Τα κοτσιδάκια

L
Ξένια Κουναλάκη

Τα κοτσιδάκια

Στα μουσεία μού αρέσει η ρουτίνα. Να βλέπω τα ίδια και τα ίδια, να ξέρω πού είναι τα έργα που προτιμώ, να ανακαλύπτω καινούρια πράγματα μέσα τους. Βαριέμαι τις εκπλήξεις.

Έτσι, στο Uffizi τρέχω κατευθείαν στον Μποτιτσέλι και στην αχνή, εξαϋλωμένη Αφροδίτη του — κυρίως όμως παρακάμπτω τα πλήθη στην Tribuna, κατεβαίνω από τον στενό διάδρομο, εκεί όπου κάνουν τα έργα για την ανακαίνιση, και ψάχνω με το βλέμμα τη γωνιά του Καραβάτζιο. Μου αρέσει η Μέδουσα με το παρανοϊκό βλέμμα πάνω στην ασπίδα, ο σκανταλιάρης Βάκχος, αλλά πάνω από όλα ο νατουραλισμός στη Θυσία του Αβραάμ.

Στο Metropolitan περνάω απαραίτητα από τον αιγυπτιακό ναό, όπου εκατοντάδες τουρίστες φωτογραφίζονται· δεν ξέρω αν μου αρέσει περισσότερο ο εντυπωσιακός ομολογουμένως ναός ή όλο αυτό το πάρτι που γίνεται καθημερινά στην αχανή αίθουσα.

Στο Λούβρο διασχίζω γρήγορα τις αίθουσες-μαγνήτες με τη Μόνα Λίζα και τα λοιπά, και κατευθύνομαι σε μια μακρινή, να δω εκείνο το έργο του Ζορζ ντε λα Τουρ με τον χαρτοκλέφτη που βγάζει έναν άσο πίσω από την πλάτη. Μου αρέσει το ύφος του μπαγαμπόντη, που με κοιτάζει συνωμοτικά στα μάτια, αλλά και των συμπαικτών του, που μάλλον έχουν αντιληφτεί τι παίζει, ίσως κιόλας επειδή η υπηρέτρια κάτι έχει σφυρίξει στην κυρά της με το μαργαριταρένιο κολιέ.

Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας μού αρέσει το βοσκόπουλο με το κουταβάκι ή προσφυγάκι, και στο Μουσείο της Ακρόπολης τα ίχνη από τη χρωματιστή μπογιά πάνω στα αγάλματα.

Στο Neues του Βερολίνου, εκτός από τις ρυτίδες κάτω από τα μάτια της γήινης Νεφερτίτης, θέλω να ανεβαίνω τις σκάλες και να κοιτάω το υπέροχο, ανακαινισμένο κτίριο από ψηλά. Μου λείπει η Neue Nationalgalerie, το αγαπημένο μου κτίριο στο Βερολίνο, του Μις βαν ντερ Ρόε, που είναι κλειστό για ανακαίνιση, γιατί πάντα χαιρόμουν πολύ τα έργα που φιλοξενούνταν στο ισόγειο, αλλά και γιατί μόλις κατέβαινα τη σκάλα καθόμουν συχνά σε εκείνες τις υπέροχες δερμάτινες πολυθρόνες.

Όπως και στην Tate Modern, εκτός από τη συγκίνηση που μου προκαλεί η επιβλητική είσοδος, την ώρα που κατρακυλάω την τσιμεντένια κατηφόρα, μου αρέσει να βγαίνω με τους καπνιστές στα μπαλκόνια των επάνω ορόφων και να χαζεύω τον γκρίζο Τάμεση.

Πριν λίγο καιρό βρέθηκα στο Städel της Φρανκφούρτης και το μουσείο έκλεινε σε μισή ώρα, ήταν αργά το απόγευμα και οι ουρανοξύστες των μεγάλων τραπεζών καθρεφτίζονταν στον Μάιν, ένα από τα σπάνια, καθόλου γερμανικά απογεύματα, με ζέστη μέσα στον χειμώνα. Έτρεχα στους διαδρόμους γιατί ήθελα να προλάβω να δω έναν Μποτιτσέλι, τον είχα δει πριν πέντε χρόνια, σε ένα άλλο ταξίδι, αλλά δεν ήξερα πού ακριβώς βρισκόταν και δεν μπορούσα να ρωτήσω γιατί τα μεγάφωνα ήδη προειδοποιούσαν τους επισκέπτες ότι έπρεπε να αποχωρήσουν, και έτσι έτρεχα μέσα στους άδειους διαδρόμους, στην αντίθετη κατεύθυνση από την έξοδο, και οι φρουροί μού έκαναν νόημα πώς πήγαινα λάθος, και εγώ κουνούσα και το κεφάλι και συνέχιζα σχεδόν τροχάδην μέσα στο μουσείο, και ένας από αυτούς, φανερά εκνευρισμένος, με πήρε από πίσω και μου έλεγε πως ήταν αργά, μου μιλούσε γερμανικά και έκανα ότι δεν καταλάβαινα, και μετά προσπάθησε με κάτι ακατάληπτα, σπασμένα αγγλικά να μου δώσει να καταλάβω, αλλά εγώ συνέχισα να τρέχω και εκείνος να με κυνηγά από πίσω, και τελικά τον βρήκα, τον Μποτιτσέλι, περίεργο, αλλά δεν τον είχαν βάλει σε κάποια εμφανή θέση.

Είναι το πορτρέτο μιας νέας κοπέλας, προφίλ, με ένα φτερό στο κεφάλι, μενταγιόν και με τα μαλλιά πλεγμένα κοτσιδάκια. Έχει ένα ονειροπόλο βλέμμα και λίγο κόκκινα μάτια, σαν να έχει μόλις κλάψει.

Τη χάζεψα λίγο, ίσα-ίσα δυο λεπτά, και μετά είπα καληνύχτα στον φύλακα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο, αργά.

[ Εικονογράφηση: Sandro Botticelli, Portrait of a Lady, περ. 1480 ].