Τα πάντα είναι αληθινά (επειδή το λες)

C
Μιχάλης Μακρόπουλος

Τα πάντα είναι αληθινά (επειδή το λες)

Ο Χάουαρντ Τζέικομπσον, διαπρεπής συγγραφέας κωμικών μυθιστορημάτων και δημοσιογράφος, βραβευμένος με Booker το 2010 για το μυθιστόρημα «Η περίπτωση Φίνκλερ», γράφει το «γατάκι» με τη φαρέτρα του γεμάτη βέλη βουτηγμένα στη σάτιρα, διηγούμενος τα έργα και τις ημέρες του πρίγκιπα Φράκασους, εξ απαλών ονύχων ώς την ενηλικίωσή του και την αναρρίχησή του στην εξουσία, στη θέση του άρρωστου πατέρα του, Μεγάλου Δούκα των Όριτζεν.

Η μητέρα του, η Μεγάλη Δούκισσα, είναι μια «Barbie» που έχει «κάνει τις συνηθισμένες επεμβάσεις στα στήθη της» και, ονειροπολώντας, πλανιέται στις σελίδες των παραμυθιών που διαβάζει μανιωδώς. Μα κι όλο το Δουκάτο των Όριτζεν, με το Παλάτι των Χρυσών Πυλών, τους πύργους του, τα ζιγκουράτ του, τα καζίνο του, μοιάζει βυθισμένο σε μια παραμυθένια κιτς χλιδή, όπου «η τεχνολογική πρόοδος είχε υπερβεί τόσο πολύ οποιαδήποτε ανθρώπινη χρήση της, ώστε οι άνθρωποι έστελναν εικόνες υψηλής ανάλυσης των περιττωμάτων τους σε φανταστικούς γνωστούς στη Σελήνη και παρακολουθούσαν άλλους να κάνουν το ίδιο σε οθόνες που κουβαλούσαν διαρκώς στη χούφτα τους» και βασιλεύει «μια πίστη στην ελεύθερη αγορά των αγαθών και των ιδεών, που έκρυβε βαθιά απροθυμία για ελεύθερο εμπόριο και των δύο. Μια ικανοποίηση απ’ ό,τι ήταν κακόγουστο και φανταχτερό, η οποία έκρυβε περιφρόνηση για τον πλούτο που έκανε εφικτή τη φανταχτερή κακογουστιά. Μια περιφρόνηση για τον πλούτο, που έκρυβε σεβασμό γι’ αυτόν». Το Δουκάτο των Όριτζεν είναι ένας Παράδεισος των off shore εταιρειών, όπου η ιδανική ζωή μοιάζει με τηλεπαιχνίδι ή ριάλιτι σόου.

Και η τηλεόραση είναι το κύριο παιδαγωγικό μέσο του Φράκασους καθώς ο πρίγκιπας μεγαλώνει σ’ έναν κόσμο με κέντρο τον ίδιο, όπου τα πάντα ως προορισμό τους έχουν την ικανοποίηση της παραμικρής του επιθυμίας. Από τις εκατοντάδες οθόνες στο παλάτι, ρουφάει σαν σφουγγάρι σκηνές βίας, και ίνδαλμά του είναι ο αυτοκράτορας Νέρων, που τη ζωή και τους έρωτές του παρακολουθεί ο πρίγκιπας Φράκασους σε μια τηλεοπτική σειρά. Μεγαλύτερος εχθρός και άχθος του πρίγκιπα είναι οι λέξεις, κι όταν τελικά έρχεται η ώρα της σχολικής αίθουσας, γι’ αυτόν είναι…

πτώση στα βαθύτερα σκοτάδια της Κόλασης. […] Για τον Φράκασους, για τον οποίον κάθε επιθυμία συνέπιπτε με την πραγμάτωσή της, ήταν τόσο ολέθριο όσο η ίδια η γέννηση. Το να πρέπει να βρεις μια λέξη για μια ανάγκη ισοδυναμεί με το να ομολογείς τη διαφορά ανάμεσα στον κόσμο και σ’ εσένα. Ο Φράκασους δεν ήξερε τίποτα για καμία τέτοια διαφορά. Ο κόσμος ήταν δικός του, για να τον τρώει, να τον κομματιάζει, να τον κλοτσά. Δεν ήταν υποχρεωμένος να τον κατονομάζει κιόλας. Ο κόσμος ήταν ο ίδιος. Ο Φράκασους.

Αν τα καμώματα του Πρίγκιπα στο «γατάκι», ο απόλυτος εγωκεντρισμός του και η ταύτιση της κάθε παράλογης επιθυμίας του με την πραγμάτωσή της, φέρουν στον νου του αναγνώστη τον νυν πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θα ’χει πέσει έξω. Κι ακόμα περισσότερο τον θυμίζει ο ανεκδιήγητος σεξισμός του Φράκασους. Εξ ου και το «γατάκι» στον τίτλο. «Τι σκέφτεσαι όταν βλέπεις τη δρα Κόμπαλτ;» ρωτά ο Μεγάλος Δούκας τον γιο του, για την παιδαγωγό του. «Με μία λέξη». Κι εκείνος αποκρίνεται: «“Γατάκι”». «Το ζώο;» ρωτά ο Δούκας. «Το μουνί», απαντά ο Πρίγκιπας. Έτσι, το γλωσσικό βασίλειο όπου τελικά διαπρέπει ο Φράκασους είναι το Twitter· στους 140 χαρακτήρες το μέγιστο, ξεδιπλώνεται όλη του η αρπακτική, εγωπαθής κοσμοαντίληψη. Είναι ο «άνθρωπος του μέλλοντος».

