Τα κορίτσια

C
Amagi

Τα κορίτσια

Ένα συγγραφικό ντεμπούτο που τάραξε τα νερά. Και μία υπόθεση που δεν έχει φύγει ποτέ από την επικαιρότητα. Ο Τσαρλς Μάνσον, η συμμορία του και τα φρικιαστικά εγκλήματά τους. — Βόρεια Καλιφόρνια, στη διάρκεια του βίαιου τέλους της δεκαετίας του 1960. Στις αρχές του καλοκαιριού, μία μοναχική και ψαγμένη έφηβη, η Ίβι Μπόιντ, βλέπει μια παρέα κοριτσιών στο πάρκο, κι αμέσως σαγηνεύεται από την ελευθερία τους, το αφρόντιστο ντύσιμό τους, την επικίνδυνη αύρα της αμεριμνησίας τους. Η Ίβι δε θ’ αργήσει να υποκύψει στον μαγνητισμό της Σούζαν, ενός μυστηριώδους μεγαλύτερου κοριτσιού, και να παρασυρθεί στους κόλπους μιας σέκτας και του χαρισματικού ηγέτη της που σύντομα πρόκειται να γράψουν ανατριχιαστική ιστορία. Κρυμμένο στους λόφους, το εκτεταμένο, άναρχο και ρημαγμένο ράντσο της σέκτας αποπνέει ζόφο, στα μάτια της Ίβι όμως είναι εξωτικό, συναρπαστικό, γεμάτο δονήσεις –ένα μέρος στο οποίο θέλει απεγνωσμένα να γίνει δεκτή. Καθώς περνάει όλο και περισσότερο χρόνο μακριά από τη μητέρα και τους οικείους ρυθμούς της καθημερινής ζωής της, και με την εμμονική προσκόλλησή της στη Σούζαν να δυναμώνει, η Ίβι αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται ολοένα και πιο κοντά στην αδιανόητη βία, και σ’ εκείνη την κομβική στιγμή στη ζωή ενός κοριτσιού όπου τα πράγματα μπορούν να πάρουν τη χειρότερη δυνατή τροπή. Το συγκλονιστικό πρωτόλειο μυθιστόρημα της Έμα Κλάιν μαγεύει με την απαράμιλλη γραφή του και καθηλώνει με την κοφτερή σαν ξυράφι, απρόσμενα βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής. Τα Κορίτσια είναι ένα λαμπρό λογοτεχνικό έργο –κι ένα ανεξίτηλο πορτρέτο των κοριτσιών, και των γυναικών που θα μεγαλώσουν να γίνουν.

 

Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα εξαιτίας του γέλιου, και συνέχισα να κοιτάζω εξαιτίας των κοριτσιών. Πρώτα πρόσεξα τα μαλλιά τους, μακριά κι αχτένιστα. Μετά τα μπιχλιμπίδια τους που άρπαζαν τον ήλιο. Τρεις ήταν, και αρκετά μακριά ώστε να μην μπορώ να διακρίνω παρά το περίγραμμα των χαρακτηριστικών τους, αλλά δεν είχε σημασία – ήξερα ότι ήταν διαφορετικές απ’ οποιονδήποτε άλλο στο πάρκο. Τις οικογένειες που στριμώχνονταν σε μια ασαφή ουρά περιμένοντας για λουκάνικα και μπιφτέκια από την υπαίθρια ψησταριά. Τις γυναίκες με τα καρό πουκάμισα που έτρεχαν να σφηνώσουν στο πλευρό των φίλων τους, τα παιδιά που εκσφενδόνιζαν κάψες ευκαλύπτου στις αγριεμένες κότες-καταληψίες του πεζόδρομου. Αλλά αυτές οι τρεις κοπελιές με τα μακριά μαλλιά έμοιαζαν να γλιστράνε σαν αερικά πάνω απ’ όλα όσα συνέβαιναν γύρω τους, τραγικές και αποστασιοποιημένες. Σαν εξόριστες γαλαζοαίματες. Τις περιεργάστηκα απροκάλυπτα, χάσκοντας αναίσχυντα: φάνταζε απίθανο να κοιτάξουν προς το μέρος μου και να με προσέξουν. Το χάμπουργκέρ μου είχε ξεχαστεί στην ποδιά μου, το αεράκι έφερνε ψαρίλα απ’ το ποτάμι. Στην ηλικία που βρισκόμουν, περνούσα αυτόματα από σαρωτή αξιολόγησης όλες τις συνομήλικές μου, κρατώντας μόνιμο λογαριασμό των ανεπαρκειών μου, και είδα αμέσως ότι εκείνη με τα μαύρα μαλλιά ήταν η πιο όμορφη. Το περίμενα αυτό, ακόμα και πριν μπορέσω να δω καλά τα πρόσωπά τους. Μια αύρα εξωπραγματικού τρεμόπαιζε γύρω της, παντού γύρω από το βρόμικο φαρδουλό φόρεμα που μετά βίας σκέπαζε τα οπίσθιά της. Περιβαλλόταν από μια κοκαλιάρα κοκκινομάλλα και μια άλλη, μεγαλύτερη σε ηλικία, ντυμένη κι αυτή με την ίδια κουρελιάρικη αμεριμνησία. Λες και τις είχες μόλις ανασύρει από λίμνη. Τα φτηνά δαχτυλίδια τους δεύτεροι κόμποι στα δάχτυλά τους. Δοκίμαζαν τις αντοχές ενός επισφαλούς ορίου αυτές οι τρεις, ομορφιά κι ασχήμια ταυτόχρονα, κι απόνερα επίγνωσης τις ακολουθούσαν στο πάρκο. Μητέρες αναζητούσαν με το βλέμμα τα παιδιά τους, αίφνης αναστατωμένες από ένα ακαθόριστο συναίσθημα που αδυνατούσαν να ονομάσουν. Γυναίκες άπλωναν να πιάσουν το χέρι του φίλου τους. Ο ήλιος λόγχιζε ανάμεσα απ’ τα δέντρα, όπως πάντα –οι νυσταλέες ιτιές, τα καυτά ρεύματα του ανέμου που αναφυσούσαν πάνω απ’ τις κουβέρτες του πικ νικ–, η οικειότητα της μέρας όμως είχε κατακερματιστεί από το μονοπάτι που χάραζαν τα κορίτσια στον κανονικό κόσμο. Φλεγματικά και ασυνείδητα σαν καρχαρίες που σκίζουν το νερό.

