Τα ημερολόγια των τρένων

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Τα ημερολόγια των τρένων

Ένα δισεκατομμύριο εξακόσια πενήντα τέσσερα εκατομμύρια. Τόσα είναι τα ταξίδια με τρένο που πραγματοποιήθηκαν στη Βρετανία το 2015. Περίπου τεσσεράμισι εκατομμύρια επιβάτες την ημέρα.

Η καθημερινή χρήση των συγκοινωνιών —το commuting— και ειδικά με μετρό και τρένα είναι ίσως η πιο αυθεντική βρετανική εμπειρία, με τα καλά, τα κακά και τα παράξενα της. Στη «Δόξα των Σιδηροδρόμων» ο Tony Judt σημειώνει ότι «κανένας άλλος τεχνολογικός σχεδιασμός ή κοινωνικός θεσμός δεν αντιπροσωπεύει τη νεωτερικότητα όσο ο σιδηρόδρομος». Στο «Λογική και Ευαισθησία», η Τζέιν Όστεν καυτηρίαζε την τάση των Βρετανών να περιορίζονται σε συζητήσεις για τον καιρό και την κατάσταση των δρόμων — τα δύο πιο συμβατικά θέματα συζήτησης στα οποία μπορούν να συμφωνήσουν όλοι χωρίς τον κίνδυνο αντιδικίας. Ο καιρός εξακολουθεί να είναι το πρώτο θέμα, αλλά οι δυσκολίες στις καθημερινές μετακινήσεις και ειδικά σε μετρό και τρένα έχουν πάρει τη θέση της κατάστασης των δρόμων ως ο συμβατικός τρόπος που πολλοί διαλέγουν να «σπάσουν τον πάγο» σε κοινωνικές εκδηλώσεις.

Το βρετανικό σιδηροδρομικό δίκτυο είναι το παλαιότερο στον κόσμο. Η δημιουργία του συνδέθηκε με τη χρυσή εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, του Isambard Kingdom Brunel και άλλων μυθικών μηχανικών που ουσιαστικά έχτισαν τις υποδομές της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Πολλοί σταθμοί τρένων και μετρό αποτελούν αρχιτεκτονικά διαμάντια, συμβολίζοντας μία κοινωνία που δεν φοβόταν να δαπανήσει κεφάλαιο σε φιλόδοξα και κομψά εγχειρήματα, διαμορφώνοντας τον δημόσιο χώρο, τη συλλογική ταυτότητα και την αισθητική μιας ολόκληρης εποχής.

Το μεγαλύτερο μέρος του βρετανικού δικτύου και των υποδομών του αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα — και η αλήθεια είναι ότι αυτό το νιώθεις στο πετσί σου σε καθημερινή βάση. Σε σχέση με χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία, το ταξίδι με τα βρετανικά τρένα θεωρείται πανάκριβο, παράλογα αργό και όχι πάντα αξιόπιστο λόγω πολλαπλών καθυστερήσεων και προβλημάτων σε πολλές από τις γραμμές. Ίσως είναι ενδεικτικό ότι το ταξίδι από το Λονδίνο στο Εδιμβούργο είναι πολλές φορές πιο φτηνό με αεροπλάνο από ό,τι με το τρένο. Κάποια τρένα, ειδικά σε ώρες αιχμής, είναι γεμάτα, με αποτέλεσμα πολλοί επιβάτες να μένουν όρθιοι στη διάρκεια της διαδρομής, ερχόμενοι από δημοφιλείς προορισμούς όπως, π.χ., η Οξφόρδη, το Μπέρμινχαμ ή το Μπράϊτον. Η αλήθεια όμως είναι ότι το ταλαιπωρημένο αυτό σύστημα καταφέρνει να λειτουργεί όσο χρειάζεται για να συντηρεί έναν πολύ βρετανικό τρόπο ζωής: εκατομμύρια άνθρωποι δουλεύουν σε διαφορετική πόλη από αυτή στην οποία μένουν: μία πολυτέλεια που τους την προσφέρει ένα σιδηροδρομικό και μητροπολιτικό δίκτυο που πάει σχεδόν παντού.

