Ταξί στο λιμάνι

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Ταξί στο λιμάνι

Ζεστό μεσημέρι καλοκαιριού με βρίσκει να περιμένω επιβάτες στο λιμάνι. Ο ήλιος καίει αφόρητα, το πλοίο θα έπρεπε να ήταν ήδη εδώ, αλλά έχει αργήσει. Φορτηγά, αυτοκίνητα, ταξί, λιμενικοί που σφυρίζουν εκνευρισμένοι στο πλήθος που περιμένει και δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις τους. Σκιά, ούτε για αστείο. Δροσιά, άγνωστη λέξη. Συνθήκες που σε κάνουν να σκέφτεσαι με νοσταλγία την αναμονή στους κλιματιζόμενους χώρους του αεροδρομίου.

«Από την Πάτμο εδώ έρχονται;» με ρωτά κάποιος κύριος.

«Όχι, περιμένετε πολύ λάθος».

«Μα πώς, αφού μου είπαν εδώ!»

«Εδώ έρχεται το Blue Star Patmos, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με την Πάτμο, πρέπει να πάτε σε άλλη πύλη. Εκτός αυτού, δεν νομίζω ότι το πλοίο από την Πάτμο φτάνει τέτοια ώρα».

Ο κύριος απομακρύνεται βρίζοντας. Όχι εμένα, ελπίζω.

Το μεγάλο πλοίο φτάνει, δένει με χειρισμούς που με κάνουν να γελώ αναλογιζόμενη την ικανοποίησή μου κάθε φορά που σταθμεύω σε κάποιον μικρό χώρο, τα πρώτα αυτοκίνητα αρχίζουν να βγαίνουν. Αμέσως μετά αρχίζει να βγαίνει και το πλήθος. Εδώ δεν είναι εύκολο να σε εντοπίσουν αυτοί που περιμένεις, οι επιβάτες βγαίνουν όλοι ταυτόχρονα, είναι πολλές φορές ταλαιπωρημένοι, τους ενοχλεί η ζέστη και δεν έχουν καθόλου υπομονή.

«Μόνο από εδώ βγαίνουν από αυτό το πλοίο;» ρωτά η νεαρή κοπέλα που στέκεται και κοιτάζει δίπλα μου.

Εγώ κοντεύω να πέσω κάτω από τον ήλιο, είμαι κουρασμένη, έχω να προλάβω άλλο δρομολόγιο μετά από αυτό και, ενώ θέλω πάρα πολύ να της απαντήσω, «Όχι, όσοι έχουν ζεσταθεί πολύ κάνουν μια βουτιά και βγαίνουν να, εκεί δεξιά», της απαντώ με ένα ξερό: «Μόνο».

Οι επιβάτες μου, που φτάνουν κατακόκκινοι κοντά μου, με σώζουν, κι όλοι μαζί ξεκινάμε για το αυτοκίνητο.

 

Ξανά στο λιμάνι. Αυτήν τη φορά, είναι βράδυ. Έχει λίγη ζέστη, αλλά τουλάχιστον δεν έχει ήλιο. Οι επιβάτες μου έρχονται με ιπτάμενο δελφίνι από την Ύδρα, σχεδόν τρία τέταρτα μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης. Αυτήν την ώρα της ημέρας είναι όμορφα στο λιμάνι, η θέα της θάλασσας με τα φώτα να καθρεφτίζονται με ηρεμεί.

Οι άνθρωποι ψάχνουν δεξιά-αριστερά, εντοπίζουν το ταμπελάκι με το όνομά τους και έρχονται προς το μέρος μου. Μόλις μου δίνουν το χέρι τους, μας πλησιάζει κάποιος συνάδελφος.

«Λέιντι, τάξι;»

«Δεν βλέπεις ότι κρατάω χαρτί με το όνομά τους, τι λέιντι μας λες εδώ πέρα τώρα;» απαντώ ενοχλημένη.

«Όχι, εγώ για να εξυπηρετήσω το έκανα», απαντά παίζοντας το κομπολόι του.

«Να ’σαι καλά, αδερφέ, είσαι μεγάλη καρδιά, θα εξυπηρετήσω εγώ, ξεκουράσου», του απαντώ.

Ευτυχώς, οι επιβάτες μου είναι σκέτο περιβόλι: ζευγάρι Ιταλών που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο, είναι ευδιάθετοι, έχουν όρεξη για κουβέντα και γνωρίζουν την Αθήνα πολύ καλά. Η συζήτηση στον δρόμο προς το κέντρο είναι ζωηρή, γελάμε πολύ, σταματώ μπροστά στο ξενοδοχείο τους, και η κυρία παραπονιέται που φτάσαμε τόσο γρήγορα.

 

Ικανοποιημένη από την τελευταία διαδρομή της ημέρας, επιστρέφω, επιτέλους, στο σπίτι. Όσο και να με κουράζει το λιμάνι, σκέφτομαι σταματημένη στο φανάρι, ποτέ δεν το βαριέμαι, μπορώ με τις ώρες να παρακολουθώ την κίνηση των πλοίων, τον τρόπο που δένουν και τη θέα τους όταν αναχωρούν. Το πλήθος που ορμά στην αποβάθρα αμέσως μόλις ακουμπήσει η μπουκαπόρτα μπορεί να με αγχώνει, αλλά έχει τέτοια ποικιλία που το κάνει πολύ ενδιαφέρον. Εδώ δεν θα συναντήσεις τη σχετική ομοιομορφία των ταξιδιωτών του αεροδρομίου, εδώ θα βρεις από την τσεμπεροφορούσα γιαγιά που αξιώθηκε να πάει και φέτος στο νησί της, μέχρι κομψότατους επιβάτες που είναι σαν να αποβιβάστηκαν μόλις από πολυτελή θαλαμηγό.

Αλλά φτάνει, ώρα για ξεκούραση στο δικό μου λιμάνι. Αύριο, νωρίς το πρωί, με περιμένουν τα εντυπωσιακά κρουαζιερόπλοια.