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Αρχίζει με το Ford που ανηφορίζει αργά το στενό δρομάκι, τη γλυκιά μονοτονία απ’ το αγιόκλημα να βαραίνει τον αυγουστιάτικο αέρα. Τα κορίτσια στο πίσω κάθισμα κρατημένα απ’ το χέρι, τα παράθυρα του αυτοκινήτου κατεβασμένα για να σταλάζει μέσα η νύχτα. Το ραδιόφωνο παίζει ώσπου ο οδηγός, αίφνης τσιτωμένος, το κλείνει απότομα. Καβατζάρουν την πύλη, ακόμα στολισμένη με χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Συναντώντας, πρώτα, τη χαυνωμένη ησυχία του παράσπιτου του επιστάτη· ο επιστάτης παίρνει έναν βραδινό υπνάκο στον καναπέ, τα γυμνά πόδια του μαζεμένα δίπλα δίπλα σαν φραντζόλες. Το κορίτσι του στο μπάνιο, σκουπίζει τα θολά μισοφέγγαρα του μακιγιάζ από τα μάτια της. Μετά, στο κυρίως σπίτι, όπου ξαφνιάζουν τη γυναίκα που διαβάζει στο δωμάτιο των ξένων. Το ποτήρι με το νερό τρεμουλιάζει στο κομοδίνο, το υγρό βαμβάκι της κιλότας της. Ο πεντάχρονος γιος της, δίπλα της, αντιπαλεύει τον ύπνο μουρμουρίζοντας κωδικοποιημένες ασυναρτησίες. Τους μαζεύουν όλους στο καθιστικό. Η στιγμή που οι τρομαγμένοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη γλυκιά καθημερινότητα της ζωής τους –η γουλιά της πορτοκαλάδας του πρωινού, η κλίση της στροφής με το ποδήλατο– έχει ήδη περάσει. Τα πρόσωπά τους αλλάζουν σαν παραθυρόφυλλο που ανοίγει· το ξεκλείδωμα πίσω απ’ τα μάτια.

 

Πόσο συχνά είχα φανταστεί εκείνη τη νύχτα. Τον σκοτεινό ορεινό δρόμο, την ανήλιαγη θάλασσα. Μια γυναίκα τσεκουρωμένη στο νυχτερινό γρασίδι. Και, μολονότι με τα χρόνια οι λεπτομέρειες είχαν υποχωρήσει, υφαίνοντας τα δεύτερα και τρίτα πουκάμισά τους, όταν άκουσα την κλειδαριά ν’ ανοίγει σπρωχτά κοντά στα μεσάνυχτα, αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη. Ο ξένος στην πόρτα. Περίμενα από τον ήχο ν’ αποκαλύψει την πηγή του. Το παιδί ενός γείτονα που κλοτσούσε έναν σκουπιδοτενεκέ στο πεζοδρόμιο. Ένα ελάφι που χτυπιόταν στα φυλλώματα. Μόνο κάτι τέτοιο μπορούσε να είναι, είπα στον εαυτό μου, αυτό το απόμακρο κροτάλισμα στην άλλη μεριά του σπιτιού, και προσπάθησα να φανταστώ πόσο άκακος θα φαινόταν και πάλι ο χώρος στο φως της μέρας, πόσο ατάραχος και ακίνδυνος. Ο θόρυβος όμως συνεχιζόταν, περνώντας ανένδοτα στην αληθινή ζωή. Τώρα ακούγονταν γέλια στο άλλο δωμάτιο. Φωνές. Το σταθερό φσσσστ του συμπιεστή του ψυγείου. Το μυαλό μου ψάρευε απαντήσεις, αλλά το αγκίστρι σκάλωνε διαρκώς στη χειρότερη σκέψη. Έπειτα απ’ όλα, έτσι θα τελείωνα. Παγιδευμένη στο σπίτι κάποιου άλλου, ανάμεσα στα δεδομένα και τις συνήθειες της ζωής κάποιου άλλου. Τα γυμνά πόδια μου, χαρτογραφημένα από κιρσούς – πόσο αδύναμη θα φαινόμουν όταν έρχονταν για μένα, μια μεσήλικη να νυχιάζει απεγνωσμένη τις γωνιές. Έμεινα ξαπλωμένη, με την αναπνοή μου κοφτή κι επιφανειακή και το βλέμμα στυλωμένο στην κλειστή πόρτα. Περιμένοντας τους εισβολείς, με τις φρικαλεότητες που είχα φανταστεί να παίρνουν ανθρώπινη μορφή και να ενδημούν στο δωμάτιο – δε θα υπήρχαν ηρωισμοί, αυτό το καταλάβαινα. Μονάχα ο παραλυτικός τρόμος, ο σωματικός πόνος που θα έπρεπε να υποστώ μέχρι τέλους. Δε θα προσπαθούσα να τρέξω.

Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μόνο όταν άκουσα το κορίτσι. Η φωνή της ήταν ψιλή και άκακη. Αν και δε θα ’πρεπε να είναι καθησυχαστική – η Σούζαν και οι άλλες είχαν υπάρξει κορίτσια, κι αυτό δεν είχε βοηθήσει κανέναν.

 

Έμενα σε δανεικό σπίτι. Το σκοτεινό θαλασσινό κυπαρίσσι τόσο κολλητά στην οικοδομή που να φράζει σχεδόν το παράθυρο, η αψάδα της αρμύρας. Έτρωγα με τον άξεστο τρόπο της παιδικής μου ηλικίας – μπουκωμένη γερά με μακαρόνια, τίγκα στο τυρί. Ανθρακούχο αναψυκτικό, το γαργάλημα του τίποτα στο λαρύγγι μου. Πότιζα τα φυτά του Νταν μία φορά την εβδομάδα, κουβαλώντας την κάθε γλάστρα στην μπανιέρα, βάζοντάς την κάτω από τη βρύση ώσπου το χώμα να αφρίσει από υγρότητα. Περισσότερες από μία φορές, έκανα ντους με μια στρώση νεκρά φύλλα στην μπανιέρα. Την κληρονομιά που ήταν ό,τι είχε απομείνει από τις ταινίες της γιαγιάς μου –ώρες και ώρες από το κινηματογραφημένο, πολεμοχαρές χαμόγελό της, τις εύτακτες, κοκαλωμένες μπούκλες των μαλλιών της– την είχα ξοδέψει πριν από δέκα χρόνια. Φρόντιζα τα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας διαστήματα της ύπαρξης άλλων ανθρώπων εργαζόμενη ως εσωτερική βοηθός. Καλλιεργούσα μία εκλεπτυσμένη αορατότητα φορώντας άφυλα ρούχα, συγκαλύπτοντας το πρόσωπό μου με το ευχάριστο, διφορούμενο ύφος ενός διακοσμητικού κήπου. Το «ευχάριστο» είχε σημασία, αφού το μαγικό κόλπο της αορατότητας γινόταν εφικτό μόνο όταν έδινε την εντύπωση ότι αποτελούσε ζωτικό κομμάτι της ορθής τάξης πραγμάτων. Σαν να ήταν κάτι που το ήθελα κι εγώ. Είχα φροντίσει διάφορους. Ένα παιδί με ειδικές ανάγκες που φοβόταν τις πρίζες του ηλεκτρικού και τους φωτεινούς σηματοδότες. Μία ηλικιωμένη που παρακολουθούσε τοκ σόου στην τηλεόραση όσο εγώ φτυάριζα σ’ ένα πιατάκι τις δόσεις με τα χάπια, κάψουλες ωχρορόδινες σαν ντελικάτες καραμέλες. Όταν η τελευταία δουλειά μου έληξε και η επόμενη δεν εμφανίστηκε, ο Νταν μού πρόσφερε το εξοχικό του –η όλο έγνοια χειρονομία ενός παλιού φίλου– σαν να του έκανα χάρη. Ο φεγγίτης πλημμύριζε τα δωμάτια με τη γλιτσιασμένη θολούρα των ενυδρείων, τα ξύλα φούσκωναν και πρήζονταν από την υγρασία. Λες και το σπίτι ανέπνεε. Η παραλία δεν ήταν δημοφιλής. Παραήταν κρύα, δεν είχε στρείδια. Ο ένας και μοναδικός δρόμος που διέσχιζε την πόλη ήταν πλαισιωμένος από τροχόσπιτα που αναπτύσσονταν δεξιά κι αριστερά του σε εκτεταμένα οικόπεδα – χάρτινοι ανεμόμυλοι που τσάκιζαν στον αέρα, αυλές συνωστισμένες από ξεθωριασμένες σημαδούρες και σωσίβια, τα στολίδια των ταπεινών ανθρώπων. Καμιά φορά κάπνιζα λίγη από τη μαλλιαρή και δυσώδη μαριχουάνα που είχα πάρει από τον παλιό σπιτονοικοκύρη μου, κι έπειτα πήγαινα με τα πόδια στο εμπορικό της πόλης. Μια ασχολία την οποία ήμουν σε θέση να φέρω σε πέρας, καθορισμένη όσο και το πλύσιμο ενός πιάτου. Το πιάτο ή θα ήταν βρόμικο ή θα ήταν καθαρό, κι αυτά τα δίπολα μου ήταν ευπρόσδεκτα, τα δίπολα κι ο τρόπος που στήριζαν τη μέρα για να σταθεί όρθια. Σπάνια έβλεπα κάποιον έξω. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι λίγοι έφηβοι της πόλης αυτοκτονούσαν με φρικωδώς επαρχιώτικους τρόπους – άκουγα για ημιφορτηγά που σμπαραλιάζονταν στις δύο το πρωί, για παρεΐστικες διανυκτερεύσεις στο παρκαρισμένο στο γκαράζ του σπιτιού τροχόσπιτο που κατέληγαν σε δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα, για κάποιον νεκρό μεσοεπιθετικό. Δεν ήξερα αν αυτό ήταν ένα πρόβλημα που γεννούσε η ζωή στην επαρχία, η περίσσεια του χρόνου, η ανία και τα οχήματα αναψυχής, ή αν ήταν κάτι καλιφορνέζικο, κάτι στο κύτταρο του φωτός που σ’ έσπρωχνε στο ρίσκο και στις βλακώδεις, κινηματογραφικού τύπου ανδραγαθίες. Δεν είχα μπει καθόλου στη θάλασσα. Μία σερβιτόρα στο καφέ μού είχε πει ότι τα νερά εδώ ήταν εκκολαπτήριο των μεγάλων λευκών.

