Τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα

P
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα

Η ελληνική Αριστερά μοιάζει ολοένα και περισσότερο στη θρησκεία — ή την αντιγράφει. Και η απόφαση της κυβέρνησης να γιορτάσει τον ένα χρόνο ζωής της φέρνει στον νου τους ενιαύσιους θρησκευτικούς εορτασμούς: ένα χαρμόσυνο νεύμα προς τον επί γης Παράδεισο. Μόνο που στη θρησκεία δεν υπάρχει μόνο ο Παράδεισος και το «ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός» (που, και αυτό, από νεκρώσιμο τρισάγιο είναι). Υπάρχει και η Κόλαση. Και ένας σίγουρος δρόμος για την Κόλαση είναι το να έχει διαπράξει κανείς ένα, ή περισσότερα, από τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα.  

Οκνηρία-Ζηλοφθονία: Η κυβέρνηση επιδεικνύει συστηματικά ολιγωρία, σε μία σειρά από θέματα που σχετίζονται τόσο με τα μέτρα που θα πρέπει να λάβει η χώρα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους εταίρους, όσο και με θέματα που αφορούν ανάγκες των πολιτών και την εύρυθμη λειτουργία του κράτους. Η κατάσταση στην οποία ζούμε είναι προϊόν απουσίας δράσης. Αυτό φαινόταν και από τη στάση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση, παρά τις όποιες ενέργειές τους που στόχο είχαν την ενδυνάμωση «κινηματικού» και «ακτιβιστικού» τύπου ενεργειών συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων. Ο λόγος τους τότε ήταν μη-λόγος: ήταν μία στείρα καταγγελτική απαγγελία. Ο μη-λόγος έγινε μη-πράξη.  Η ολιγωρία θα μπορούσε να οφείλεται σε ανικανότητα. Η ανικανότητα, όμως, έχει ως αποτέλεσμα την απογοήτευση. Αυτός που προσπαθεί αλλά αισθάνεται ότι είναι ανεπαρκής, απογοητεύεται, καταρρέει. Στην παρούσα περίπτωση, η οκνηρία επιφέρει ζηλοφθονία. Τα επιτεύγματα των άλλων (από εκείνο της αριστείας, ως τη συσπείρωση πολλών πολιτών στο κόμμα τής ΝΔ) απαξιώνονται, αποδομούνται. Η δράση που συμβαίνει έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να απαλλοτριωθεί προκειμένου να μην προκαλεί τον φθόνο. Είναι εντυπωσιακό, αλλά ίσως η ζηλοφθονία είναι το μόνο συναίσθημα που καταφέρνει να βγάλει την κυβέρνηση από την οκνηρία. Δεν είναι τυχαίο ότι τα στελέχη της κινητοποιούνται μόνο για καταστροφικές πράξεις, όπως για παράδειγμα στην προσπάθεια φίμωσης όσων ΜΜΕ δεν τους εκθειάζουν (όπως αντίστοιχα συμβαίνει με τις αιρέσεις και την κυρίαρχη θρησκεία).

Αλαζονεία-Απληστία: Η αλαζονεία συγχωρείται μόνο όταν κάποιος έχει να επιδείξει σπουδαία επιτεύγματα. Θεωρούμε φυσικό να είναι αλαζόνας ο Αϊνστάιν, ας πούμε. Ωστόσο, η αλαζονεία συνήθως εμφανίζεται σε «κανονικούς», καθημερινούς ανθρώπους και συνοδεύεται από απληστία. Τα στελέχη της κυβέρνησης, ήδη πριν από τις εκλογές του περυσινού Ιανουαρίου, πολιτεύτηκαν με το «σαν να». Μιλούσαν «σαν να» μπορούν να κάνουν όσα υπόσχονται, «σαν να» ήταν ήδη επιτυχημένοι, «σαν να» ήταν απόλυτοι γνώστες της κατάστασης, κυρίαρχοι, παντοδύναμοι. Όταν κάποιος αισθάνεται παντοδύναμος και επιδεικνύει αλαζονεία, καταλαμβάνεται εύκολα από απληστία, διότι αισθάνεται πως του οφείλονται όχι απλώς τα «καλά», αλλά τα πάντα. Η διαβόητη φράση του Αλέξη Τσίπρα, «Εμείς θα βαράμε το νταούλι και αυτοί θα χορεύουνε, δεν θα παίζουνε αυτοί τον ζουρνά και εμείς θα χορεύουμε», είναι αντιπροσωπευτική. Η κυβέρνηση, στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να κερδίσει οτιδήποτε από τη διαπραγματευτική διαδικασία, γιατί αισθανόταν ότι δικαιούται τα πάντα. Η επιλογή Βαρουφάκη, αλαζόνα και άπληστου ως προς την ανάγκη του για προσοχή, δεν ήταν άστοχη ως προς αυτό: ήταν αντιπροσωπευτική.

