Το Tagesschau, η EPT και η AGB
Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε το εβδομαδιαίο μερίδιο τηλεθέασης του κεντρικού δελτίου της ΕΡΤ: 1,6%. Την ίδια στιγμή, στη Γερμανία, το μερίδιο του κεντρικού δελτίου της δημόσιας γερμανικής τηλεόρασης («Tagesschau») είναι σταθερά πάνω από 30%. Κατά μέσο όρο, 10 εκατομμύρια άνθρωποι συντονίζονται στις 8 το βράδυ στην κρατική συχνότητα για τις κύριες ειδήσεις της ημέρας. Μόνο μερικές χιλιάδες κάνουν το ίδιο καθημερινά στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί βέβαια πληρώνουν 4-5 φορές παραπάνω τον μήνα για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση και οι οικονομίες κλίμακας είναι διαφορετικές, συνεπώς οι παραγωγές δυνητικά καλύτερες. Ακόμη κι έτσι, οι τάσεις στις δύο χώρες είναι ξεκάθαρες: πλήρης απαξίωση της ελληνικού δελτίου της δημόσιας τηλεόρασης (με το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία), πρωτοκαθεδρία για το γερμανικό, με διαφορά από τα ιδιωτικά προγράμματα και με τα υψηλότερα ποσοστά των τελευταίων χρόνων.
Κάθισα, για τις ανάγκες αυτού του γράμματος, και παρακολούθησα τα δύο δελτία προσεκτικά με διάθεση συγκριτική. Η αίσθησή μου είναι ότι οι διαφορές δεν είχαν να κάνουν με την έλλειψη πόρων της ΕΡΤ, αλλά με τον επαγγελματισμό και τον τρόπο προσέγγισης των ειδήσεων. Από μόνη της η σύγκριση είναι μια πρόκληση, καθώς οι δύο παραγωγές-ναυαρχίδες της δημόσιας ενημέρωσης είναι δύο διαφορετικά είδη τηλεόρασης. Στις 23/03, για παράδειγμα, το δελτίο της ΕΡΤ κρατά γύρω στα 70΄, ενώ της ARD λίγο παραπάνω από ένα τέταρτο της ώρας (το ίδιο και στις άλλες μέρες). Στο πρώτο εμφανίζονται 31 συντελεστές (παρουσιαστές, σχολιαστές στο στούντιο και στην αίθουσα σύνταξης, ανταποκριτές και ρεπόρτερ) και στο δεύτερο μόλις 8. Τα καλυπτόμενα θέματα δεν είναι αναλογικά περισσότερα στην ελληνική παραγωγή: 20 για την ΕΡΤ με 7 (!) αθλητικά ρεπορτάζ, και 11 για την ARD. Κάποια θέματα καλύπτονται από την κεντρική παρουσιάστρια του ARD χωρίς ρεπορτάζ, πράγμα που δεν συμβαίνει ποτέ στο δελτίο της ΕΡΤ.
Ας κάνουμε λοιπόν τη σύγκριση του εισαγωγικού θέματος για της 23/03, δηλαδή της πρόσφατης τρομοκρατικής επίθεσης στο Λονδίνο. Στο δελτίο της ΕΡΤ η κάλυψή του κράτησε 31΄, σχεδόν δηλαδή όσο δύο ολόκληρα δελτία ειδήσεων της γερμανικής τηλεόρασης, με 9 συντελεστές —εκ των οποίων δύο ανταποκριτές στο Λονδίνο—, ενώ το ίδιο θέμα κράτησε 3 λεπτά στο γερμανικό δελτίο, με μία ανταποκρίτρια. Σε ένα βαθμό, η υπερπληθώρα συντελεστών και ο δεκαπλάσιος χρόνος που αφιερώνει η ΕΡΤ συνεπάγονται κάποιες περισσότερες πληροφορίες. Όμως γρήγορα παρατηρεί κανείς ότι ο επιπλέον χρόνος αναλώνεται κυρίως σε παύσεις, σχεδόν-σχόλια («Πώς είναι το κλίμα;», «Σίγουρα η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη»), μισο-αναλύσεις («Είναι σημαντικό ότι συμβαίνει αυτό τις ημέρες των νομοσχεδίων για το Brexit») και ρεπορτάζ που δεν προχωρούν το νήμα της είδησης. Για παράδειγμα, ένα τέταρτο του ημιώρου αναλώνεται σε μια επισκόπηση σε προηγούμενες επιθέσεις στο Γουεστμίνστερ ανά τους αιώνες, με στιγμιότυπα από την ταινία V for Vendetta (!), και σε μια παρουσίαση νεαρού δημοσιογράφου που επί 3-4΄ αναφέρεται σε παλαιότερες επιθέσεις του ISIS με οχήματα στη Γαλλία. Την ίδια στιγμή, η παρουσίαση της είδησης στη γερμανική τηλεόραση γίνεται χωρίς παύσεις, χωρίς σχολιασμό, χωρίς πάσες στην αίθουσα σύνταξης ή στο video-wall.