Σε γενικές γραμμές, τα βρετανικά τρένα λειτουργούν ακόμα με τη λογική του Σέρλοκ Χολμς και του Φιλέας Φογκ: τα δρομολόγια είναι απολύτως συγκεκριμένα και τακτικά και οι πάντες —ή, τέλοσπάντων, αυτοί που πρέπει— τα γνωρίζουν με ακρίβεια λεπτού. Όταν λες ότι θα πας κάπου, δεν λες ότι θα πάρω το τρένο, λόγου χάρη, για το Μάντσεστερ. Λές ότι θα πάρω το [τρένο] «των 08:25΄ για το Μάντσεστερ» γιατί το τρένο φεύγει κάθε μέρα στις 08:25΄ —τα δρομολόγια αλλάζουν σπάνια— και για να είσαι στην δουλειά σου στην ώρα σου το τρένο πρέπει να φύγει στις 08:25΄. Οι πόρτες των τρένων κλείνουν ακριβώς 30 δευτερόλεπτα πριν την ώρα αναχώρησης και υπό φυσιολογικές συνθήκες η αναχώρηση είναι τόσο ακριβής, ώστε να μπορείς να ρυθμίσεις το ρολόι σου με βάση το πότε κινείται το τρένο. Εάν περάσουν μερικά δευτερόλεπτα από την ώρα αναχώρησης και το τρένο δεν έχει κινηθεί, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο οδηγός ή ο εισπράκτορας θα αρχίσουν να ζητάνε επανειλημμένως συγγνώμη (συχνά σε κουραστικό βαθμό) και να εξηγούν τι δεν πήγε καλά.

Το δίκτυο της Βρετανίας είναι χωρισμένο σε σιδηροδρομικές περιφέρειες και οι εταιρείες που διαχειρίζονται την κάθε περιοχή και την κάθε διαδρομή ελέγχονται για την ακρίβεια των τρένων τους. Στο τέλος κάθε έτους, βγαίνουν στατιστικά στοιχεία που δείχνουν πόσες καθυστερήσεις υπήρξαν — και υπάρχει ένας αμείλικτος ανταγωνισμός ανάμεσα σε εταιρείες, ειδικά όταν πλησιάζει η ώρα του επόμενου δημόσιου διαγωνισμού ή της ανάθεσης έργου.

Τα περισσότερα τρένα έχουν και πρώτη θέση (First Class), που συνήθως αποτελείται από μισό βαγόνι. Οι επίσημες αλλά ασήμαντες διαφορές με την κανονική ή οικονομική θέση (Standard Class) είναι ότι η πρώτη θέση έχει, π.χ., μπλε καθίσματα αντί για κόκκινα, κουρτινάκια στα παράθυρα, πρίζες σε όλες τις θέσεις και δωρέαν καφέ (η διαφορά της τιμής βέβαια αρκεί για να πάρει κανείς χαβιάρι και γεννήτρια αντί να πληρώσει εισιτήριο πρώτης θέσης). Η ανεπίσημη αλλά ουσιαστική διαφορά είναι ότι η διαφορά της τιμής λειτουργεί σαν κοινωνικός διαφοροποιητής, εξασφαλίζοντάς σου ότι δεν θα στριμωχτείς και ότι είναι σχεδόν απίθανο να αντιμετωπίσεις κλάματα μωρών, μεθυσμένους και άλλους «ανεπιθύμητους συνταξιδιώτες» που σαφώς και συχνάζουν στην κανονική θέση.

Ζώντας στο Λονδίνο και δουλεύοντας στο Μπόρνμουθ, η δίωρη διαδρομή από τον σταθμό του Waterloo μέχρι την κωμόπολη του Ντόρσετ έχει γίνει κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Τα τελευταία δέκα χρόνια πρέπει να έχω «ανεβοκατέβει» χιλιάδες φορές, σε σημείο που τα βαγόνια της South West Trains —της εταιρείας που εξυπηρετεί τη γραμμή αυτή — να έχουν γίνει προέκταση του γραφείου μου. Σε γενικές γραμμές η South West Trains θεωρείται και είναι από τις καλύτερες εταιρείες. Τα τελευταία αυτά δέκα χρόνια είναι ζήτημα αν υπήρξε σοβαρή καθυστέρηση πέντε ή δέκα φορές και συνήθως αυτό γινόταν λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, μου συνέβησαν δύο περιστατικά που συνοψίζουν τέλεια αυτή την τόσο παράδοξη βρετανική εμπειρία των σιδηροδρόμων εν έτει 2016.

Πριν από δύο βδομάδες, όπως έφτασα τρέχοντας στον σταθμό του Μπόρνμουθ για να πάρω το τρένο των 19:59΄, συνειδητοποίησα ότι δεν έφευγε και δεν ερχόταν τίποτα. Οι πλημμύρες στη νότια Αγγλία είχαν κλείσει τη γραμμή ανάμεσα στο Μπόρνμουθ και το Σαουθάμπτον. Μέσα σε περίπου δύο λεπτά εμφανίστηκε ο σταθμάρχης και μας ενημέρωσε ότι έφερναν λεωφορεία και ότι θα ναυλώσουν και ταξί για να μεταφέρουν όσους πάνε ανατολικά στο Σαουθάμπτον (μία διαδρομή περίπου 45 λεπτών), από το οποίο ξεκινούσαν και πάλι τα τρένα. Ο σταθμάρχης γυρίζει και λέει στο πλήθος, «Σχηματίστε μία ουρά και θα επιστρέψω σε δύο λεπτά». Το θέμα της ουράς στη Βρετανία αξίζει ξεχωριστή αφήγηση, αλλά αρκεί να πω ότι, μέχρι να κοιτάξω πίσω μου (ήμουν στην μπροστινή θέση του πλήθους) και χωρίς να ακουστεί κιχ, είχε σχηματιστεί μία ουρά δεκάδων ατόμων, πράγμα που, στα ελληνικά μάτια μου, εξακολουθεί ακόμα και μετά από όλα αυτά τα χρόνια να φαντάζει σαν φυσικό φαινόμενο. Μέσα σε δύο λεπτά, όντως εμφανίστηκε ο σταθμάρχης και μας οδήγησε ο ίδιος στην πιάτσα των ταξί όπου είχαν κλείσει συμφωνία με τους οδηγούς για να παίρνουν τέσσερα άτομα ανά ταξί. Μου έκανε πολύ θετική εντύπωση η αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετώπισαν το θέμα και το γεγονός ότι θα έπρεπε να ναύλωσαν δεκάδες ταξί για να εξυπηρετήσουν τον κόσμο που περίμενε. Ο ενθουσιασμός μου μετριάστηκε από το γεγονός ότι βρέθηκα ακινητοποιημένος ανάμεσα σε μία εύσωμη κυρία και έναν αρκετά μεγαλόσωμο νεαρό. Όλοι κρατούσαμε πάνω μας όσες αποσκευές μας δεν χωρούσαν στο πορτ-μπαγκάζ. Μου είναι δύσκολο να περιγράψω πόσο ακίνητος έμεινα για τα επόμενα 45 λεπτά: η σύσπαση οποιουδήποτε μυός ήταν αδύνατη γιατί δεν υπήρχε χώρος. Όσο για τους πνεύμονες, επέλεξα να μην τους πολυχρησιμοποιώ λόγω των δυσάρεστων αναθυμιάσεων που παράγονταν σε τακτικά χρονικά διαστήματα από τη συνεπιβάτιδά μου στα αριστερά. Ωστόσο —και παρά την κούρσα του θανάτου, αφού ο οδηγός ήθελε να επιστρέψει στο Μπόρνμουθ το συντομότερο δυνατόν για να πάρει και άλλους επιβάτες— φτάσαμε σώοι στο Σαουθάμπτον, από όπου και πήραμε το πρώτο διαθέσιμο τρένο για Λονδίνο.

Εκτός από τις καιρικές συνθήκες, συχνά παίζει ρόλο και ο ανθρώπινος παράγοντας. Την περασμένη εβδομάδα, κάποιος ή κάποιοι αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν στις γραμμές στην περιοχή του Σαουθάμπτον. Με το που έγιναν αντιληπτοί, όλα τα τρένα στη νοτιοανατολική Αγγλία ακινητοποιήθηκαν, κόπηκε η παροχή ρεύματος στις γραμμές και κλήθηκαν οι διαπραγματευτές. Μετά από ατέλειωτες στάσεις σε άσχετους σταθμούς χωρίς ενημέρωση, με δύο αλλαγές τρένων και συνολικά τέσσερις ώρες ταξίδι, φτάσαμε στο Λονδίνο λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Μεταξύ άλλων, μου έκανε εντύπωση ότι σε κανένα από τα τρία τρένα δεν υπήρξε το παραμικρό παράπονο για την καθυστέρηση ή την έλλειψη ενημέρωσης. Ο κόσμος έκανε απλώς υπομονή.

Αυτός λοιπόν ο συνδυασμός ελβετικής ακρίβειας, βρετανικού φλέγματος, βικτωριανών υποδομών, υπομονής, καλών προθέσεων και συστημικής παρακμής συνοψίζει τον χαρακτήρα μίας χώρας που με τη δύναμη της αδράνειας έχει καταφέρει να διατηρήσει ένα σύστημα υπηρεσιών, σκοπός των οποίων δεν είναι η παροχή του καλαίσθητου ή του άψογου ή του ευχάριστου, αλλά της πρακτικής εξυπηρέτησης όσο το δυνατόν περισσότερου κόσμου με το μίνιμουμ του κόστους και χωρίς πολυτέλειες.

Εκτός από κουρτινάκια και πρίζες.