Τα βιβλία του πλοιάρχου Νέμο

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Τα βιβλία του πλοιάρχου Νέμο

Στην ψυχανάλυση, «πρωταρχική σκηνή» ονομάζεται η θέαση από το μικρό παιδί των γονιών του την ώρα που εκείνοι συνευρίσκονται ερωτικά. Η σκηνή αυτή άλλοτε αποτελεί μια πραγματική εμπειρία του παιδιού, οπτική ή ακουστική, και άλλοτε έχει συμβεί μόνο στη φαντασία του, με στοιχεία βέβαια ειλημμένα από την πραγματικότητα. Όπως κι αν έχει, η πρωταρχική αυτή σκηνή ανασύρεται, από όσο καταλαβαίνω, κατά την ψυχαναλυτική διαδικασία από το υποσυνείδητο και αναγνωρίζεται ως τέτοια από το υποκείμενο, το οποίο έτσι μπορεί να ξεπεράσει την καθήλωσή του σε αυτήν και μαζί την προβληματική του συμπεριφορά.

Για έναν συστηματικό βιβλιόφιλο, που έχει ξεκινήσει την αναγνωστική του σταδιοδρομία, όπως όλοι μας, ως παιδί φανατικό για γράμματα (και εικόνες) και ζει ως ευτυχής ενήλικας περιτριγυρισμένος από μερικές χιλιάδες τόμους έντυπου υλικού, η πρωταρχική σκηνή θα ήταν η θέαση μιας μεγάλης βιβλιοθήκης με ψηλά ράφια, που καταλαμβάνουν ένα ολόκληρο δωμάτιο απ’ άκρη σ’ άκρη, γεμάτα με βιβλία στη διάθεσή του, έτοιμα να απλώσει το χέρι και να διαβάσει όποιο από αυτά θέλει. Στην είσοδο θα υπήρχε ίσως μια επιγραφή που θα έγραφε: «Θα ταξιδέψετε στη χώρα των θαυμάτων. Η κατάπληξη, το σάστισμα, θα είναι κατά πάσα πιθανότητα, η καθημερινή κατάσταση του μυαλού σας. Δεν θα αδιαφορείτε εύκολα στο θέαμα που θα προσφέρεται αδιάκοπα στα μάτια σας».

Συνειδητά ή ασυνείδητα, σε όλη του τη ζωή, ο βιβλιόφιλός μας αυτήν ακριβώς τη βιβλιοθήκη θα προσπαθεί να ανασυνθέσει. Την πρώτη βιβλιοθήκη που αντίκρισε στη ζωή του. Για τους περισσότερους αναγνώστες που μεγαλώνουν με κλασική λογοτεχνία, η οποία δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και δυο-τρία τουλάχιστον μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν, τον «Γύρο του κόσμου σε ογδόντα ημέρες», ίσως, τις «Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα», το «Ταξίδι στο κέντρο της γης», η πρωταρχική αυτή βιβλιοθήκη θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η βιβλιοθήκη του Ναυτίλου, του υποβρύχιου σκάφους που περιγράφει ο Ιούλιος Βερν στο σπουδαίο μυθιστόρημά του:

Μια διπλή πόρτα, στο πίσω μέρος της αίθουσας, άνοιξε και μπήκαμε σε ένα δωμάτιο με τις ίδιες διαστάσεις όπως εκείνο από το οποίο είχαμε βγει. Ήταν μια βιβλιοθήκη. Ψηλά έπιπλα από ξύλο μαύρης παλισσάνδρας, με μπρούντζινες επικολλήσεις, σήκωναν στα ράφια τους ένα μεγάλο αριθμό από ομοιόμορφα δεμένα βιβλία. Ακολουθούσαν τον περίγυρο της αίθουσας και κατέληγαν στο κάτω μέρος τους σε σε φαρδιά, καλυμμένα με καφετί δέρμα, ντιβάνια, που οι καμπύλες τους ήταν ιδιαίτερα αναπαυτικές. Μερικά ελαφριά, κινητά αναλόγια, που μπορούσες να τα παραμερίσεις ή να τα πλησιάσεις κοντά σου κατά βούληση, επέτρεπαν να ακουμπήσεις επάνω τους το βιβλίο που διάβαζες. Στο κέντρο υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι που το σκέπαζαν διάφορα έντυπα, ανάμεσα στα οποία έβλεπες και μερικές παλιές εφημερίδες. Ηλεκτρικό φως πλημμύριζε ολόκληρο αυτό το αρμονικό σύνολο, που προερχόταν από τέσσερις αδιαφανείς λαμπτήρες, μισοκρυμμένους μέσα στα σπειροειδή στολίδια του ταβανιού.

Ο πλοίαρχος Νέμο είχε, ως γνωστόν, εγκαταλείψει την ανθρωπότητα, αν και οι ακριβείς λόγοι για αυτή του την οριστική ρήξη με τον κόσμο της στεριάς δεν διευκρινίζονται ποτέ στο μυθιστόρημα, και για χρόνια ταξίδευε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας με τον Ναυτίλο, το θαυμαστό υποβρύχιο που είχε κατασκευάσει. Οι μόνοι δεσμοί που τον συνδέουν πια με τον κόσμο είναι οι δώδεκα χιλιάδες τόμοι που αποτελούν το σύνολο των βιβλίων, των περιοδικών και των εφημερίδων της υποθαλάσσιας βιβλιοθήκης του. Ο κόσμος τελείωσε γι’ αυτόν το 1865, όταν αγόρασε τα τελευταία του έντυπα, και έκτοτε θεωρεί πως η ανθρωπότητα έπαψε να σκέφτεται και να γράφει.

Ας σημειώσουμε εδώ, παρεμπιπτόντως, πως αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που υπάρχει για να μην αντιμετωπίσει ο κοινός βιβλιόφιλος τις ανυπέρβλητες, συνήθως, δυσκολίες που δημιουργούνται από τη συνεχή αύξηση του αριθμού των βιβλίων στη βιβλιοθήκη του. Μόνο αν κάποιος σταματήσει οριστικά να προμηθεύεται νέα βιβλία, όπως έκανε ο πλοίαρχος Νέμο, δεν θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της έλλειψης χώρου, που δεν είναι λιγότερο πιεστικό σε ένα σπίτι απ’ όσο σε ένα υποβρύχιο. Μόνο αν κανένα νέο βιβλίο δεν γλιστρήσει ύπουλα ανάμεσα σε δύο ήδη τακτοποιημένους τόμους στα ράφια μιας βιβλιοθήκης, δεν θα διασαλευτεί ποτέ η τάξη και η ταξινόμηση που με πολύ κόπο, δεν υπάρχει αμφιβολία, έχει επιτευχθεί εκεί. Όλοι οι υπόλοιποι αναγνώστες, που συνεχίζουμε να αγοράζουμε βιβλία για να τα διαβάσουμε, οφείλουμε να συμφιλιωθούμε με μια ζωή όπου η έλλειψη χώρου και η απουσία τάξης θα είναι καθημερινή πραγματικότητα.

Τα βιβλία στη βιβλιοθήκη του Ναυτίλου, λόγω προφανώς της εξαιρετικής γλωσσομάθειας του κατόχου τους, δεν υπάκουαν σε καμία γλωσσική ταξινόμηση, «ήταν όλα ανάκατα βαλμένα σε όποια γλώσσα κι αν ήταν γραμμένα». Κατά τα άλλα όμως φαίνεται πως ήταν χωρισμένα σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: επιστημονικά, κοινωνικά και λογοτεχνικά. Αν κάτι απουσιάζει εντελώς είναι τα έργα πολιτικής οικονομίας: «Φαίνεται πως τα είχαν αυστηρά προγράψει από το πλοίο». Από τα ράφια με τα λογοτεχνικά βιβλία, κάνει εντύπωση η απουσία των έργων του Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο οποίος αποτελεί μία από τις πηγές της έμπνευσης του Ιουλίου Βερν, γι’ αυτό το μυθιστόρημα τουλάχιστον, ενώ αναφέρονται ο Όμηρος και ο Βικτόρ Ουγκό, ο Ξενοφών και ο Μισελέ, ο Ραμπελέ και η Γεωργία Σάνδη. Μεταξύ των επιστημονικών βιβλίων, βρίσκουμε τις υποκατηγορίες της μηχανικής, της βαλλιστικής, της υδρογραφίας, της μετεωρολογίας, της γεωγραφίας, της γεωλογίας, της αστρονομίας και ποικίλα έργα φυσικής ιστορίας.

Αν και ζει μες στη θάλασσα, αποκομμένος από την ανθρωπότητα, ο πλοίαρχος Νέμο (ή μήπως ο Ιούλιος Βερν;), παρόλο που μόνο καταχρηστικά θα μπορούσε να θεωρηθεί ναυαγός, όταν ήρθε αντιμέτωπος με το μοχθηρό ερώτημα που τίθεται σε κάθε βιβλιόφιλο, «Ποιο βιβλίο θα παίρνατε μαζί σας εάν επρόκειτο να περάσετε την υπόλοιπη ζωή σας σε ένα ερημονήσι;», απάντησε θαρρετά πως θα έπαιρνε μαζί του δώδεκα χιλιάδες βιβλία. Δώδεκα χιλιάδες βιβλία, τα οποία, όπως οι τόμοι κάθε ιδιωτικής βιβλιοθήκης, αποκαλύπτουν στον ασκημένο νου την προσωπικότητα του κατόχου τους πολύ καλύτερα από κάθε άλλη πληροφορία που θα μπορούσαμε να συλλέξουμε για αυτόν. Και αποτελούν έναν τεχνητό Παράδεισο που δεν μπορεί παρά κάθε αναγνώστης να τον ζηλεύει και να τον ονειρεύεται.