γεννά ο συνδυασμός νεανικής αλαζονείας με μία υποθετική (κατά κανόνα) οικειότητα —Αυτόν; Αυτόν τον έβλεπα στο σπουδαστήριο κάθε μέρα, μελετηρός, δεν λέω, σπασικλάκι… Αλλά να γράφει πότε έμαθε;—, μια λίστα που φιλοξενούσε ενίοτε και πρόσωπα γνησίως οικεία (κι εσύ; εσύ πού ήσουν άραγε στην ανάλογη δική τους;), μα όσο περνούσε ο χρόνος η επιθετικότητα βαθμηδόν εκφυλιζόταν, κι έπαιζε βέβαια κάποιο ρόλο η εν μέρει μοιραία, εν μέρει επιδιωκόμενη, συνάφεια με τον καθέναν απ’ όσους συναριθμούνταν σ’ αυτόν τον μεταβαλλόμενο κατάλογο. Έναντι των μεγαλυτέρων κυριαρχούσε αναμφίβολα η κολακεία από το γεγονός και μόνο ότι σε καθιστούσαν συνομιλητή τους. Έναντι των λίγο-πολύ συνομηλίκων, όμως, ο χρόνος έκανε (κι ακόμη κάνει, και πάντα θα κάνει) τη δουλειά, κι όχι απλώς με την αυτονόητη ωρίμανση, την τυχόν καλλιέργεια των κριτηρίων, τον υποθετικό εμπλουτισμό των εμπειριών, ακόμη και τη σχεδόν νομοτελειακή συγκαταβατικότητα που στην πρώτη ζήτηση διαθέτει, όχι μόνο με αυτά. Αλαζονεία, προκαταλήψεις, πάθη, υπερβολικές προσδοκίες, κάμπτονταν όλα (και κάμπτονται) υπό το βάρος της συνείδησης πως όσα σε ωθούσαν να απορρίψεις είναι παράγωγα του καιρού που μοιράστηκες κι εσύ ο ίδιος με τους δημιουργούς τους, ως αφανής ή προβεβλημένος, κατά φαντασίαν ή πραγματικός συνομιλητής τους: σβήσ’ τα και διαγράφεις το σκηνικό μπροστά στο οποίο στήθηκες και άρθρωσες κι εσύ τα λόγια σου, σβήσ’ τους και μείνε έκπληκτος κατόπιν από την ακατάληπτη αναρθρία του μονολόγου σου.