Τα καραβάκια, ο Θούριος και ο Αλβέρτος

L
Μιχάλης Γ. Τριανταφυλλίδης

Τα καραβάκια, ο Θούριος και ο Αλβέρτος

Ήρθαν κι έφυγαν τα Φώτα, γέννησε η κότα, πίσω από την πόρτα… Κι άιντε εσύ, πάνε επιχειρηματολόγα περί το ασφαλιστικό, κι εσύ, ο άλλος, περί το αγροτικόν, και ο τρίτος για τις αντικειμενικές και ο τελευταίος για τις υποκειμενικές και γενικώς τον υποκειμενισμό…

Δεν περίμενα ότι θα ζούσα σε μια κοινωνία βουτηγμένη στην παράκρουση, όπου πετάει κάποιος επιδραστικός, έστω και ελάχιστα, μια παπαριά κι ασχολιέται σύμπας ο ντουνιάς. Επιχειρήματα, αντεπιχειρήματα, φεσιμπούκια, τουίτια, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Εάν υπήρχε και βίρτσουαλ μαλλιοτράβηγμα, θα βλέπαμε να ξεμαλλιάζονται, σε κάθε γωνιά, πέντε-πέντε μαζί. Οι άλλοι, έντρομοι, αμόρφωτοι και αδαείς, περιμένουν σε κάθε γωνιά του δρόμου την κατραπακιά και δεν ξέρουν, πώς να την ξεφύγουν. Με τα ψέματα, άλλο πια, χωριό δε γίνεται… πρέπει να βρουν κάτι να πουν.

Εκείνο που με τρελαίνει τελείως είναι το ότι, ούτε οι μεν, ούτε οι δεν, κάνουν το οτιδήποτε για να ξεφύγουν, λίγο έστω, από τη μέγγενη ενός πολιτικού συστήματος κι ενός πλαισίου, δήθεν διαλόγου ή αντιπαράθεσης, πολυκαιρισμένου και παλιακού. Κι άιντε να κάνουμε ένα κόμμα, κι άιντε μια κίνηση κι άιντε και ντε μια πλατφόρμα. Ρε παιδιά, δεν είναι το όνομα που θα δώσετε, πάρτε το χαμπάρι. Πείτε το Αντώνη, δεν καταλαβαίνετε ότι δε βγαίνει τίποτις, εάν δεν αλλάξει το περιεχόμενο και ο τρόπος σκέψης και συνδιαλλαγής;

Αλλά πού, τα ντουρντουβάκια, να ξεκολλήσουν από τη ρουτίνα τους, που τη ζωγραφίζουνε και λίγο με κανένα παστέλ χρωματάκι οι μεν, κοκκινάκι της Φεράρι οι άλλοι και νομίζουν ότι ανανεώνονται και αλλάζουν ρούχα…

Τα ’λεγα το πρωί με έναν πολύ καλό μου φίλο, εκεί από την περιοχή Αλυσίδας, όπου απ’ απέναντι έμενε και ο Πιτιλάκης, πατέρας, συμμαθητής και φίλος του δικού μου πατέρα, και ο Ζάκης, φίλος δικός μου και καθηγητής στο Πολυτεχνείο μοναδικός, ότι βλέπω σοβαρούς αθρώποι στην Αθήνα, που είναι υποτίθεται σκεπτόμενοι και προχώ, να παραλογίζονται και να κινούνται βουλιαγμένοι στη δηθενιά της επικοινωνίας, μη χέσω…

Ο Καμίνης προκήρυξε την κατασκευή χώρου καύσης των νεκρών και με διαγωνισμό έτοιμο, προχωράει για να τελειώσει το θέμα, ο δε Μπουτάρης βρήκε θέμα για καΒγά, δήθεν εκσυγχρονιστών με αναχρονιστές, άνοιξε χαρακώματα με τη βιομηχανική ζώνη, για να στείλει εκεί τον κλίβανο, ενώ ο Δήμος του έχει 150 στρέμματα στο Σέδες, πίσω από τα λουτρά. Περισσότερα από δέκα στρέμματα θα χρειαστεί για έναν τέτοιο χώρο; Αλλά νά: να ’χαμε να λέγαμε.