 

Σήκωσαν το βλέμμα και κοίταξαν μέσα από τη λαμπρή φωταγωγία της κουζίνας σαν ρακούν που τα τσακώνεις στα σκουπίδια. Το κορίτσι τσίριξε. Το αγόρι στάθηκε στο πλήρες, καλαμοκάνικο ύψος του. Μόνο αυτοί οι δυο ήταν. Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε στο στήθος μου, αλλά ήταν κι οι δυο τόσο νέοι – ντόπιοι, υπέθεσα, διαρρήκτες εξοχικών σπιτιών. Δε θα πέθαινα.

«Τι σκατά;» Το αγόρι άφησε στην άκρη το μπουκάλι της μπίρας που κρατούσε, το κορίτσι κόλλησε στο πλευρό του. Εκείνος ήταν γύρω στα είκοσι, με στρατιωτική βερμούδα. Ψηλές άσπρες κάλτσες, ροδαλή ακμή κάτω από ένα παραπέτασμα γενειάδας. Το κορίτσι όμως ήταν απλώς ένα πραματάκι. Δεκαπέντε, δεκάξι, με μια χροιά γαλάζιου στο άσπρο των ποδιών της. Προσπάθησα να επιστρατεύσω όση επιβλητικότητα μπορούσα, αδράχνοντας το στρίφωμα της μπλούζας μου και κατεβάζοντάς την ως τους μηρούς μου. Όταν είπα ότι θα καλούσα την αστυνομία, το αγόρι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Εμπρός». Τράβηξε ακόμα πιο κοντά του το κορίτσι. «Τηλεφώνησε στους μπάτσους. Ή μάλλον, άσε…» συνέχισε βγάζοντας το κινητό του «…θα τους τηλεφωνήσω εγώ».

Η γυάλινη ασπίδα του φόβου που κρατούσα τόση ώρα στο στήθος μου θρυμματίστηκε ξαφνικά.

«Τζούλιαν;» Ήθελα να βάλω τα γέλια – την τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν δεκατριών, κοκαλιάρης κι ασχημάτιστος. Ο μοναχογιός του Νταν και της Άλισον. Παραχαϊδεμένος, ταξιδεμένος σε διαγωνισμούς τσέλο απανταχού των Δυτικών ΗΠΑ. Ιδιαίτερα μαθήματα μανδαρίνικων κάθε Πέμπτη, πολύσπορο ψωμί και βιταμίνες σε ζελεδάκια, γονικά τείχη προστασίας ενάντια στην αποτυχία. Όλ’ αυτά είχαν ξεφουσκώσει, και ο μικρός κατέληξε στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Λονγκ Μπιτς ή στο Ιρβάιν. Αλλά είχαν προκύψει κάτι προβλήματα, θυμήθηκα. Αποβολή, ή ίσως κάτι ηπιότερο απ’ αυτό, μια υπόδειξη για φοίτηση σε μονοετές προπαρασκευαστικό κολέγιο. Ο Τζούλιαν ήταν ένα ντροπαλό και ευερέθιστο παιδί, που φοβόταν τα ραδιόφωνα αυτοκινήτου, τα ανοίκεια φαγητά. Τώρα είχε σκληρύνει – τατουάζ τρύπωναν κάτω απ’ το κοντομάνικό του. Δε με θυμόταν, και γιατί να με θυμάται άλλωστε; Ανέκαθεν βρισκόμουν εκτός της σφαίρας των ερωτικών ενδιαφερόντων του. «Μένω εδώ για λίγο – για μερικές εβδομάδες», είπα, έχοντας έντονη επίγνωση της γύμνιας των ποδιών μου και ντροπιασμένη από το μελόδραμα περί αστυνομίας. «Είμαι φίλη του μπαμπά σου». Έβλεπα την προσπάθεια που έκανε για να με εντοπίσει στη μνήμη του, να προσδώσει νόημα στην ύπαρξή μου. «Η Ίβι», είπα. Και πάλι τίποτα. «Που έμενα σ’ εκείνο το διαμέρισμα στο Μπέρκλεϊ; Δίπλα στο σπίτι του δασκάλου σου του τσέλο;» Ο Νταν και ο Τζούλιαν περνούσαν καμιά φορά μετά το μάθημα του μικρού. Τον θυμάμαι να πίνει λαίμαργα γάλα και να γδέρνει τα πόδια του τραπεζιού μου με ρομποτικές κλοτσιές.

