Τα σημάδια του κορμιού
Νομίζω πως, όπου κι αν τύχαινε να τα συναντήσω, θα αναγνώριζα τα προσωπικά μου αντίτυπα των περισσοτέρων από τα βιβλία που έχω διαβάσει, ακόμη κι αν θα ’χε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που θα τα είχα πιάσει στα χέρια μου. Τα σημάδια που αφήνει ο αναγνώστης στο σώμα του βιβλίου καθώς το διαβάζει μπορεί να τα διακρίνει, είμαι βέβαιος, δεκαετίες αργότερα — και όχι μόνο με την όραση αλλά και με την αφή, με την όσφρηση, ακόμη και με την ακοή σε ορισμένες περιπτώσεις, από τον ήχο που κάνει η ράχη του βιβλίου καθώς το ανοίγεις, για παράδειγμα, ή από τον ήχο που ακούγεται καθώς σέρνεις χαϊδευτικά το δάχτυλό σου επάνω στην τυπωμένη σελίδα. Θα μπορούσα, πιθανότατα, να είχα προσθέσει και τη γεύση στις αισθήσεις που μετέχουν στην απόλαυση της ανάγνωσης, αλλά, νομίζω, ορισμένες ιδιαίτερες όψεις της βιβλιοφιλίας είναι καλύτερο να καλύπτονται από ένα πέπλο μυστικότητας.
Δεν απέχω πολύ από το να ισχυριστώ το ίδιο, ότι θα τα αναγνώριζα δηλαδή οπουδήποτε, και για τα βιβλία που έχω μεν στη βιβλιοθήκη μου, αλλά δεν τα έχω ακόμα διαβάσει — τη «Γραμμή σκιάς» του Τζόζεφ Κόνραντ, για παράδειγμα, που την έχω σε μια έκδοση με γαλάζιο εξώφυλλο από κάποια κυριακάτικη εφημερίδα, ή τη «Ρετροσπεκτίβα» του Αβραάμ Β. Γεοσούα, που την είχα αγοράσει ένα καλοκαίρι από ένα υπαίθριο βιβλιοπωλείο στην Αιδηψό. Είμαι όμως βέβαιος ότι, αν με κάποιον τρόπο (που δεν θέλω αυτή τη στιγμή να τον φανταστώ) γινόταν να δω συγκεντρωμένα κάπου αλλού τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου, ή έναν μεγάλο αριθμό από αυτά, θα καταλάβαινα ότι θα επρόκειτο για τους τίτλους που εγώ είχα σωρεύσει στη διάρκεια μιας ζωής. Γιατί, ακόμα και αν το κάθε αδιάβαστο αντίτυπο που έχω στην κατοχή μου δεν διαφέρει ουσιωδώς από ένα άλλο ίδιο, όλα μαζί τα βιβλία μου δημιουργούν ένα σύνολο εντελώς ξεχωριστό και προσωπικό, με το οποίο εύκολα θα αναγνωριζόμασταν όπου και αν συναντιόμασταν μετά από χρόνια.
Όπως συμβαίνει —επιτρέψτε μου μια σύντομη παρέκβαση— και με τα βιβλία που βλέπουμε στα μικρά ή και λιγότερο μικρά συνοικιακά βιβλιοπωλεία: όποιος τα επισκέπτεται συχνά και, εκτός από τους πάγκους, όπου έρχονται και φεύγουν οι τρέχοντες τίτλοι, κοιτάζει και τα σκονισμένα ράφια, αποκτά κάποια στιγμή την αίσθηση πως περιδιαβαίνει τη δική του βιβλιοθήκη: γνωρίζει σιγά-σιγά την ακριβή θέση και τον αριθμό, τη διάταξη και την κατάσταση όλων σχεδόν των βιβλίων που βρίσκονται εκεί· παρακολουθεί τις νέες αφίξεις, ξέρει ποια βιβλία δεν πρόκειται ποτέ να φύγουν από τη θέση τους, αισθάνεται πως, είτε στο σπίτι του είτε στο βιβλιοπωλείο, τα βιβλία αυτά είναι ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή του. Πόσο μάλλον λοιπόν όταν αναφερόμαστε στη δική μας βιβλιοθήκη και στα δικά μας, διαλεγμένα και μεταχειρισμένα, βιβλία.
Αν είχε τύχει, ας πούμε, να δανείσω (και όχι ευθύς εξαρχής να χαρίσω, όπως θα ήταν το πιο συνετό) το αντίτυπο του τόμου με τις μεταφράσεις του Οδυσσέα Ελύτη «Δεύτερη γραφή», που έχω στην κατοχή μου εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, και το συναντούσα μετά από καιρό σε κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο ή σε ένα άλλο σπίτι, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι θα το εντόπιζα με την πρώτη ματιά, κι ας ήταν ανάμεσα σε δεκάδες άλλους μεταχειρισμένους τόμους. Γιατί είναι το αντίτυπο που είχα αγοράσει έναν Ιούλιο επιστρέφοντας από ένα διήμερο στην Τήνο και το ξεφύλλιζα ύστερα στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ που με πήγαινε στον Ωρωπό· κι όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι το διάβαζα και το σημείωνα και μετά συζητούσα με τον αδελφό μου, περπατώντας πλάι στη θάλασσα, για τη μοντέρνα ποίηση και για τον Ρεμπό και τον Λοτρεαμόν, που τότε τους γράφαμε ακόμα με ωμέγα: Ρεμπώ, Λωτρεαμόν. Και όλα αυτά, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, έχουν αφήσει τα σημάδια τους στο λευκό εξώφυλλο και στις λευκές σελίδες του βιβλίου.
