Τα νησιά της παραγωγής
Ο χάρτης του μυαλού μου, για τα νησιά και τους άλλους θερινούς μου προορισμούς, είναι προβλέψιμος. Σε αναρτήσεις και μηνύματα θα προβάλω αυτά που με ευχαριστούν και που θα ήθελα κάποτε να επισκεφτεί ο άλλος: τις παραλίες και τα λοιπά σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος. Αυτό το αυτονόητο κάνει πολλά χρόνια τώρα και η τουριστική διαφήμιση, που έχει καθιερώσει τις ομορφιές των χωρών και πόλεων ως βασικό τους εξαγόμενο αγαθό. Για τον ταξιδιώτη των διακοπών, το νησί της Μεσογείου αποτελείται από ακρογιαλιές, αρχαιότητες, ξωκλήσια, παραδοσιακούς οικισμούς αλλά και πόλους διασκέδασης, υπαρκτούς όσο κι αν πλήττονται στη χρονιά της πανδημίας.
Ο νοερός αυτός χάρτης αλλάζει όμως, αν επιχειρήσουμε να δούμε το νησί πέρα από τις μέρες ή εβδομάδες που θα περάσουμε εκεί. Στα νησιά του Αιγαίου ο επισκέπτης του Ιουλίου και του Αυγούστου έχει την αίσθηση του ευλογημένου τόπου με τον προβλέψιμο καιρό, χωρίς σταγόνα βροχής τον καιρό της ξεκούρασης. Η αλήθεια όμως είναι ότι στους υπόλοιπους δέκα μήνες ακόμη και τα πιο ξερά, ανεμοδαρμένα νησιά έχουν εκατοντάδες χιλιοστά βροχόπτωσης, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις και χιόνια, στρωμένα μέχρι τη θάλασσα.
Ο κόσμος που αφήνουμε πίσω μας, φεύγοντας με το πλοίο ή το αεροπλάνο, ξαναμπαίνει κάθε Σεπτέμβριο σε μια ζωή που —παρά τις μικρότερες κλίμακες και κάποιες ελλείψεις ή υστερήσεις που επιμένουν— δεν πολυδιαφέρει από αυτή της στεριάς. Τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο, τα φορτηγά μεταφέρουν εμπορεύματα, οι οικογένειες κι οι παρέες βρίσκονται όταν το επιτρέπουν οι δουλειές.
Για τα νησιά, όπως και για το σύνολο της ελληνικής επαρχίας, η μεταπολεμική μετανάστευση και η πιο πρόσφατη «αποκέντρωση» συχνά περιγράφονται με τρόπους περίπου μυθικούς. Ωστόσο, στη σημερινή ισορροπία, η ζωή στα νησιά δεν είναι ούτε η καταπίεση και μιζέρια του 1950 ούτε ο παράδεισος αυτοανακάλυψης του 1985.
Σε αντίθεση με τα γραφικά στερεότυπα των «ψαράδων» και του Απέραντου Γαλάζιου, η οικονομία των περισσότερων νησιών είχε (και διατηρεί) αξιοσημείωτη ποικιλία, πιθανότατα μεγαλύτερη από αντίστοιχες εκτάσεις και πληθυσμούς της ηπειρωτικής χώρας. Αυτή εξηγείται σίγουρα από την ανάγκη για αυτάρκεια, ειδικά στα παλιότερα χρόνια της πιο αβέβαιης επικοινωνίας με εθνικά συστήματα ή αστικούς πόλους.
Πέρα από την αγροτική πρωτογενή παραγωγή, που είναι περίπου αυτονόητη —αλλά οπωσδήποτε εντυπωσιακή, με τις αιμασιές (αναβαθμίδες) να πολλαπλασιάζουν την ωφέλιμη γη στις πλαγιές—, κάθε νησί έχει δικά του πρόσθετα, και σχετικά άγνωστα, στοιχεία από δραστηριότητες που άνθησαν παλιότερα και καμιά φορά συνεχίζονται.
Γνωστά σε πολλούς είναι τα μεταλλεία σμύριδας στη Νάξο και σιδήρου στη Σέριφο: στα τελευταία, η απεργία του 1916 έριξε λάδι στη φωτιά του εθνικού διχασμού, λόγω ύψωσης της γαλλικής σημαίας από τους απεργούς. Ωστόσο, και σε πολλά άλλα νησιά των Κυκλάδων λειτούργησαν επί δεκαετίες μεταλλεία, παραχωρημένα σε επενδυτές και εξοπλισμένα με σιδηροδρομικές ράγες ή «τελεφερίκ» και άλλες μεταφορικές (και λοιπές υποστηρικτικές) υποδομές.