«Ω, σκατά», είπε ο Τζούλιαν. «Ναι». Δεν μπορούσα να καταλάβω αν με είχε θυμηθεί πραγματικά ή αν απλώς είχα επικαλεστεί επαρκείς καθησυχαστικές λεπτομέρειες από τη ζωή του. Η μικρή στράφηκε στον Τζούλιαν. Ανέκφραστη όσο κι ένα κουτάλι. «Μην ανησυχείς, μωρό», της είπε εκείνος, φιλώντας της το μέτωπο, με πράγματι απρόσμενη τρυφερότητα. Ο Τζούλιαν μου χαμογέλασε και σκέφτηκα ότι μάλλον ήταν μεθυσμένος ή απλώς μαστουρωμένος. Τα χαρακτηριστικά του ήταν σαν γλιτσιασμένα, η επιδερμίδα του ανθυγιεινά υγρή, μολονότι η ελιτίστικη ανατροφή του αναδυόταν τόσο αβίαστα όσο και η μητρική του γλώσσα. «Από δω η Σάσα», μου είπε, σκουντώντας το κορίτσι.

«Γεια», τιτίβισε άβολα η μικρή. Είχα ξεχάσει εκείνο το χαζοβιόλικο κομμάτι των έφηβων κοριτσιών: η λαχτάρα γι’ αγάπη άστραφτε τόσο απροκάλυπτα στο πρόσωπό της που μ’ έφερνε σε δύσκολη θέση.

«Και, Σάσα», είπε ο Τζούλιαν, «να σου συστήσω την…» Πάσχισε να εστιάσει το βλέμμα του πάνω μου.

«Ίβι», του θύμισα.

«Ναι, σωστά», είπε. «Ίβι. Ναι, ρε φίλε». Ήπιε απ’ την μπίρα του, και το κεχριμπαρένιο μπουκάλι άρπαξε τo κραυγαλέο, λευκό φως. Ο Τζούλιαν κοίταζε πίσω μου. Έριχνε ματιές στα έπιπλα, στο περιεχόμενο των ραφιών, λες κι εγώ ήμουν η ιδιοκτήτρια του σπιτιού κι εκείνος ο ξένος. «Θεέ μου, πρέπει να νόμισες ότι κάναμε διάρρηξη ή κάτι τέτοιο».

«Νόμισα ότι ήσασταν ντόπιοι».

«Κάποτε είχε γίνει μια διάρρηξη εδώ», είπε ο Τζούλιαν. «Όταν ήμουνα μικρός. Δεν ήμασταν στο σπίτι. Έκλεψαν μόνο τις στολές των καταδύσεων και κάτι αμπαλόνε που είχαμε στην κατάψυξη». Ξαναήπιε μπίρα.

Η Σάσα κρατούσε το βλέμμα της στυλωμένο στον Τζούλιαν. Φορούσε σορτσάκι, εντελώς λάθος για τούτη την ψυχρή ακτή, κι ένα υπερμέγεθες φούτερ που πρέπει να ήταν δικό του. Με φαγωμένες, υγρές μανσέτες. Το μακιγιάζ της είχε τα χάλια του, αλλά, πάλι, υπέθεσα, ήταν περισσότερο σύμβολο παρά βάψιμο. Έβλεπα ότι την εκνεύριζε το βλέμμα μου, καρφωμένο πάνω της. Κατανοούσα την ανησυχία. Στην ηλικία της, δεν ήμουν σίγουρη για το πώς έπρεπε να κινούμαι, αν περπατούσα υπερβολικά γρήγορα, αν οι άλλοι μπορούσαν να διακρίνουν τη δυσφορία και τη νευρική ακαμψία μου. Λες και οι πάντες γύρω μου μετρούσαν διαρκώς τις επιδόσεις μου και τις έβρισκαν κατώτερες του αναμενόμενου. Συνειδητοποίησα ότι η Σάσα ήταν πολύ μικρή. Υπερβολικά μικρή για να βρίσκεται εδώ με τον Τζούλιαν. Το κορίτσι φάνηκε να καταλαβαίνει τι σκεφτόμουν, γιατί αίφνης με κοίταξε με εντυπωσιακή περιφρόνηση.

«Λυπάμαι που ο μπαμπάς σου δε σου είπε ότι θα ήμουν εδώ», είπα. «Μπορώ να κοιμηθώ στο άλλο δωμάτιο, αν θέλετε το μεγαλύτερο κρεβάτι. Ή, αν θέλετε να μείνετε μόνοι σας στο σπίτι, κάτι θα σκεφτώ να…»

