Τα λευκά κουνέλια

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Τα λευκά κουνέλια

Τα του οίκου σου είναι σε τάξη; Είναι τακτοποιημένα;

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας διαδραματίζεται στην πλευρά της Νότιας Ζώνης. Μετά την αποτυχία της δωδέκατης αποστολής, οι επιζώντες κρατούνται από την Υπηρεσία. Ένας νέος διευθυντής έρχεται, ο Έλεγχος, επιφορτισμένος να μάθει την αλήθεια, ανακρίνοντας τη βιολόγο, και να αναμορφώσει την υπηρεσία. Τόσο η βιολόγος όσο και η υποδιευθύντρια Γκρέις θα τον πολεμήσουν ανελέητα, κάθε μια για τους δικούς της λόγους.

Η «Επιβολή» δεν είναι ένα τυπικό μεσαίο μυθιστόρημα. Ίσως γιατί το ύφος του είναι τόσο διαφορετικό από τον «Αφανισμό». Καλό βέβαια είναι για όποιον θελήσει να το διαβάσει να αρχίσει από το πρώτο μέρος. Αν πάλι, όπως εγώ, περιμένεις να δοθούν απαντήσεις στα μυστήρια του πρώτου βιβλίου, θα απογοητευτείς. Ο VanderMeer αποφεύγει επιμελώς τις εξηγήσεις. Θα δώσει λίγες, και αυτές με το σταγονόμετρο. Μικρά κομμάτια του παζλ συμπληρώνονται, αλλά τα περισσότερα μένουν ανοιχτά και έρχονται καινούργια να προστεθούν στα ήδη υπάρχοντα.

Δύο είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές του βιβλίου: ο Έλεγχος και η Νότια Ζώνη — η Υπηρεσία.

Ο Έλεγχος είναι ένα goldenboy σε παρακμή: Επιτυχημένος πράκτορας που προσπαθεί να βγει από τη στασιμότητα όπου τον έριξε μια αποτυχία. Γόνος μιας μητέρας ανώτερου στελέχους στα Κεντρικά της Υπηρεσίας και ενός Λατίνου καλλιτέχνη, που κάποτε ήταν της μόδας. Αυτή η διπλή καταγωγή τον χαρακτηρίζει. Αυστηρά υπηρεσιακός αλλά και ευάλωτος. Συμπονετικός και ταυτόχρονα αδίστακτος. Ένα κυβερνητικό εργαλείο που αισθάνεται περισσότερο απ’ ό, τι θα έπρεπε. Έρχεται με τη φήμη του ρυθμιστή. Ο ίδιος, φτάνοντας στο καινούργιο του πόστο, φαίνεται σαν να μην ξέρει από πού να ξεκινήσει. Ίσως γιατί μέσα του δεν θέλει να ξεκινήσει καθόλου. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα χαρακτήρα αξιομνημόνευτο που κουβαλά τα βαρίδιά του αγόγγυστα. Παρακολουθώντας τον να ξεδιπλώνεται σελίδα τη σελίδα, είναι από τους ελάχιστους χαρακτήρες που διάβασα τα τελευταία χρόνια και ταυτίστηκα μαζί του.

Εκεί που βρίσκονται οι στραγγαλιστικοί καρποί οι προερχόμενοι από το χέρι του αμαρτωλού θα γεννήσω των νεκρών τα σπέρματα…

Η Νότια Ζώνη στεγάζεται σε ένα τεράστιο, φασιστικής αρχιτεκτονικής, κτίριο που αργοπεθαίνει. Χτισμένο κοντά στον αστικό ιστό αλλά καταραμένο να μη γίνει ποτέ μέρος του. Μέσα του επικρατεί η σήψη: «Το δάπεδο κάτω από τα παπούτσια του ήταν λερό, σχεδόν κολλώδες. Τα φώτα φθορισμού από πάνω τρεμόπαιζαν πού και πού, ενώ το τραπέζι και οι καρέκλες έμοιαζαν παρμένα από σχολική καφετέρια. Είχε στη μύτη του τη μυρωδιά από ένα φτηνό καθαριστικό, μεταλλική και γλυκερή σαν χαλασμένου μελιού». Το κτίριο μοιάζει να καταπίνει το φως. Όλα είναι θαμπά μέσα του. Οι σκιές βασιλεύουν στα ανορθόδοξα κλιμακοστάσια, στις αχανείς αποθήκες, στα μισοέρημα εργαστήρια, στα κρυφά δωμάτια. Περπατάς στα νύχια ανοίγοντας πόρτες που κρύβουν τη φρίκη.