«Εσείς στη Σαλονίκη έχετε δήμαρχο, ενώ εμείς εδώ…» Δεν έχουμε φραμπαλά, εννοεί και θέλει μετά να τον κατατάξω μεταξύ των σκεπτομένων — ήμαρτον, Παναγία μου… Αλλά από κάτι τέτοια μικρά και πάρα πολύ σημαντικά, για την καθημερινοτητα μας και την άθλια ρουτίνα, υπάρχει, έστω μια ελάχιστη, πιθανότητα να ξεφύγουμε από τη λασπουριά…

Βγαίνει ο καθένας, λέει μια παρόλα, χωρίς να ελέγχει τίποτε, διότι η πολιτική και η ιστορία της πόλης ξεκινάει από τη μέρα που ασχολήθηκε ο καθένας και η καθεμιά μ’ αυτήν, οπότε όλα τα πριν σικεμέ…

Το 1986, λέει, ακούστηκε, λέει, για πρώτη φορά, λέει, η έννοια της θαλάσσιας αστικής συγκοινωνίας. Το ότι ο αντιδήμαρχος Παπαθεοδώρου Κωνσταντίνος, αρχιτέκτων και ενεργός πολίτης, το πρότεινε για πρώτη φορά το ’84 και είχε ετοιμαστεί και ειδικό φυλλαδιάκι που είχε επιμεληθεί, εάν ενθυμούμαι καλώς, η Πόπη Θεοχαρίδου, επίσης της αρχιτεκτονικής εργάτρια, δεν μας αφορά…

Το ότι κάναμε ολόκληρο φεστιβάλ στην πλαζ της Αρετσούς και είχαμε θαλάσσια συγκοινωνία για να τονίσουμε την αναγκαιότητα του θαλάσσιου μέσου, επί πέντε μέρες, και εκατοντάδες συμπολίτες μας κινήθηκαν και επισκέφτηκαν το φεστιβάλ —του Θούριου, τότε— με το καραβάκι, δεν το μάθαμε, δεν θελήσαμε να το μάθουμε κι έτσι γράψαμε αυτό που θέλαμε, με τον τρόπο που θέλαμε.

Κι έτσι προχωράει η ιστορία της πόλης, που έκανε, όπως δηλώθηκε μέσα στο δημοτικό συμβούλιο της πόλεως μας, αρκετά για τους Εβραίους κι έτσι βγήκαμε και από την υποχρέωση. Και δεν θέλει η δημοτική Αρχή να αναμοχλεύσουμε πολιτικά πάθη, λέγοντας ότι στο γωνιακό σπίτι καθότανε ο Αλβέρτος και η Εσθήρ και αναρωτηθούν οι πάντες: «Και καλά τότε, πώς το ’χε για δικό του και το έδωσε με αντιπαροχή, ο κυρ Νίκος, ο έτσι, που ’χε το μισό τετράγωνο δικά του οικόπεδα;»

Έεεμ… εδώ σε θέλω κάβουρα, που πορπατείς στα κάρβουνα…

Θα συγκρουστούμε, κύριοι των δημοτικών και άλλων Αρχών… Θα πλακωθούμε, γιατί πόλη χωρίς ιστορική μνήμη, ή μάλλον με ιστορική μνήμη φτιαχτή και επίπλαστη, δεν μπορεί να πάει πουθενά. Κι εγώ προσωπικά, μπορεί να είμαι μαλάκας, αλλά το θέλω να πάει κάπου μπροστά, οπότε θα επιμένω. Εσείς, πάλι, τσούκου — οπότε παραιτηθείτε κάθε δικαιώματος και αράχτε. Καλή και θεμιτή και η νιρβάνα...