«Μπα», είπε ο Τζούλιαν. «Με τη Σάσα κοιμόμαστε όπου λάχει – έτσι, μωρό; Κι εξάλλου, απλώς περνούσαμε. Βόρεια πηγαίνουμε. Ένα ντου για φούντα», πρόσθεσε. «Τη διαδρομή Λος Άντζελες-Χάμπολντ την κάνω τουλάχιστον μία φορά τον μήνα». Συνειδητοποίησα ότι ο Τζούλιαν περίμενε να εντυπωσιαστώ. «Όχι ότι πουλάω, ή κάτι τέτοιο», συνέχισε ο νεαρός, μαζεύοντάς τα. «Απλώς μεταφέρω. Δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από κάνα δυο αδιάβροχους σάκους κι έναν σαρωτή της αστυνομίας». Η Σάσα φαινόταν ν’ ανησυχεί. Κι αν τους κάρφωνα; «Από πού είπες ότι ξέρεις τον μπαμπά μου;» ρώτησε ο Τζούλιαν. Στραγγίζοντας την μπίρα του κι ανοίγοντας άλλη. Είχαν φέρει δυο τρεις εξάδες. Κι άλλες προμήθειες ενόψει: χαλικωτό ενεργειακό μιξ με ξηρούς καρπούς, σταφίδες και σοκολατένια κουφετάκια· ένα κλειστό πακέτο με ζαχαρωμένα ζελεδάκια-σκουλήκια, τα μπαγιάτικα τρίμματα μιας σακούλας φαστφουντάδικου.

«Στο Λος Άντζελες γνωριστήκαμε», είπα. «Συζούσαμε για ένα διάστημα». Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Νταν κι εγώ μοιραζόμασταν ένα διαμέρισμα στην Ακτή Βένις, τη Βένις με τα τριτοκοσμικά δρομάκια της, τους φοίνικες που χτυπούσαν τα τζάμια των παραθύρων στους ζεστούς νυχτερινούς ανέμους. Ζούσα από τα λεφτά των ταινιών της γιαγιάς μου κάνοντας την πρακτική μου για την πιστοποίηση της νοσηλευτικής. Ο Νταν προσπαθούσε να γίνει ηθοποιός. Δε θα του καθόταν ποτέ η υποκριτική. Αντί γι’ αυτό, θα παντρευόταν μια ευκατάστατη κληρονόμο και θα ξεκινούσε μια επιχείρηση κατεψυγμένων χορτοφαγικών γευμάτων. Τώρα ήταν ιδιοκτήτης ενός προσεισμικού σπιτιού στο Πασίφικ Χάιτς.

«Α, για στάσου, η φίλη του από το Βένις;» Ο Τζούλιαν φάνηκε ξαφνικά να ξυπνάει. «Πώς είπες πάλι ότι σε λένε;»

«Ίβι Μπόιντ», απάντησα, και η αλλαγή στο ύφος του με ξάφνιασε: αναγνώριση, εν μέρει, κυρίως όμως γνήσιο ενδιαφέρον.

«Για μισό», είπε. Τράβηξε το χέρι του απ’ τη μικρή κι η απουσία του μπράτσου του απ’ τους ώμους της την έκανε να μοιάζει ορφανεμένη. «Είσαι εκείνη η τύπισσα;»

Ίσως ο Νταν τού είχε πει πόσο άσχημα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα για μένα. Η ιδέα μ’ έκανε να νιώσω άβολα κι άγγιξα ασυναίσθητα το πρόσωπό μου. Μια παλιά, ντροπιαστική συνήθεια από την εφηβεία μου, ο τρόπος που συνήθιζα να κρύβω τα σπυράκια μου. Ανέβαζα δήθεν άνετα το χέρι στο πιγούνι μου, έπαιζα με τα χείλη μου. Λες κι αυτό δεν τραβούσε ακόμα περισσότερο την προσοχή, χειροτερεύοντας την κατάσταση.

Ο Τζούλιαν είχε ενθουσιαστεί. «Ήταν σ’ εκείνη τη σέκτα», είπε στη Σάσα. «Καλά δε λέω;» ρώτησε, γυρίζοντας σε μένα. Η τάπα μιας δεξαμενής τρόμου άνοιξε στο στομάχι μου. Ο Τζούλιαν συνέχισε να με κοιτάζει, όλο βιτριολική προσμονή. Με την ανάσα του πηδηχτή και κομματιασμένη.

Ήμουν δεκατεσσάρων εκείνο το καλοκαίρι. Η Σούζαν δεκαεννιά. Υπήρχε ένα θυμίαμα που έκαιγε καμιά φορά η ομάδα και μας έκανε νυσταλέες και ενδοτικές. Η Σούζαν να διαβάζει φωναχτά από ένα παλιό τεύχος του Playboy. Οι αισχρές και φωτοβόλες πολαρόιντ που κρύβαμε και ανταλλάσσαμε σαν κάρτες του μπέιζμπολ. Ήξερα πόσο εύκολα θα μπορούσε να συμβεί, το παρελθόν ανά χείρας, όπως το αθέλητο νοητικό ολίσθημα μιας οπτικής ψευδαίσθησης. Ο τόνος μιας μέρας συσχετισμένος με κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο: το σιφόν φουλάρι της μητέρας μου, την υγρασία μιας κομμένης κολοκύθας. Ορισμένα σχήματα που έφτιαχνε η σκιά. Ακόμα και η λάμψη του ήλιου στην οροφή ενός άσπρου αυτοκινήτου μπορούσε να σηκώσει μέσα μου ένα στιγμιαίο, θνησιγενές κύμα, επιτρέποντας μια φλούδα επιστροφής. Είχα δει παλιά περλέ κραγιόν της Yardley –τώρα τίποτα παραπάνω από κηρώδη θρύμματα– να πουλιούνται για σχεδόν εκατό δολάρια στο ίντερνετ. Έτσι ώστε οι γυναίκες που είχαν πια μεγαλώσει να μπορέσουν να οσμιστούν ξανά εκείνη τη χημική, λουλουδάτη πνιγηρότητα. Τόσο πολύ το ήθελαν οι άνθρωποι – να ξέρουν ότι η ζωή τους είχε συμβεί, ότι το άτομο που ήταν κάποτε εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα τους.