Πίσω από την αλαφράδα, στη σάτιρα του Τζέικομπσον, υπάρχει ένας ανατριχιαστικός οργουελικός απόηχος, όταν ο Πρίγκιπας λέει: «Τα πάντα είναι αληθινά επειδή το λες». Και στο «εκπαιδευτικό» ταξίδι του Φράκασους έξω από τα σύνορα του Δουκάτου των Όριτζεν, όταν ενηλικιώνεται και προτού διεκδικήσει, με την επιστροφή του, την εξουσία, αυτή η σάτιρα αγγίζει κάθε όψη ενός χρεοκοπημένου κόσμου της ευμάρειας, της τρυφής και της εικονικής πραγματικότητας. Ο Πρίγκιπας και η κουστωδία του ταξιδεύουν στην παρηκμασμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία της Πλασέντζα, που μαστίζεται από τρομοκρατικές επιθέσεις· στο Χολμ, που ο Υπουργός Εξωτερικών του, Βότσεκ Σπράβτσικ (με χαρακτηριστικά που φέρνουν στο νου τον νυν Ρώσο Πρόεδρο), είναι επίσης Υπουργός Εσωτερικών και Πολιτισμού, και παρουσιαστής του δημοφιλέστερου τηλεπαιχνιδιού στη χώρα, όπου οι παίκτες κερδίζουν με σπιουνιές και προδοσίες· και στη Γνωσία, που ο ετοιμοθάνατος Πρόεδρός της, Ευγένιος Φωνοκράτης, «δωρίζει» στον Φράκασους το απόσταγμα της πείρας του, σ’ ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα αυτού του ευφυούς βιβλίου του Τζέικομπσον:

«Για να ’σαι επιτυχημένος στην πολιτική, πρέπει να είσαι κατηγορηματικός. Αν το κάνεις με μισή καρδιά, θα αποτύχεις. Οι άνθρωποι δεν συγχωρούν κάποιον που λέει με μισή καρδιά ψέματα. “Α!” θα πουν, “το άκουσες αυτό, το πρόσεξες αυτό; Τώρα δα είπε ένα ψέμα. Δεν είναι να του ’χεις εμπιστοσύνη”. Αν ξέρουν όμως ότι ’σαι ψεύτης πέρα για πέρα, κι αν δείξεις ότι ξέρεις πως ξέρουν ότι είσαι ψεύτης, μπορούν να σ’ εμπιστεύονται. Τα ψέματά σου αρχίζουν να τους αρέσουν. Τελικά θα φτάσουν να νιώθουν πως τα ψέματα που λες είναι δικά τους. Είναι σαν τις κουβέντες των εραστών στο κρεβάτι. Οι πάντες λένε ψέματα στον έρωτα. Αυτό είναι το παιχνίδι. Δεν πιστεύετε ειλικρινώς ό,τι λέτε ο ένας στον άλλον. Αυτή δεν είναι στ’ αλήθεια η ομορφότερη γυναίκα στον πλανήτη κι εσύ δεν είσαι αληθινά ο πιο γοητευτικός άντρας. Όμως στο παιχνίδι του έρωτα παριστάνετε ότι ’ναι έτσι και παρ’ όλα αυτά δεν πέφτετε ο ένας στα μάτια του άλλου γιατί λέτε ψέματα και τα πιστεύετε. Το παιχνίδι της πολιτικής είναι παρόμοιο. “Αύριο θα έχετε όλοι δουλειά”, υπόσχεσαι. “Μεθαύριο θα έχετε όλοι δωρεάν υπηρεσίες υγείας. Την επομένη δεν θα πληρώνετε φόρους”. Ποιος πιστεύει στ’ αλήθεια ότι θα συμβεί οτιδήποτε απ’ όλα αυτά; Όχι ο λαός, όσο κι αν θα το ήθελε. Και, ενώ με αγαπούν γιατί τους λέω ό,τι θέλουν ν’ ακούσουν, με αγαπούν ακόμα πιο πολύ για το θέατρο των ψευδαισθήσεων που τους προσφέρω. Πιστεύουν ότι ’μαι ο κακός σε μια παντομίμα, και οι πάντες ζητωκραυγάζουν τον κακό σε μια παντομίμα. Με ρωτάς αν οι άνθρωποι είναι ανόητοι. Κάθε άλλο. Μυρίζονται μια απάτη από χίλια μίλια μακριά. Ρώτα με όμως αν ξέρουν ποιο είναι το καλύτερο γι’ αυτούς, και τότε η απάντηση είναι ένα ηχηρό όχι, γιατί η παθολογική τους αδυναμία είναι ότι αγαπούν τον απατεώνα. Αν κάποιος που θέλει το καλύτερο για τους ανθρώπους τούς απογοητεύσει, δεν θα τον συγχωρέσουν ποτέ. Όμως τον φαρσέρ που θέλει γι’ αυτούς το χειρότερο θα τον ακολουθήσουν ως την Κόλαση – αυτό, Πρίγκιπα Φράκασους, είναι ό,τι θα έλεγα στον πατέρα σου».