Τα ζωντανά δάκρυα

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Τα ζωντανά δάκρυα

Παρά το γεγονός ότι το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ και τα συνεπακόλουθά του είναι γνωστά παγκοσμίως εδώ και δεκαετίες, βρήκα το ομώνυμο βιβλίο της Αλεξίγιεβιτς συγκλονιστικό στην κάθε του λεπτομέρεια. Πρόσφατα είχα την ευκαιρία να διαβάσω ένα δεύτερο έργο της. Αυτό, πια, ήταν για μένα μια αποκάλυψη, από πολλές απόψεις. Σ’ ένα βιβλίο 450 περίπου σελίδων, η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς συγκέντρωσε τον λόγο, τις μνήμες, την υπερηφάνεια, αλλά και τα παράπονα των Σοβιετικών γυναικών που είτε κλήθηκαν, είτε προσφέρθηκαν οικειοθελώς, είτε απαίτησαν να πολεμήσουν στο πλάι των ανδρών, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας» είναι ο τίτλος, η σελίδα αυτή της ιστορίας ήταν για μένα άγνωστη και το περιεχόμενο του βιβλίου συγκλονιστικό.

Δεν ρώτησε κανείς μέχρι τώρα να μάθει τη δική μας ιστορία, θα πουν οι γυναίκες με παράπονο, μέχρι τη στιγμή που η βραβευμένη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Λευκορωσίδα συγγραφέας θ’ αποφασίσει να βγάλει αυτές τις φωνές από τη λήθη. Οι συνεντεύξεις διήρκεσαν επτά χρόνια και το βιβλίο πρωτοδημοσιεύτηκε στα ρώσικα το 1985. Έτυχε μεγάλης κριτικής από το τότε σοσιαλιστικό καθεστώς, βρήκε όμως τη θέση που του αρμόζει με την επανέκδοσή του, μετά την αλλαγή του καθεστώτος. Η ιστορία αυτού του πολέμου, η γυναικεία ιστορία, αποδίδεται στα ελληνικά με ιδιαίτερη ευαισθησία από την Ελένη Μπακοπούλου. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη και συμπεριλαμβάνει αρκετά στοιχεία τα οποία έκοψε στην πρώτη έκδοση η λογοκρισία τής ΕΣΣΔ.

Ένας μεγάλος αριθμός συνεντεύξεων αφορά γυναίκες που την εποχή του πολέμου δεν είχαν καν συμπληρώσει τα δεκαέξι τους. Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, οι φωνές τους είναι το ίδιο οξείες.

Σημειώνει η συγγραφέας:

Ο «γυναικείος» πόλεμος έχει τα δικά του χρώματα, τις δικές του μυρωδιές, τον δικό του φωτισμό και τη δική του έκταση συναισθημάτων. Τις δικές του λέξεις. Εκεί δεν υπάρχουν ήρωες και απίστευτα κατορθώματα, εκεί υπάρχουν μόνο οι άνθρωποι, που είναι απασχολημένοι με μια απάνθρωπη ανθρώπινη υπόθεση. Και υποφέρουν εκεί όχι μόνο αυτοί (οι άνθρωποι!), αλλά και η γη και τα πουλιά, και τα δένδρα. Όλα όσα ζουν μαζί μας πάνω στη γη. Υποφέρουν χωρίς λόγια, που είναι ακόμα πιο τρομαχτικό. […] Δεν γράφω για τον πόλεμο, μα για τον άνθρωπο στον πόλεμο. Δεν γράφω την ιστορία του πολέμου, αλλά την ιστορία των συναισθημάτων.

Η Αλεξίεβιτς σαρώνει την τότε Σοβιετική Ένωση, εντοπίζοντας ένα μεγάλο αριθμό γυναικών μαχητριών, ζητώντας τους ν’ ανοίξουν την ψυχή τους. Κάποιες θ’ αρνηθούν:

Αφήστε ήσυχη την ψυχή μου. Γράψτε, όπως κι οι άλλοι, για τα παράσημά μου… Εσείς είστε συγγραφέας. […] Σκεφτείτε κάτι μόνη σας. Κάτι όμορφο. Χωρίς ψείρες και λάσπη, χωρίς ξερατά… Χωρίς τη μυρουδιά της βότκας και του αίματος… Όχι κάτι τόσο τρομαχτικό όσο η ζωή…

Κάποιες άλλες όμως, αντιδρούν αμέσως, λες και την περίμεναν χρόνια:

Κάπου στον κόσμο πρέπει να διατηρηθεί η κραυγή μας. Το ουρλιαχτό μας…

Μια δασκάλα της Ιστορίας, επισημαίνοντας πρώτα πως τα βιβλία του μαθήματός της ξαναγράφτηκαν τρεις φορές, θα καταλήξει:

Ρωτήστε μας όσο είμαστε ακόμα στη ζωή. Μην τα γράψετε μετά, χωρίς εμάς. Ρωτήστε…

Και η συγγραφέας σημειώνει:

Κάποιες αρχίζουν να σου εξιστορούν αμέσως, από το τηλέφωνο (στην πρώτη επαφή προκειμένου να οριστεί το προσωπικό ραντεβού). Άλλες αναβάλλουν επί μακρόν τη συνάντηση και την κουβέντα.

Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες των μαχητριών. Των γυναικών που θα της πουν:

Κλείσε το μαγνητόφωνο. Μου χρειάζονται τα μάτια σου για να μιλήσω, το μαγνητόφωνο θα εμποδίζει.

Τι έφερε όμως τις γυναίκες στον πόλεμο; Τι τις έκανε να πετάξουν τα φορέματα και να ντυθούν στο τραχύ αντρικό χακί; Ν’ αποχωριστούν τα τακούνια και να χώσουν τα ευαίσθητα πόδια τους στις άχαρες αρβύλες, πολλά νούμερα μεγαλύτερες από το δικό τους; Να κόψουν τις όμορφες χοντρές κοτσίδες τους και να πάρουν το όπλο στα χέρια, ενώ ακόμα και τώρα δηλώνουν πως «το να σκοτώσεις είναι τρομαχτικότερο από το να πεθάνεις»; Άλλες θα πουν πως ήταν θέμα υποχρέωσης προς την πατρίδα. Γιατί απλώς ήσαν κομσομόλες. Άλλες:

Γιατί ο πόλεμος ήταν μέσα στα σπίτια μας κι έπρεπε όλοι μαζί να φέρουμε τη νίκη.

Γιατί ο ερχομός του εχθρού έκανε να γεννηθεί μέσα τους το μίσος.

Χωρίς μίσος, θα πουν, δεν μπορείς να πολεμήσεις.

Η γυναίκα, όμως, παραμένει γυναίκα:

Αν μας περίσσευε κανένα λεπτό ξεκούρασης, όλο και κάτι κεντούσαμε, κάτι μαντιλάκια. Μας δίνουν πανιά για να τυλίξουμε τα πόδια κι εμείς σκαρώνουμε μ’ αυτά κάτι κασκόλ με φραμπαλάδες. Αντί για μπικουτί είχαμε κουκουνάρια… Ε, να κατσαρώσει κάπως έστω και μόνο το τσουλούφι…

Όλες, πάντως, δηλώνουν:

Μου φαίνεται ότι έχω ζήσει δυο ζωές: μία αντρική και μία γυναικεία…

Και η Αλεξίεβιτς θα καταλήξει:

Ήρθα αντιμέτωπη με τις δυο αλήθειες που ζουν μέσα στον ίδιο άνθρωπο.

Οι μαχήτριες, όπως και οι συναγωνιστές τους, βρέθηκαν μια μόλις αναπνοή μακριά από τον εχθρό. Θα πούνε για τους Γερμανούς:

Κι αυτοί προχωράνε, νεαροί, κεφάτοι, χαμογελαστοί. Κι όπου σταματούσαν, όπου έβλεπαν βρύση ή πηγάδι, άρχιζαν να πλένονται. […] Ένα γύρο αίμα, κραυγές, αλλά αυτοί πλένονται, πλένονται… Γελούσαν διαρκώς. Χαχάνιζαν! Η καρδιά σου σφιγγόταν που ήταν εδώ, στη γη σου, και επιπλέον γελάνε.

Μια νοσοκόμα όμως που βρέθηκε να περιθάλπει με τον ίδιο τρόπο τους δικούς τους τραυματίες μαζί με Γερμανούς αιχμαλώτους, συγκινεί με τη μαρτυρία της:

Ένιωθα ευτυχής που δεν μπορώ να μισήσω.

Αλλιώτικα περιγράφουν οι μαχήτριες τον πόλεμο. Καθόλου δεν μοιάζει με την αντρική εξιστόρηση ηρωικών πράξεων, κι ας έβαλαν κι οι ίδιες πολλές φορές τη δική τους ισότιμη σφραγίδα. Μια νοσοκόμα θα πει:

Προς το βράδυ το αίμα είναι στα μαλλιά, μπαίνει μέσα από τη ρόμπα στο σώμα, στα σκουφιά, στις μάσκες. Μαύρο, κολλώδες, αναμεμειγμένο με όλα όσα έχει ο άνθρωπος. Ούρα, κόπρανα…

Κι όταν όμως περιγράφουν σκληρές σκηνές του πολέμου, ο γυναικείος τρόπος σκέψης, η δική τους ευαισθησία διαφοροποιεί τη μαρτυρία από εκείνη που καταθέτει ο άντρας:

Είχαμε μπει σ’ ένα συνοικισμό […] κείτονταν σκοτωμένοι αντάρτες […] Τους είχαν κομματιάσει… Τα έντερα έξω όπως τα γουρούνια. […] Όχι μακριά από εκεί βόσκανε τα άλογα. […] Πώς έκαναν τέτοιο πράγμα οι άνθρωποι μπροστά στα άλογα; Μπροστά στα ζώα; Και τα άλογα να τους κοιτούν;

Δεν υπάρχει χρώμα στον πόλεμο, λένε οι μαχήτριες.

Εκεί όλα ήταν μαύρα. Μόνο το αίμα έχει χρώμα, μόνο το αίμα είναι κόκκινο…

Αν και για τους πιο πολλούς άντρες, οι μαχήτριες ήταν οι «αδελφούλες» τους, ο έρωτας θα βρει τη χαραμάδα να τρυπώσει σε κάποιες περιπτώσεις. Στις πιο πολλές φορές όμως, για να μαραθεί αμέσως μόλις ήρθε η νίκη. Θα πει κάποιος στρατιώτης:

Προσπαθούσαμε να ξεχάσουμε τον πόλεμο. Ξεχάσαμε και τα κορίτσια μας… Τέσσερα χρόνια τις βλέπαμε με στραβοπατημένες μπότες και αντρικά καπιτονέ παντελόνια.

Κάποια τραυματιοφορέας, κρατώντας κρυφό το επίθετό της, θα τολμήσει να καταθέσει με τη μαρτυρία της και μια μεγάλη αλήθεια, την οποία αποσιωπούσαν όλοι για χρόνια: Θα μιλήσει για συνεχείς παρενοχλήσεις που δέχονταν από τους «αδελφούς» τους. Θα πει για κάποιους δεύτερους ρόλους: συζέκ τον ονομάζουν — σύζυγος εκστρατείας, σύζυγος με ημερομηνία λήξης.

Κι όταν τελείωσε ο πόλεμος, όταν ήρθε η νίκη και η μεγάλη ώρα της επιστροφής στην πατρίδα, περνώντας μέσα από τα γερμανικά χωριά, συλλογίζονταν:

Νά, τώρα θα δούμε… Από πού ήρθαν; Πώς είναι η χώρα τους, πώς είναι τα σπίτια τους;

Διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα, μου ’ρθε στο μυαλό η δική μου πεθερά, στο πρώτο ταξίδι που κάναμε μαζί της οδικώς διασχίζοντας την Αυστρία. Για πολλή ώρα κοίταγε άφωνη τα εντυπωσιακά τακτοποιημένα χωριά τους, τα φροντισμένα σπίτια με τα διπλά γεράνια στα παρτέρια, τις όμορφες ασπροκέντητες κουρτίνες στα παράθυρα. Και κάποια στιγμή την ακούσαμε να μονολογεί: Τους είχαμε στο χωριό. Αυτούς, τους Αυστριακούς. Τους κοιτάγαμε και λέγαμε: Ποιος ξέρει από πού να μας κουβαλήθηκαν; Ποιος ξέρει τι φτώχεια, στα δικά τους μέρη, τους έφερε μέχρι εδώ…

Θ’ αναφερθούν όμως και στην αντιμετώπιση που είχαν μετά, στα χρόνια που ακολούθησαν τη μεγάλη νίκη. Θα καταθέσουν τα μεγάλα τους παράπονα:

Εμάς μας την αφαίρεσαν τη νίκη. […] Δεν τη μοιράστηκαν τη νίκη, οι άντρες, μαζί μας. Για μεγάλο διάστημα υπήρχε απέναντί μας μια έπαρση, μια συγκαταβατική αντιμετώπιση: Σιγά τις πολεμίστριες… Οι άντρες σώπαιναν κι οι γυναίκες μάς φώναζαν: Διασκεδάζατε τους άντρες μας. […] Πόρνες του πολέμου. […] Και ξαφνικά… δέχτηκα προσβολές, άκουσα λόγια φαρμακερά.

Κάθε γραμμή του βιβλίου συνταράζει τον αναγνώστη. Απ’ όλες τις μαρτυρίες, όμως, δεν θα μπορέσω ποτέ να βγάλω απ’ το μυαλό μου τα λόγια της Αντονίνα Αλεξέγιεβνα Κοντράσοβα, ανιχνεύτρια της αντάρτικης μονάδας του Μπιτός. Θα σας αφήσω να την ανακαλύψετε μόνοι σας.

Τεκμηριωτική πεζογραφία ονομάστηκε αυτή η —όχι και τόσο νέα όσο νομίζουμε— αφηγηματική τεχνική. Για όσους, ελάχιστους, αμφισβητούν την ένταξή της στα είδη της λογοτεχνίας, παραθέτω εδώ κάποια αποσπάσματα, άλλα από τις καταθέσεις των ίδιων των γυναικών…

Στην μνήμη μου ηχεί μια χορωδία. […] Ενίοτε σχεδόν δεν ακούγονται λόγια, μόνο κλάμα.

Έγινα μια αιχμάλωτη του κακού, για να καταλάβω έστω και κάτι, κρυφοκοίταξα την άβυσσο.

Είχε τρεις γιους, και οι τρεις δεν υπήρχαν πια. Καθόταν στο χώμα και κουνιόταν πέρα δώθε, ταχτάριζε τη δυστυχία της.

Έφτασα ως το Βερολίνο. Άφησα το αυτόγραφό μου στο Ράιχσταγκ: Εγώ, η Σοφία Κουντσέβιτς, ήρθα εδώ για να σκοτώσω τον πόλεμο.

Στον πόλεμο η ψυχή του ανθρώπου γερνάει. Μετά τον πόλεμο δεν ήμουν ποτέ νέα.

…άλλα από τα σχόλια της Αλεξίεβιτς που τις συνοδεύει:

Έχω μπροστά μου ζωντανά δάκρυα, ζωντανά αισθήματα. Ζωντανό ανθρώπινο πρόσωπο, από το οποίο την ώρα της αφήγησης περνούν σκιές φόβου και πόνου. Ενίοτε μάλιστα τρυπώνει εδώ και η ανατρεπτική υπόνοια μιας μόλις διακρινόμενης ομορφιάς της ανθρώπινης οδύνης. Τότε φοβάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό… Για μένα, ένας και μόνο άνθρωπος είναι ήδη κάτι τόσο πολύ. Σ’ αυτόν υπάρχουν τα πάντα — μπορείς να χαθείς μέσα του.

Θα τελειώσω την αναφορά μου σε αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο της Αλεξίεβιτς, επαναλαμβάνοντας μια φράση που είπε μια Σοβιετική μαχήτρια, την οποία συμμερίζομαι απόλυτα:

Λυπάμαι εκείνους που θα διαβάσουν αυτό το βιβλίο, αλλά κι αυτούς που δεν θα το διαβάσουν…