 

Υπήρχαν τόσο πολλά που με έφερναν πίσω. Η αψάδα της σόγιας, η μυρωδιά του καπνού στα μαλλιά κάποιου, οι καταπράσινοι λόφοι που ξάνθαιναν τον Ιούνιο. Μια σύνθεση από βελανιδιές και βράχια μπορούσε, αν την έπιανα με την άκρη του ματιού μου, ν’ ανοίξει μ’ ένα κρακ μια ρωγμή στο στήθος μου, να φέρει ξαφνικά στις παλάμες μου την υγρασία της αδρεναλίνης. Περίμενα αηδία από τον Τζούλιαν, ίσως ακόμα και φόβο. Αυτή θα ήταν η λογική αντίδραση. Μπερδεύτηκα όμως από τον τρόπο που με κοίταζε. Με κάτι σαν δέος. Ο πατέρας του πρέπει να του είχε πει. Το καλοκαίρι του μισογκρεμισμένου σπιτιού, των καμένων από τον ήλιο νηπίων. Όταν πρωτοπροσπάθησα να το πω στον Νταν, τη νύχτα μιας προγραμματισμένης διακοπής του ηλεκτρικού στο Βένις, η οποία οδήγησε σε μια αποκαλυπτική στενή επαφή υπό το φως των κεριών, είχε σκάσει στα γέλια. Παρανοώντας τον ψίθυρο στη φωνή μου ως προτροπή για αστεϊσμούς. Ακόμα κι αφού κατάφερα να τον πείσω ότι έλεγα την αλήθεια, ο Νταν συνέχισε να μιλάει για το ράντζο μ’ εκείνη την ίδια παρωδιακή διάθεση των μπουφόνων. Σαν ταινία τρόμου με κάκιστα ειδικά εφέ, το μικρόφωνο να πέφτει στο πλάνο αμαυρώνοντας τον σφαγιασμό και μετατρέποντάς τον σε κωμωδία. Και ήταν ανακούφιση το να υπερβάλλω ως προς την απόσταση που είχα κρατήσει από το όλο πράγμα, στριμώχνοντας βολικά την ανάμειξή μου μέσα στο εξυπηρετικό πακέτο της ανεκδοτολογίας. Βοήθησε το ότι το όνομά μου δεν αναφερόταν στα περισσότερα από τα βιβλία. Ούτε καν στα βίπερ, αυτά με τους γκραν γκινιόλ τίτλους που έσταζαν ματωμένοι στο εξώφυλλο, τις ιλουστρασιόν φωτογραφίες από τη σκηνή του εγκλήματος στο εσωτερικό. Ούτε, επίσης, στον λιγότερο δημοφιλή αλλά περισσότερο ακριβή ως προς τα στοιχεία τόμο που είχε συγγράψει ο επικεφαλής της εισαγγελίας, ένα κείμενο έμπλεο αηδιαστικών, λεπτομερέστατων καταγραφών, όπως τα αχώνευτα μακαρόνια που είχε βρει ο ιατροδικαστής στο στομάχι του παιδιού. Οι δύο αράδες στις οποίες γινόταν αναφορά στο άτομό μου ήταν θαμμένες σ’ ένα εξαντλημένο βιβλίο ενός πρώην ποιητή, ακόμα κι αυτός όμως είχε πιάσει λάθος το όνομά μου και δε με είχε συσχετίσει με τη διάσημη γιαγιά μου. Ο ίδιος ποιητής ισχυριζόταν επίσης ότι η CIA έφτιαχνε πορνό με πρωταγωνίστρια μία Μέριλιν Μονρόε υπό την επήρεια ναρκωτικών, ταινίες που πουλούσε σε διάφορους εγχώριους πολιτικούς και σε ξένους ηγέτες.

«Ήταν πριν από πάρα πολύ καιρό», είπα στη Σάσα, το πρόσωπό της όμως ήταν ανέκφραστο.

«Και πάλι όμως», είπε ο Τζούλιαν αναθαρρώντας. «Ανέκαθεν το θεωρούσα πρώτο. Αρρωστημένο αλλά πρώτο», είπε. «Διεστραμμένη έκφραση αλλά έκφραση. Ξέρεις. Αυτό που λέμε καλλιτεχνική παρόρμηση. Πρέπει να καταστρέψεις για να δημιουργήσεις, κι όλες αυτές οι ινδουιστικές παπαριές». Καταλάβαινα ότι ερμήνευε τη σαστιμάρα και το σοκ μου ως επικρότηση. «Θεέ μου, δεν μπορώ καν να το φανταστώ», είπε ο Τζούλιαν. «Να είσαι μέσα σε κάτι τέτοιο». Περίμενε ν’ ανταποκριθώ. Είχα ζαλιστεί, παρασυρμένη στην ενέδρα της φωταγωγίας της κουζίνας: δεν έβλεπαν ότι το δωμάτιο παραήταν φωτεινό; Αναρωτήθηκα αν τελικά το κορίτσι ήταν όντως όμορφο. Τα δόντια της είχαν μια κιτρινωπή χροιά. Ο Τζούλιαν τη σκούντησε με τον αγκώνα. «Η Σάσα δεν ξέρει καν για τι πράγμα μιλάμε».