Γιατί για πολλά χρόνια δεν δίσταζα στα βιβλία που διάβαζα να σημειώνω ή να υπογραμμίζω με όποιο μολύβι ή στυλό έβρισκα μπροστά μου, να γράφω στην τελευταία τους σελίδα τη διεύθυνση κάποιου φίλου μου, το τηλέφωνο του υδραυλικού ή μια ωραία φράση που μου περνούσε από το μυαλό, ή να τσακίζω την άκρη της σελίδας στην οποία έβρισκα κάτι ενδιαφέρον και ήξερα πως κάποτε θα το αναζητούσα. Έτσι, κάποια βιβλία μου έχουν επάνω τους στρογγυλά σημάδια από βρεγμένα ποτήρια και φλιτζάνια, μερικά είναι λερωμένα από στάχτη, ενώ ενός τουλάχιστον το εξώφυλλο είναι καμένο από τσιγάρο — και πολύ περισσότερα είναι χρωματισμένα, μουτζουρωμένα ή τσαλακωμένα από τη νηπιακή ηλικία των παιδιών μου.
Με αυτά τα μυαλά πρωτοδιάβασα, μαθητής, τα ποιήματα του Καβάφη από την κλασική δίτομη έκδοση του «Ίκαρου», σημειώνοντας μανιωδώς με το μολύβι μου τους στίχους και τις φράσεις που μου άρεσαν, υπογραμμίζοντας ολόκληρες στροφές, ζωγραφίζοντας αστεράκια, βελάκια και αγκύλες στο πλάι πολλών ποιημάτων. Ο αδελφός μου, στον οποίο ανήκαν τα δύο βιβλία, ελάχιστα εκτίμησε τότε τα αναγνωστικά μου σήματα. Λίγα χρόνια αργότερα πάντως, την εποχή που καπνίζαμε ακόμα μες στο σπίτι, ακούμπησε και ξέχασε αναμμένο το τσιγάρο του πάνω στην ποιητική συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου «Η σήμερον ως αύριον και ως χθες», που ήταν δική μου, και έκαψε την άκρη του εξωφύλλου της. Θεωρώ πως μετά απ’ αυτό πατσίσαμε.
Παρόλο που δεν μεταχειρίζομαι πια έτσι ακριβώς στα βιβλία μου, έχω να επικαλεστώ έναν τουλάχιστον επιφανή σύμμαχο για εκείνη τη συμπεριφορά μου, τον Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, ο οποίος γράφει στην τελευταία σελίδα της αυτοβιογραφίας του:
«Η συμπεριφορά μου προς τα βιβλία, που τα θεωρούσα εργαλεία της δουλειάς μου, θεωρείτο από τους περισσότερους ως βάρβαρη. Εντούτοις, εγώ έκανα οικονομία στη χρήση των πολλών χαρτοκοπτών και δεν έβλαψα τον δείκτη μου. Υπήρχαν βιβλία που τα σεβόμουν, γιατί τα είχα τοποθετήσει σε θήκες που κλείδωναν. Τα υπόλοιπα, σκορπισμένα σε όλες τις μεριές του σπιτιού, αντιμετώπιζαν κινδύνους».
Η συμπεριφορά μου προς τα βιβλία που έχω στη βιβλιοθήκη μου έχει με το πέρασμα των χρόνων βελτιωθεί, κατά την κοινή αντίληψη, αλλά χωρίς ακρότητες. Θεωρώ, ας πούμε, βάναυσο τον αναγνώστη που ξεκινά να υπογραμμίζει με στυλό και στη μέση του βιβλίου το αλλάζει με μολύβι ή συνεχίζει με στυλό που έχει μελάνι διαφορετικής απόχρωσης, αλλά δεν διστάζω εγώ ο ίδιος να σημειώσω στην τελευταία σελίδα ενός μυθιστορήματος μια ιδέα που μου πέρασε από το μυαλό. Προσέχω, κατά το δυνατόν, να μη σπάσει η ράχη του χοντρού βιβλίου που κρατάω, αλλά δεν περνάνε σκέψεις αυτοκτονίας από το μυαλό μου αν μια στοίβα βιβλίων κατακρημνιστεί από το γραφείο μου και τσαλακωθούν δυο-τρία εξώφυλλα. Αποφεύγω να χρησιμοποιώ για σουβέρ τα «Σχόλια στον Καβάφη» του Ι. Α. Σαρεγιάννη (ο οποίος αναφέρεται στην οριακά επιλήψιμη συμπεριφορά του Αλεξανδρινού ποιητή προς τα βιβλία της βιβλιοθήκης του), αλλά δεν το πολυσκέφτομαι να ακουμπήσω τα φρεσκοαγορασμένα μου βιβλία στο πιθανότατα υγρό τραπεζάκι της καφετέριας.
Παραμένω, θα έλεγα, περισσότερο φιλαναγνώστης παρά βιβλιόφιλος. Αγαπάω, αν στέκει μια τέτοια διάκριση, πιο πολύ την ανάγνωση παρά τα ίδια τα βιβλία. Κι αγαπάω ακόμη πιο πολύ τα σημάδια που αφήνει ο αναγνώστης επάνω στο κορμί των βιβλίων του. Πάνω σε όλα τα κορμιά, εδώ που τα λέμε.
[ Στη φωτογραφία, μια βιογραφία του Μπόρχες από τη βιβλιοθήκη και με τις σημειώσεις τού Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας ].