Τα μικρά και τα μεγάλα
«Προσέξτε τώρα τι θα σας πω».1
Ο Μπόχουμιλ Χράμπαλ έγραψε το μυθιστόρημα με τίτλο «Υπηρέτησα τον Άγγλο Βασιλιά» το 1971, επίσημα όμως εκδόθηκε στην τσέχικη γλώσσα το 1983. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα, έχοντας απαλλαγεί πια από τη Χούντα των συνταγματαρχών, ανέβαινε τα σκαλοπάτια που νόμιζε πως την οδηγούσαν στην πρόοδο και την ευημερία. Τώρα, που βρεθήκαμε κολλημένοι στα κάγκελα, είναι ίσως ακριβώς η φάση που μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα το μείγμα του χιούμορ και της ειρωνείας του συγγραφέα στο συγκεκριμένο βιβλίο και να δούμε τι κρύβει πίσω από τις γραμμές του, τι θέλει να μας πει με τη λυρική αφέλειά του ο κεντρικός του ήρωας και αφηγητής, Γιόχαν Ντίτιε.
Για μια ακόμα φορά, ο Χράμπαλ πλάθει έναν pábitel, όπως ο ίδιος έχει βαφτίσει τους ήρωές του. Κάπως ιδιόρυθμους αθρώπους, λαϊκούς και μάλλον περιθωριακούς, χαρακτήρες που ακουμπούν στο σουρεαλιστικό, ανθρώπους που δεν διάβασαν πολύ μα τα ξέρουν όλα, ανθρώπους φλύαρους, στα λόγια ή στη σκέψη.
Ο κοντούλης Γιόχαν Ντίτιε (Dítě σημαίνει παιδί) ζει στα χρόνια που σημάδεψε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το μοίρασμα του κόσμου που ακολούθησε. Ο ήρωας του Χράμπαλ, δεν προσπαθεί απλώς να επιβιώσει και να εγκλιματιστεί στις απαιτητικές και πολλές φορές τραγελαφικές καταστάσεις τις οποίες γνωρίζει, αλλά πλάθει τα δικά του υπερβολικά όνειρα και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τα πραγματοποιήσει.
Είναι ένα νόθο παιδί που μεγάλωσε με τις φροντίδες της φτωχής αλλά πολυμήχανης γιαγιάς του, και που εργάζεται σε διάφορα ξενοδοχεία σαν σερβιτόρος. Ακολουθώντας την προσταγή του πρώτου αφεντικού του, βλέπει και ακούει τα πάντα, χωρίς να μιλά. Φροντίζει να μαθαίνει από τους εκκεντρικούς πελάτες, με μοναδικό στόχο να καταφέρει ν’ ανοίξει το δικό του ξενοδοχείο, ν’ αποκτήσει χρήματα και, έτσι, να κερδίσει τον σεβασμό των άλλων.
Την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τον στόχο του θα του τη δώσει ο μεγάλος του έρωτας, η Σουδήτισσα Λίζα και μέλος του ναζιστικού κόμματος, όταν τη βρίσκει νεκρή κάτω από τα συντρίμια ενός βομβαρδισμένου κτιρίου, αγκαλιά με μια βαλίτσα με γραμματόσημα ανεκτίμητης αξίας, κλεμμένα από κάποιο θύμα του Ολοκαυτώματος.
Η ιστορία του Γιόχαν θα ολοκληρώσει τον κύκλο της στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, στα χρόνια του κομουνιστικού καθεστώτος, με τον ίδιο χωμένο καταρχάς στις φυλακές μαζί με την υπόλοιπη οικονομική ελίτ της Τσεχίας και στη συνέχεια, άγνωστο και μόνο, να συντηρεί τους ορεινούς δρόμους της χώρας. Εκεί πια, αναζητώντας την εξιλέωση, θα αναψηλαφίσει το παρελθόν του και μέσα από την αυτογνωσία θα αντιληφθεί πως το βασικότερο πράγμα, η χαρά της ζωής, είναι κάτι πολύ περισσότερο από την απόλαυση. «Πως η ουσία της ζωής είναι να ρωτάς για τον θάνατο [...] πως στην ουσία ο θάνατος […] είναι ένας διάλογος κάτω από το πρίσμα του άπειρου και της αιωνιότητας, πως το να προσπαθείς να βρεις μια λύση για τον θάνατο είναι η αρχή μιας ωραίας σκέψης για το ωραίο […] αυτό είναι που γεμίζει τον άνθρωπο με πίκρα, δηλαδή με ομορφιά».
Ο Γιόχαν είναι αναμφισβήτητα ένας ακόμα pábitel, που, κατά τον ορισμό που δίνει ο Χράμπαλ στη λέξη, δηλώνει ανθρώπους που γνωρίζουν να βρίσκουν την ομορφιά του κόσμου ακόμα και κάτω απο ιδιόμορφες συνθήκες. Άνθρωποι που δεν διστάζουν να πουν —όπως λέει ο συγγραφέας—, «Ο κόσμος είναι πανέμορφος, δεν νομίζεις; Όχι γιατί είναι, μα γιατί έτσι τον βλέπω εγώ».
