Τα δικαιωμένα φαντάσματα

C
Σαπφώ Καρδιακού

Τα δικαιωμένα φαντάσματα

Η Μαριάμ Ματζιντί γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1980. Κατόπιν, γεννήθηκε ξανά το 1986 στο Παρίσι. Η τελευταία φορά ήταν το 2002. Δεν είναι ηρωίδα μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας. Η Μαριάμ έζησε την εμπειρία που μοιράζονται όσοι ξεριζώνονται από την πατρίδα τους σε μικρή ηλικία. Κόρη πολιτικών προσφύγων, βρέθηκε στη Γαλλία γιατί οι γονείς της ήταν μέλη κομουνιστικής οργάνωσης στην Τεχεράνη του Χομεϊνί.

Ο φόβος πολύ μαλακά έρχεται και εγκαθίσταται στο βλέμμα του πατέρα και της μητέρας, εισβάλλει στο σπίτι, στον δρόμο, στη γειτονιά, τρυπώνει στις απλές καθημερινές κουβέντες με τους γείτονες, με τους μαγαζάτορες. Τα μαγειρευτά έχουν γεύση φόβου, όπως και οι βραδιές με φίλους. Οι γνώριμες φωνές αποκτούν χροιές ανοίκειες. Το χέρι που πας να σφίξεις μπορεί να κλείνει μέσα του κάποιο αιχμηρό αντικείμενο. Ένα απλό καλαμπούρι μπορεί να μετατραπεί σε απειλή. Παντού, οι πάντες μπορούν να σε καταδώσουν.

Η μητέρα της ήταν μάρτυρας των αγριοτήτων που διαπράχθηκαν στο πανεπιστήμιο της πόλης μετά από διαδήλωση εναντίον του καθεστώτος. Μαζί και η Μαριάμ. Στην κοιλιά της μητέρας γίνεται αυτήκοος μάρτυρας κραυγών, των ήχων που κάνουν τα σπασμένα κρανία κάτω από τα γκλομπ, κρατά την ανάσα της όταν η νεαρή γυναίκα πηδάει από παράθυρο του δεύτερου ορόφου, ανακουφίζεται μόλις η γιαγιά υποχρεώνει την έγκυο να περάσει την υπόλοιπη κύηση κλεισμένη στο σπίτι.

Όσο ζούσαν οι τρεις τους στο Ιράν, οι γονείς συμμετείχαν στην αντίσταση βάζοντας το Κόμμα πάνω από την οικογένεια. Το σπίτι στο Τεχρανπάρς είναι ο τόπος των μυστικών συναντήσεων της οργάνωσης και η Μαριάμ το παιδί του Κόμματος. Στις πάνες της κρύβονται τα πρακτικά των συνελεύσεων του κόμματος της αντιπολίτευσης, και οι απογευματινές βόλτες στους ώμους του μπαμπά έχουν προορισμό το γραφείο της τοπικής οργάνωσης για την παράδοση. Πριν εγκαταλείψουν τη χώρα, αναγκάζουν το κορίτσι να χαρίσει όλα τα παιχνίδια του στο πνεύμα της κοινοκτημοσύνης. Η Μαριάμ κάνει τη δική της επανάσταση και τα θάβει στην αυλή· στην ίδια αυλή θα θάψουν οι γονείς τα βιβλία τους — ο Ένγκελς, ο Λένιν και ο Μαρξ θα στριμωχτούν κάτω από το χώμα με τις κούκλες, την απομυθοποίηση, την απογοήτευση.

Κάτι λιγότερο από τριάντα χρόνια μετά, η Μαριάμ δεν έχει τον τρόπο να ξεθάψει τα παιχνίδια της, μα κάνει μια άλλη εκταφή.

Ξεθάβω τους νεκρούς γράφοντας. Αυτή λοιπόν είναι η γραφή μου;

Αυτή λοιπόν είναι η ζωή της Μαριάμ, έως ότου γίνει 34 ετών και καταθέσει το χειρόγραφο για έκδοση. Η μεταμοντέρνα δομή, ο λυρισμός, οι εναλλαγές μεταξύ πραγματικότητας και παραμυθιού, η ειλικρίνεια που δεν δειλιάζει σε καμία φράση, η οπτική που διατηρεί την παρατηρητικότητα του παιδιού και συμπληρώνεται από την ωριμότητα των εμπειριών συντέλεσαν στην απονομή του Βραβείου Goncourt Πρώτου Μυθιστορήματος 2017.

Αυτή λοιπόν η βραβευμένη ζωή αναζητά εθνικότητα. Στο Ιράν είναι Γαλλίδα, επισκέπτρια. Στη Γαλλία είναι «εξωτική», Περσίδα, αλλοδαπή. Όσοι δεν τη ρωτάνε γιατί συστήνεται ως Γαλλίδα αναρωτιούνται γιατί δηλώνει Ιρανή. Η ίδια εκμεταλλεύεται τον εξωτισμό που της αποδίδουν στη στερεοτυπική του μορφή, τον ενδύεται στα μέτρα της για να σαγηνεύσει όποιον εντυπωσιάζεται από μισοξεχασμένα ποιήματα του Ομάρ Καγιάμ και μαύρα νωχελικά βλέμματα. Όσο οι ευάλωτοι στόχοι της ηδονίζονται από στίχους όπως αυτοί: «Το φεγγαρόφως σχίζει τον μανδύα της νύχτας / Πιες, δε θα ξαναβρείς πιο ευνοϊκή στιγμή», περνά μπροστά από τα μάτια μας η πραγματικότητα της ιρανικής καταγωγής:

Ο φύλακας του αεροδρομίου που παραλίγο να συλλάβει τη μητέρα της Μαριάμ επειδή ξέφυγαν λίγες τούφες μαλλιά από τη μαντίλα. Οι ασφαλίτες που φυλακίζουν όσους συμμετείχαν σε καλοκαιρινό πάρτι με μαγιό και αλκοόλ, για προσβολή των χρηστών ηθών και παράβαση του ισλαμικού κώδικα. Ο σύζυγος της ξαδέλφης της Μαριάμ, που δήλωσε απαθώς ότι σκοπεύει να παντρευτεί δεύτερη σύζυγο επειδή πλήττει με εκείνη· όταν η γυναίκα ζήτησε διαζύγιο, τη χτύπησε, την απείλησε, τη χώρισε και της αφαίρεσε την επιμέλεια του παιδιού τους. Ο θείος Σαμάν που φυλακίστηκε στα δεκαεννιά του επειδή είχε πάνω του προκηρύξεις. Τα οκτώ χρόνια με τη βρομιά των κελιών και τα βασανιστήρια. Το πρώτο διαμέρισμα της οικογένειας στο Παρίσι — ένα δωμάτιο δεκαπέντε τετραγωνικών στον έκτο όροφο, χωρίς ασανσέρ, χωρίς τουαλέτα. Το ανεκπλήρωτο όνειρο της μητέρας για τις σπουδές Ιατρικής που εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον άντρα της στο Παρίσι. Η αφωνία της μικρής Μαριάμ τις πρώτες εβδομάδες στο νέο σχολείο, τα κακεντρεχή πειράγματα και τα ρατσιστικά σχόλια των μαθητών και του προσωπικού για τη διαφορετικότητά της. Το σοκ της εξορίας για ένα εξάχρονο κορίτσι, τα χρόνια της ψυχανάλυσης.

Παρόλο που οι Ιρανοί δεν είναι πρόσφατη προσθήκη στον πληθυσμό της Γαλλίας —καταγράφονται τουλάχιστον από την εποχή του Σάχη της Περσίας Νασρεντίν—, τους ακολουθεί πάντοτε η «αύρα» του εξωτισμού. Οι Χίλιες και Μία Νύχτες εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια των περισσότερων Ευρωπαίων όταν γνωρίζουν οποιονδήποτε από την Ανατολή. Αυτό, φυσικά, όταν δεν συγχέουν εθνικότητες και θρησκεύματα σε παροξυσμούς ρατσιστικής άγνοιας. Σκούρα μάτια, μελαψές επιδερμίδες, εβένινοι βόστρυχοι προβάλλονται από τη δυτική pop culture ως μόνα γνωρίσματα, συντελώντας στην ομογενοποίηση εθνικών ταυτοτήτων και στον φετιχισμό αυτών των εθνικοτήτων. Ένα παραπέτασμα καπνού ευωδιαστού με μπαχαρικά, μύρο και σανταλόξυλο πίσω από το οποίο κρύβεται η Μαριάμ όσο αρνείται να αντιμετωπίσει τους δαίμονες της εξορίας, την αποπροσωποίηση που την κάνει εξαιρετική αφηγήτρια και «παραμυθού» —παράδοση που κουβαλάει από τον τόπο της, όσο στερεοτυπικό και αν ακούγεται αυτό— και της στερεί την ενσυνείδηση. Εσωτερικεύοντας τον φετιχισμό της φυλής της από τους Δυτικούς, συμμορφώνεται με την ετικέτα που κολλάνε επάνω της εκείνοι που τη θέλουν για φετίχ, για απόκτημα μιας συλλογής, όπως εκείνα που συνεκόμισαν οι «πολιτισμένοι» εξερευνητές των προηγούμενων αιώνων από τις εκστρατείες στις χώρες των «βαρβάρων» και επιδείκνυαν σε ιδιωτικές προθήκες.

Κάποτε οι ρόλοι που παίζει η Μαριάμ ξεκινούν να τη στοιχειώνουν. Τα φαντάσματα της γενέτειρας έκαναν την ίδια διαδρομή και στέκονται μπροστά της όποτε απαγγέλλει τους περσικούς χιλιοειπωμένους στίχους της, όσο αφηγείται προς τέρψη καλεσμένων, φίλων ή νέων γνωριμιών τα βιώματα των γονιών που γλίτωσαν και της οικογένειας που παραμένει στο Ιράν. Η φωνή της γιαγιάς τής δίνει κουράγιο στις φορτισμένες στιγμές και ζητά δικαίωση για αυτά τα φαντάσματα, ζητά να δουν το φως οι πραγματικές ιστορίες και όχι οι ρομαντικές εκδοχές.

Διαβάζοντας τον «Μαρξ και την Κούκλα», γινόμαστε παρατηρητές της μετάβασης της συγγραφέως από την εκμετάλλευση του παρελθόντος στον φόρο τιμής που του αποτίνει ως Ιρανή και Γαλλίδα, λογοτέχνης και ανταποκρίτρια. Τελειώνουμε το βιβλίο έχοντας ταξιδέψει στο Παρίσι, στην Τεχεράνη, στο Πεκίνο, στην Κεράλα, στο Καράκιοϊ, με τη Μαριάμ να σχεδιάζει τον χάρτη της ύπαρξής της σε όλη τη διαδρομή.

Είμαι μια γιρλάντα από λέξεις κρεμασμένη σ’ ένα δέντρο που ένα παιδί δείχνει με το δάχτυλο.

[ Πηγή εικονογράφησης ]