Εδώ κάπου προκύπτει το παράδοξο. Παρακολουθώντας τα 3΄ του γερμανικού δελτίου, αισθάνεσαι πιο ενημερωμένος από ό,τι βλέποντας τα 31΄ του ελληνικού δελτίου. Η ουσία κρύβεται στις επιλογές από την ομάδα του «Tagesschau», επιλογές με βάση την εξής αλληλουχία: πληροφορίες / αντιδράσεις κύριων προσώπων που επλήγησαν και πολιτικών / εμβάθυνση με πληροφορίες / περαιτέρω αντιδράσεις και συμπεράσματα / τέλος. Για ένα δύσκολο θέμα, με πολλές πτυχές, όπως η επίθεση στο Λονδίνο, υπάρχει συνήθως παραπομπή στη βραδινή ενημερωτική εκπομπή («Tagesthemen»). Αναλύσεις δεν γίνονται αν δεν βγάζουν αυστηρά και συγκεκριμένα κάπου. Οι πληροφορίες δίνονται ίσως με υπερβολικά γρήγορο ρυθμό, όμως ο θεατής νιώθει ότι σέβονται τον χρόνο του, ενώ καταλαβαίνει ότι δεν του εκμαιεύονται συναισθήματα.
Το ελληνικό δελτίο από την άλλη, αναλώνεται σε μία αφάνταστα κουραστική διαδικασία όπου η πληροφορία περιπλέκεται με το σχόλιο, και το νήμα του κεντρικού παρουσιαστή μπερδεύεται με αυτό των άλλων 8 με τους οποίους μιλά. Το ρεπορτάζ ξεκινά να μιλά για τα γεγονότα της επίθεσης, αλλά σύντομα ο παρουσιαστής δίνει τον λόγο στην αχρείαστα μεγάλη ανταπόκριση από την Πλατεία Τραφάλγκαρ, ουσιαστικά για να «κόψει κλίμα» — και το ίδιο γίνεται με μια ανταπόκριση από μια γέφυρα 2-3 χιλιόμετρα (!) πιο πέρα. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται τη μισή ώρα που κρατά η κάλυψη — η είδηση είναι μια βαριεστημένη βόλτα από το στούντιο στην αίθουσα σύνταξης, ανταπόκριση και πάλι πίσω χωρίς να δίνεται στον θεατή καμιά αιτιολόγηση. Έτσι, στο συγκεκριμένο θέμα το δελτίο δεν είναι εκπομπή άποψης, καθώς θέλει να περνιέται για αντικειμενικό, ούτε όμως ενημερωτική εκπομπή εμβάθυνσης, γιατί δεν εμβαθύνει. Έχει κανείς την εντύπωση ότι το δελτίο είναι εκεί για να δώσει βήμα στους υπεράριθμους συντελεστές του και όχι για την ίδια την είδηση, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων για να «κόψει κλίμα», όπως προείπαμε, για την ερμηνεία των ειδήσεων. Το φουτουριστικό στούντιο με τα ακριβά έπιπλα και το video-wall απλά επιτείνουν το αίσθημα σπατάλης σε ένα κακό προϊόν.