Η επιλογή του τίτλου σ’ ένα βιβλίο δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Οι συνήθως ιδιόμορφοι και μερικές φορές φλύαροι τίτλοι που επέλεγε ο Χράμπαλ («Μαθήματα χορού για προχωρημένους σε ηλικία», «Υπηρέτησα τον Άγγλο Βασιλιά», «Διαφήμιση για ένα σπίτι στο οποίο δε θέλω να ζω πια» κ.ά.) αποτελούν μια ακόμα έκφραση του χιούμορ με το οποίο έχει ποτίσει τα βιβλία του και που με αυτό καυτηριάζει καθετί ψεύτικο και υποκριτικό. Ο Γιόχαν ΔΕΝ υπηρέτησε τον Άγγλο Βασιλιά, αλλά τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας. Αν τον είχε υπηρετήσει, ίσως να γνώριζε από την αρχή την αλήθεια της ζωής, όπως τη γνώριζε ο άνθρωπος που θαύμαζε, ο μετρ Σκρζιβάνεκ. Όμως το παράσημο που του έδωσε ο αυτοκράτορας της Αιθιοπίας «…μου έδωσε τη δύναμη να γράψω αυτήν την ιστορία όπου το απίστευτο έγινε πραγματικότητα».
Ο Μπόχουμιλ Χράμπαλ, ένας από του πλέον αναγνωρισμένους Τσέχους συγγραφείς διεθνώς, γεννήθηκε το 1914 στο Μπρνο της Μοραβίας. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν εργάστηκε ποτέ ως δικηγόρος. Αντίθετα, πέρασε από μια σειρά βιοποριστικά επαγγέλματα, μεταξύ άλλων ως εργάτης χαλυβουργίας, υπάλληλος συμβολαιογραφείου, σιδηροδρομικός, τηλεγραφητής. Πολλές από τις εμπειρίες του από αυτή τη φάση της ζωής του εμφανίζονται στα έργα του. Στα γράμματα αφοσιώθηκε το 1963. Για αρκετά χρόνια τα έργα του ήταν απαγορευμένα στην Τσεχία. Πέθανε το 1997 στο νοσοκομείο της Μπουλόφκα στο όγδοο διαμέρισμα της Πράγας, όταν στην προσπάθειά του να ταΐσει τα περιστέρια έπεσε από το παράθυρο. Η υπόνοια για αυτοκτονία δεν έχει επιβεβαιωθεί ποτέ. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, γνωρίζουμε τον εξαιρετικό συγγραφέα αρκετά καθυστερημένα και με το σταγονόμετρο.
Εξαιρετική η μετάφραση της Σόνιας Στάμου-Ντορνιάκοβα, στο κείμενο ενός κατά γενική ομολογία «δύσκολου» συγγραφέα προς μετάφραση, λόγω της ιδιόμορφης γλώσσας που χρησιμοποιεί και των μεγάλων προτάσεων και παραγράφων, όπου με ίδιο δροσερό και ανάλαφρο ύφος υποστηρίζει εξίσου τα μεγάλα και τα μικρά γεγονότα.
Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Ξαφνικά, από την επόμενη μέρα, έβλεπα τον κόσμο με άλλο μάτι, ήταν τα λεφτά που μου άνοιξαν την πόρτα, όχι μόνο για το σπίτι «Παράδεισος», αλλά και για τον σεβασμό προς το πρόσωπό μου, γιατί αργότερα θυμήθηκα πως η κυρία «Παραδείσου» στο θυρωρείο, όταν αντιλήφθηκε πως πέταξα δυο κατοστάρικα σε κέρματα στον αέρα, ήθελε να μου φιλήσει τα χέρια, ενώ εγώ νόμιζα πως θέλει να δει τι ώρα είναι ακριβώς, στο ρολόι που δεν φορούσα ακόμα, όμως το χειροφίλημα δεν ήταν για μένα που ήμουν βοηθός στο ξενοδοχείο «Χρυσή Πράγα», αλλά για τα δυο κατοστάρικα και γενικά όλα τα χρήματα που είχα πάνω μου, εγώ που έχω άλλο ένα χιλιάρικο κρυμμένο στο κρεβάτι μου, εγώ που μπορώ να έχω τόσα λεφτά, όχι όσα θελήσω, αλλά όσα καθημερινά βγάζω στον σταθμό των τρένων, πουλώντας βραστά λουκάνικα.
«Σας φτάνει αυτό; Μ’ αυτό τελειώνω για σήμερα».2
1 Με αυτή τη φράση αρχίζει κάθε κεφάλαιο του βιβλίου.
2 Με αυτή τη φράση τελειώνει κάθε κεφάλαιο του βιβλίου.