Η ίδια η Νότια Ζώνη είναι μια υπηρεσία καφκική, απρόσωπη, διχασμένη σε έναν εσωτερικό πόλεμο φατριών. Κυβερνά τις ζωές όλων με μια άκαμπτη γραφειοκρατία που θυμίζει το «Brazil». Το τμήμα που αναλαμβάνει ο Έλεγχος έχει παρακμάσει. Ξεκίνησε ελπιδοφόρα, με έναν τεράστιο προϋπολογισμό και ένα πολυπληθές επιστημονικό προσωπικό — τριάντα χρόνια όμως άκαρπων πειραμάτων και αποτυχημένων αποστολών είναι πολλά. Η χρηματοδότηση μειώνεται συνεχώς, ο εξοπλισμός είναι πια απαρχαιωμένος και το προσωπικό, όσο έχει απομείνει, στα όρια του γκροτέσκου. Είναι τόσο δύσκολο να συμβιώνεις με κάτι που ξεπερνά τα όρια αποδοχής σου. Με μια πραγματικότητα μυστηριώδη, που κάθε θεωρία εξήγησής της αποδεικνύεται ανεπαρκής. Μια βαθιά παράνοια ελλοχεύει πίσω από κάθε λόγο, από κάθε πράξη, οδηγώντας σε στην εκμηδένιση.

Το βιβλίο έχει χιούμορ. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που θα γελάσεις δυνατά — αλλά στην επόμενη κιόλας σελίδα θα φωνάξεις, «Τι διάολο!;» Ενώ στον «Αφανισμό» ο τρόμος πηγάζει από το άγριο τοπίο και το ανεπαίσθητο άγνωστο που αντιλαμβάνεσαι φευγαλέα με την άκρη του ματιού σου, εδώ η φρίκη έρχεται σιγά-σιγά, σέρνεται μέσα στο γνώριμο αστικό τοπίο, σε ένα κλειστό γραφείο, στο σαλόνι, σε μια εγκαταλελειμμένη κρεβατοκάμαρα. Η «Επιβολή» κυλά μέσα σε μια αργή ένταση, χτίζοντας ένα αίσθημα κλειστοφοβίας, που εντείνεται από την εμμονή του συγγραφέα να εστιάζει στις λεπτομέρειες.

Ο VanderMeer αναδεικνύεται σε μετρ της ατμόσφαιρας. Το γράψιμό του είναι ζωντανό και έξυπνο. Η χειραγώγηση των αισθημάτων του αναγνώστη, εκπληκτική. Μια δυσφορία που γίνεται όλο και πιο έντονη σε καταλαμβάνει όσο προχωράς την ανάγνωση. Η ένταση ερμητικά κλεισμένη θα βρει διέξοδο στις τελευταίες σελίδες. Σε μια έκρηξη σχεδόν συντριπτική. Το γράψιμο γίνεται φρενήρες, οδηγώντας τον αναγνώστη σε ένα συναρπαστικό ταξίδι προς το τέλος. Ένα τέλος ολέθριο αλλά και σωτήριο μαζί.

Όταν τελείωσα το βιβλίο, άρχισα να ξαναδιαβάζω την τελευταία ενότητα. Κατέληξα στο να το διαβάσω όλο απ’ την αρχή. Περιμένω να βγει το τελευταίο μέρος. Τις νύχτες μου ταράζουν δύο χιλιάδες λευκά κουνέλια σπρωγμένα προς μια αόρατη πόρτα. Ένα φυτό που δεν ήθελε να πεθάνει. Αδιανόητα αποσπάσματα βίντεο. Πιο πολλές θεωρίες απ’ όσα ήταν τα ψάρια στη θάλασσα.

 

Η μετάφραση είναι του Μιχάλη Μακρόπουλου. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.