Κι αν η σύγχρονη Ελλάδα έχει να επιδείξει τον παλιό βιομηχανικό δυναμισμό της συριανής Ερμούπολης (που συμπεριλαμβάνει μέχρι και μια βραχύβια αυτοκινητοβιομηχανία), πλάι σε αυτόν υπήρχαν οι πάμπολλες μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες («φάμπρικες»), που είχε σχεδόν κάθε νησί για την επεξεργασία των τοπικών πρώτων υλών.
Οι κοινωνίες των νησιών όπως και όλης της χώρας έζησαν για τουλάχιστον δυο γενιές τη διαφοροποίηση «ντόπιων» και προσφύγων της δεκαετίας του 1920. Η κοινωνική διαστρωμάτωση όμως ήταν υπαρκτή από πολύ παλιότερα: οι Χώρες ήταν μικρογραφίες κάθε τυπικής ευρωπαϊκής πόλης, με την αστική και την εργατική τους τάξη, αμφότερες διαφοροποιημένες από την τραχύτητα της κοντινής υπαίθρου — αλλά και με υπαρκτή κοινωνική κινητικότητα.
Κι αυτοί οι χωριστοί κόσμοι μέσα στον μικρόκοσμο του νησιού επικοινωνούσαν πρώτα και κύρια με χερσαία μεταφορικά δίκτυα, όσο κι αν απλοϊκά θα πιστεύαμε ότι βασίζονταν στα «καΐκια». Η εξαιρετική δουλειά των τελευταίων χρόνων στην Άνδρο, που άντλησε την έμπνευσή της από Ολλανδούς φυσιολάτρες τουρίστες, ανέδειξε ένα ολοκληρωμένο δίκτυο σύνδεσης όλων των οικισμών, στο μεγαλύτερο μέρος του χρονολογούμενο από αιώνες, και συχνά με άνετο πλάτος και επιμελώς διαμορφωμένες επιφάνειες για τη διευκόλυνση υποζυγίων αλλά και πεζών.
Προσθέτοντας αυτό το μωσαϊκό στις εμβληματικές δραστηριότητες συγκεκριμένων νησιών —πρωτίστως τη ναυτιλιακή παράδοση, που χρονολογείται ήδη από την οθωμανική εποχή—, βλέπουμε έναν πλούτο που πηγαίνει πολύ παραπέρα από τη «βαριά βιομηχανία» [sic] του τουρισμού και τα λιόδεντρα. Πολύ πριν τα νησιά ακολουθήσουν τη μοίρα της λοιπής επαρχίας, ως οι τόποι όπου τα φορτηγά έρχονται γεμάτα (από την πρωτεύουσα) και φεύγουν μισοάδεια, η παραγωγή ήταν τρόπος ζωής — και όποιος ζούσε εκεί είχε πολύ ισχυρότερα κίνητρα από την ιδιοκτησία ενός εξοχικού, τον μειωμένο ΦΠΑ ή την απασχόληση σε μια «φτιαχτή» γραφειοκρατική θέση εργασίας.
Τα δεκάδες κατοικημένα μας νησιά και οι άνθρωποί τους αξίζουν πολύ περισσότερα από την εξαπλωνόμενη δόμηση Λούτσας, με πινελιές χρώματος βεραμάν από τις πισίνες και με τα εκκλησάκια που επιταχύνουν τη ρευματοδότηση. Η φετινή κάμψη του τουρισμού λόγω κορονοϊού δεν θα επιφέρει από μόνη της δομικές αλλαγές, μπορεί όμως να δώσει την ευκαιρία να ξαναδούμε με άλλο μάτι τα «γραφικά απομεινάρια» της παλιότερης ζωντάνιας των νησιών — και να συνειδητοποιήσουμε, για παράδειγμα, ότι οι σημερινοί ανεμόμυλοι (που ξεσηκώνουν σχεδόν δονκιχωτικά μια μερίδα τοπικού πληθυσμού και παραθεριστών) είναι η ιστορική συνέχεια ενεργειακών υποδομών, που προσέθεταν οικονομική αξία πολύ πριν γίνουν το «σύμβολο της Μυκόνου».