Η δεύτερη σύγκριση που έκανα ήταν στην κάλυψη για αμφιλεγόμενα θέματα εσωτερικής επικαιρότητας. Στις 20/3, για παράδειγμα, παρουσιάστηκε στο «Tagesschau» η είδηση συζήτησης στη γερμανική Βουλή για το εάν θα πρέπει να επιτραπεί σε πρόσφυγες να φέρουν μέλη της οικογένειάς τους νόμιμα. Το ρεπορτάζ κράτησε δύο λεπτά και κάλυψε το τωρινό νομικό πλαίσιο, τις τοποθετήσεις Σοσιαλιστών-Πρασίνων (υπέρ) και Χριστιανοδημοκρατών (κατά) και τα επιχειρήματα άμεσα εμπλεκομένων με διαφορετικές απόψεις (εκπρόσωποι πόλεων, εκκλησιαστικοί εκπρόσωποι και νομικοί για τα ανθρώπινα δικαιώματα).
Προσπάθησα να βρω αντίστοιχο θέμα και κάλυψη από πρόσφατα δελτία της ΕΡΤ. Το πρώτο ενδιαφέρον ήταν ότι δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Η καλυπτέα εσωτερική επικαιρότητα δεν ορίζεται από ζητήματα για τα οποία κόμματα και φορείς έχουν αντίθετες απόψεις. Πρώτον, ορίζεται από τις αντιδράσεις των κομμάτων σε φήμες (π.χ., για τη διαπραγμάτευση), σε δημοσιεύματα, καταγγελίες και tweets. Δεύτερον, ορίζεται από «πρωτοβουλίες» και «συναντήσεις» σημαντικών εκπροσώπων της κυβέρνησης και του κράτους που πρέπει να καλυφθούν (Ο Πρωθυπουργός συναντά το, Δήμαρχο Αθηναίων, Ο ΠτΔ στην Καλαμάτα, Ο υπουργός Εξωτερικών συναντά τον τάδε ομόλογό του). Δηλαδή σε ό,τι αφορά την εσωτερική επικαιρότητα, και σε αντίθεση με το γερμανικό δελτίο, το δελτίο της ΕΡΤ δεν ενημερώνει, παρά λειτουργεί είτε σαν θάλαμος αντήχησης για δευτερογενείς ερμηνείες, με το θέμα να πνίγεται στην παραφιλολογία μετά την πρώτη πρόταση, είτε ως κρατικός/κυβερνητικός ακόλουθος.
Σε κάθε περίπτωση, μία είδηση στο δελτίο της ΕΡΤ που δεν έχει να κάνει με δευτερογενή πολιτικολογία και αφορά αμφιλεγόμενο θέμα εσωτερικής επικαιρότητας προβλήθηκε στις 16/03. Ήταν ένα σύντομο ρεπορτάζ σχετικά με μειώσεις των εισφορών του ΕΦΚΑ για ασφαλισμένους πριν το 1993 και με παρατάσεις για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών λόγω καθυστερήσεων στο ηλεκτρονικό σύστημα. Η είδηση όμως προβάλλεται ως τεχνικό ζήτημα με δηλώσεις εκπροσώπων του Υπουργείο και, στο πιο πολιτικό της, ως φοροελάφρυνση των γηραιότερων ασφαλισμένων. Καμία προσπάθεια δεν γίνεται να δοθεί το πλαίσιο (μεγάλη αύξηση των εισφορών των προηγούμενων μηνών), δεν εξηγείται γιατί επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένοι ασφαλισμένοι για τις ελαφρύνσεις ή γιατί υπήρχε καθυστέρηση στο σύστημα και ποιος είχε την ευθύνη. Τα εύλογα ερωτήματα για τις επιπτώσεις στα ασφαλιστικά διαθέσιμα των ταμείων ή για την πορεία των δημοσίων εσόδων δεν τα αγγίζει ο ρεπόρτερ της ΕΡΤ, και δεν υπάρχουν αντιδράσεις εκπροσώπων των ασφαλισμένων ή αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Είναι σε ειδήσεις όπως αυτή που ο θεατής αισθάνεται ότι βλέπει ένα ρεπορτάζ σε διατεταγμένη υπηρεσία του Υπουργείου ή στην καλύτερη των περιπτώσεων το προϊόν πολύ κακής ποιότητας δημοσιογραφίας…
