Τα τέρατα
Να σας τους συστήσω.
Ανιέζε Μόρο: Κόρη του προέδρου των Χριστιανοδημοκρατών Άλντο Μόρο, που δολοφονήθηκε το 1978 από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Βαλέριο Μορούτσι: Πρώην τηλεφωνητής των Ερυθρών Ταξιαρχιών, μέλος της ομάδας που σκότωσε τους πέντε σωματοφύλακες του Μόρο και απήγαγε τον πρώην πρωθυπουργό. Από αυτόν έμαθε η εικοσιπεντάχρονη τότε Ανιέζε, 55 ημέρες αργότερα, τη δολοφονία του πατέρα της.
Φράνκο Μπονιζόλι: Μέλος της ίδιας ομάδας.
Μάνλιο Μιλάνι: Βρισκόταν στην Μπρέσια, στην Piazza della Loggia, όταν μία βόμβα που είχαν βάλει οι φασίστες σκότωσε τον Μάιο του 1974 τη γυναίκα του και άλλα εφτά άτομα και τραυμάτισε άλλους εκατό.
Γκουίντο Μπερτάνια: Ιησουίτης, συντονίζει εδώ και οχτώ χρόνια μυστικές συναντήσεις ανάμεσα σε θύματα της τρομοκρατίας και δράστες.
Τις συναντήσεις αυτές τις αποκαλούν στην Ιταλία «επανορθωτική δικαιοσύνη». Σε μία τέτοια συνάντηση, που έγινε την περασμένη εβδομάδα στο Καστενέντολο της Μπρέσια, βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι όλοι οι παραπάνω, παρουσία και του πρώην δικαστή Γκεράρντο Κολόμπο, που λειτουργούσε ως εγγυητής. Εκεί ήταν και ένας δημοσιογράφος της Λα Ρεπούμπλικα, που περιγράφει αυτά που είδε.
«Τους κοιτάζω στα μάτια και δεν βλέπω τα τέρατα που στοίχειωσαν για τόσα χρόνια τη ζωή μου», είπε η Μόρο, εμφανώς συγκινημένη, ανοίγοντας τη συζήτηση. «Το κακό είναι όπως μια κύστη. Ένα εξωτερικό σώμα δρα και σε μπλοκάρει. Ένα κομμάτι του εαυτού μου παραμένει μπλοκαρισμένο, παγωμένο. Το κακό επηρεάζει και τους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα μου, ανθρώπους που μπορεί και να μην είχαν γεννηθεί εκείνη την εποχή. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η επανορθωτική δικαιοσύνη είναι καλό πράγμα, γιατί επαναφέρει τα πράγματα σε κίνηση, τα αποψύχει, διαλύει τα σύννεφα. Και το κάνει όλο αυτό μέσα από μικρά πράγματα, όπως το πρόσωπο του άλλου».
Όταν πήρε τον λόγο ο Μορούτσι, ήταν πελιδνός. Πρώτη φορά μιλούσε δημοσίως. «Για μας, οι μάζες αντιπροσώπευαν το καλό, ενώ ο Μόρο ήταν η προσωποποίηση του απάνθρωπου», είπε. Όταν όμως άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια ο άνθρωπος, χάρη στις επιστολές του, ή στις επιστολές των οικείων του, «άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι σύμβολα. Και τότε επήλθε η ρήξη, η αλλαγή».
Για τον Μπονιζόλι, η πρώτη ανάμνηση στην οποία αναφέρθηκε ήταν από έναν ιερέα των φυλακών που τον αποκάλεσε δημοσίως «αδελφό», σε μια περίοδο που κάτι τέτοιο δεν ήταν εύκολο. «Τη δεκαετία του ’80 δήλωσα γραπτώς ότι δεν ήθελα τα προνόμια που θα μου απέφεραν οι σχέσεις μου με τους συγγενείς των θυμάτων. Όμως τον διάλογο τον ήθελα, η συνάντηση με την Ανιέζε Μόρο είναι καθοριστική για τη ζωή μου. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν βρίσκουν ησυχία, πρώην σύντροφοι που έχουν υψώσει ένα τείχος — θα ήθελα να μπορούσαν να λυτρωθούν».
Η συνάντηση έκλεισε με μια νότα αισιοδοξίας. «Τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν», είπε η Ανιέζε Μόρο. Τα σύννεφα μπορεί να διαλυθούν, ακόμη κι όταν έχεις απέναντί σου τον δολοφόνο του πατέρα σου. Αρκεί να υπάρχει ειλικρίνεια, και μεταμέλεια, και τόλμη, και ωριμότητα, και ανάγκη για εξιλέωση.
Ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα. Εδώ τα τέρατα παραμένουν τέρατα, ακόμη και αν πρωταγωνιστούν σε θεατρικές παραστάσεις.
Και η ευθύνη είναι όλη δική τους.