Λαιμαργία-Οργή: Η λαιμαργία για εξουσία, και ό,τι μπορεί αυτή να εξασφαλίσει, δεσπόζει στο σκηνικό της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η μη ικανοποίηση της «πρωτογενούς πείνας» επιφέρει οργή. Αυτή η «πείνα» αποτελεί πιθανώς το πιο συνεκτικό στοιχείο των στελεχών της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Οι μεν με τη δράση τους και οι δε με την ανοχή τους —μια ανοχή όμως με ενεργητικά στοιχεία— επιδιώκουν να καλύψουν αυτό το κενό με αποστραγγιστικούς όρους. Τα πάντα καθορίζονται με βάση το προσωπικό συμφέρον των στελεχών της κυβέρνησης (και με βάση μια κρυφή, ενδεχομένως, ατζέντα): διορισμοί συγγενών, εκμετάλλευση του κράτους δι’ ίδιον όφελος, εργαλειοποίηση των θεσμών για εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων, σαρωτική αποδόμηση. Αυτός είναι ο ιερός κανόνας που όποιος τολμήσει να αμφισβητήσει θα αντιμετωπίσει την «οργή του Θεού». Το δίκαιο της ικανοποίησης της λαιμαργίας απαγορεύεται να αμφισβητηθεί, όπως απαγορεύει η θρησκεία το να βάζει κάποιος σε κρίση τις βουλές του Θεού.

Λαγνεία: Η «Μητέρα των Αμαρτημάτων» εκφράστηκε μέσα από την απόλυτη υιοθέτηση του λαϊκισμού. Το κυβερνών κόμμα έχει εθιστεί στο «ξεμυάλισμα», γιατί μόνο αυτό μπορεί να συγκαλύψει την ανεπάρκεια της λειτουργίας με όρους γονιμότητας και δημιουργικότητας. Η λαγνεία, η φιληδονία που γίνεται αυτοσκοπός και χρησιμοποιεί τον άλλο ως σκεύος, δεν παράγει κάτι δημιουργικό: είναι επιτελικός σκοπός επιβίωσης. Η λαγνεία είναι αυτοαναφορική: ο Άλλος δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει καμία δέσμευση ή συναίσθημα: μόνο διέγερση, αποπλάνηση, εκτόνωση και επανάληψη — ένας διεγερτικός «αυτισμός». Ο λαϊκισμός ως «λαγνεία» θολώνει τα νερά σαν τον μπασμό που ρίχνουν οι ψαράδες. Ο Αλέξης Τσίπρας, εθισμένος σε εύκολες νίκες, είναι ο κατεξοχήν εκφραστής της: από την εύκολη επικράτηση του «Κάτσε καλά, Γεράσιμε» ώς την ηγεσία του κόμματος και από εκεί στην κατάκτηση της εξουσίας σε μια περίοδο που η οργή των πολιτών ήταν στο απόγειό της, ποτέ δεν πλήρωσε κάποιο τίμημα για το «παιχνίδι» με την εξουσία, εξ ου και φαίνεται να μην καταλαβαίνει τι άλλο μπορεί να υπάρξει πέρα από το παιχνίδι του «ξεμυαλίσματος», της «κατάκτησης». Ο Αλέξης Τσίπρας περιφέρει την εξουσία του χωρίς να αντιλαμβάνεται ούτε τον σκοπό, ούτε τα όρια, ούτε τη λειτουργία της.

                                                    

Μετά από όλα αυτά, εύλογα προκύπτει το ερώτημα: είναι ο ΣΥΡΙΖΑ το απόλυτο κακό; Όχι. Αλλά μπορεί να μας παρασύρει όλους σε μία Κόλαση, που δεν θέλουμε να τη ζήσουμε. Αν μη τι άλλο, έχουμε κι εμείς τα αμαρτήματά μας.

[ Εικονογράφηση: Πίτερ Μπρέγκελ ο Πρεσβύτερος, Τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα (1558) ].