Συμπερασματικά, η σύγκριση των δύο δελτίων δίνει μια ιδέα για την τεράστια απόσταση που χωρίζει τη δημοφιλία τους. Το γερμανικό δελτίο ειδήσεων είναι κάπως στεγνό και παλιομοδίτικο, αλλά χωρίς αμφιβολία καλύπτει τα σημαντικά γεγονότα με τρόπο που σέβεται τον χρόνο και τη νοημοσύνη του θεατή. Εν μέσω πληθώρας πληροφοριών όπου η ποιότητα χάνεται στην ποσότητα, όπου το τέλος των παλιών μέσων θεωρείται σχεδόν αυτονόητο και όπου η συγκρουσιακή ενημέρωση «πουλάει», μια δεκαπεντάλεπτη εκπομπή χωρίς σχολιασμό αποτελεί το σημείο εκκίνησης της ενημέρωσης για τις ειδήσεις που αξίζουν και τα πιο σημαντικά επιχειρήματα των άμεσα εμπλεκομένων. Στο δικό μας σπίτι, τα 15΄ του «Tagesschau» είναι το έναυσμα για να ψάξουμε ένα θέμα πιο διεξοδικά, συνήθως στις εφημερίδες και στα περιοδικά ανάλυσης που διαθέτει η Γερμανία ή στις εκπομπές συζήτησης/έρευνας που παίζονται πιο αργά. Την προτίμησή μας συμμερίζονται και άλλα 10 εκατομμύρια άνθρωποι.
Και το δελτίο της ΕΡΤ; Το ελληνικό δελτίο ειδήσεων δεν υστερεί τεχνικά του γερμανικού και ίσως σε κάποια πράγματα είναι πιο «δυναμικό», με την έννοια της διάδρασης με τους ρεπόρτερ. Όμως το περιεχόμενο, απλωμένο άτακτα στη διάρκεια άνω των 70΄, σου αφήνει αίσθηση παρόμοια μιας τεράστιας μερίδας πολύ κακού φαγητού. Πίσω από την αποτυχία του ελληνικού δελτίου δεν κρύβεται μόνο ο φιλοκυβερνητισμός ή η κακή μίμηση των ιδιωτικών καναλιών, αν και φυσικά αυτά υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό. Το κυριότερο πρόβλημα είναι η προχειρότητα, η έλλειψη επαγγελματισμού και πραγματικού ενδιαφέροντος για τις σημαντικότερες πτυχές των καλυπτόμενων γεγονότων, καθώς και η διάχυτη πλαδαρότητα όλων των συντελεστών.
Δεν είναι φυσικά όλα τα προγράμματα στη γερμανική τηλεόραση παραδείγματα προς μίμηση. Οι τυποποιημένες δραματικές σειρές ή τα βαριετέ για συνταξιούχους (και τα δύο ανεξήγητα δημοφιλή!) δεν αντέχονται. Όμως, τα γερμανικά δελτία της δημόσιας τηλεόρασης μπορούν να γίνουν παράδειγμα προς μίμηση για τη σχέση κόστους/χρόνου και ποιότητας παραγωγής, όπως και για τον σεβασμό προς τον τηλεθεατή και φορολογούμενο. Με περισσότερη αμεροληψία, επαγγελματισμό και προσήλωση στην ουσία της είδησης, το δελτίο της ΕΡΤ θα μπορούσε να σταματήσει να είναι το ανέκδοτο που είναι σήμερα και να προσφέρει μια ποιοτική εναλλακτική λύση στα δελτία των ιδιωτικών καναλιών.