 Σχεδόν οι πάντες γνώριζαν τουλάχιστον μία από τις φρικιαστικές λεπτομέρειες. Μερικές φορές, οι φοιτητές ντύνονταν Ράσελ για το Χάλογουιν, πασαλείβοντας τα χέρια τους με κέτσαπ που σούφρωναν από την τραπεζαρία. Ένα συγκρότημα μαύρων μεταλλάδων είχε χρησιμοποιήσει την καρδιά στο εξώφυλλο ενός άλμπουμ, την ίδια πριονωτή καρδιά που είχε αφήσει η Σούζαν στον τοίχο του Μιτς. Ζωγραφισμένη με το αίμα της γυναίκας. Η Σάσα όμως φαινόταν τόσο μικρή – γιατί να το έχει ακούσει ποτέ της; Και γιατί να τη νοιάζει; Ήταν χαμένη στα βάθη εκείνης της τόσο βέβαιης αίσθησης ότι δεν υπήρχε τίποτα πέρα από τη δική της εμπειρία. Λες και το σύμπαν διέθετε μία και μοναδική κατεύθυνση προς την οποία μπορούσαν να πάνε τα πράγματα, με τα χρόνια να σε οδηγούν κατά μήκος ενός διαδρόμου με κατάληξη το δωμάτιο όπου περίμενε ο αναπόφευκτος εαυτός σου – εμβρυϊκός, έτοιμος να αποκαλυφθεί. Τι λυπηρό να συνειδητοποιείς ότι μερικές φορές δεν έφτανες ποτέ εκεί. Ότι μερικές φορές ζούσες ολόκληρη τη ζωή σου παραδέρνοντας στην επιφάνεια καθώς τα χρόνια περνούσαν, ανευλόγητα.

Ο Τζούλιαν χάιδεψε τα μαλλιά της μικρής. «Ήταν και γαμώ τις φάσεις, και γαμώ τις σπουδαίες φάσεις. Χίπηδες που σκότωσαν εκείνους τους ανθρώπους, έξω, στο Μάριν».

Η έξαψη στο πρόσωπό του μου ήταν οικεία. Ο ίδιος ένθερμος ζήλος μ’ εκείνον των ανθρώπων στα διαδικτυακά φόρουμ, ενός πάθους που φαινόταν να μη σβήνει, ούτε καν να υποχωρεί με το πέρασμα του χρόνου. Άγνωστοι διαπληκτίζονταν μεταξύ τους διεκδικώντας την πατρότητα, υιοθετώντας τον ίδιο εμβριθή τόνο, ένα λούστρο ευρυμάθειας που καμουφλάριζε το πραγματικό, αποκρουστικά χυδαίο κίνητρο του όλου εγχειρήματος. Τι έψαχναν να βρουν μέσα στα τόσα ασήμαντα στοιχεία; Λες κι είχε καμιά σημασία τι καιρό έκανε εκείνη την ημέρα. Όλα τα ψίχουλα φαίνονταν σημαντικά όταν τα σκεφτόσουν αρκετά: ο σταθμός στον οποίο ήταν συντονισμένο το ραδιόφωνο στην κουζίνα του Μιτς, πόσες και πόσο βαθιές ήταν οι μαχαιριές. Πώς οι σκιές θα μπορούσαν να είχαν τρεμοπαίξει πάνω σ’ εκείνο το συγκεκριμένο αυτοκίνητο που ανηφόριζε εκείνο τον συγκεκριμένο δρόμο.

«Απλώς έκανα παρέα μαζί τους για μερικούς μήνες», είπα. «Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο». Ο Τζούλιαν φάνηκε να απογοητεύεται. Φαντάστηκα τη γυναίκα που έβλεπε όταν με κοίταζε: τα απεριποίητα μαλλιά της, τις παρενθέσεις της ανησυχίας γύρω απ’ τα μάτια της. «Αλλά ναι», είπα. «Έμεινα κάμποσο καιρό εκεί».

Αυτή η δήλωση με επανέφερε θριαμβευτικά στη σφαίρα του ενδιαφέροντός του.

Κι έτσι, άφησα τις στιγμές να περάσουν. Δεν του είπα ότι ευχόμουν να μην είχα γνωρίσει ποτέ τη Σούζαν. Ότι ευχόμουν να είχα μείνει ασφαλής στην κρεβατοκάμαρά μου, στους στεγνούς λόφους κοντά στην Πεταλούμα, με τα ράφια που ασφυκτιούσαν από τις χρυσοποίκιλτες ράχες των αγαπημένων αναγνωσμάτων της παιδικής μου ηλικίας. Και όντως το ευχόμουν. Κάποιες νύχτες όμως, αδυνατώντας να κοιμηθώ, καθάριζα αργά ένα μήλο πάνω από τον νεροχύτη, αφήνοντας την κατσαρή λωρίδα να μακραίνει κάτω από τη λάμψη του μαχαιριού. Το σπίτι σκοτεινό γύρω μου. Μερικές φορές δεν είχε την αίσθηση της μεταμέλειας.

Είχε την αίσθηση της νοσταλγίας.

[ Φωτογραφία: η Emma Cline στον New Yorker ].