Το τελευταίο καταφύγιο
Ο ήχος του βιολιού ακούστηκε γνώριμος· και ταυτόχρονα παράταιρος. Απόγευμα καθημερινής στην Ασκληπιού, στο κέντρο της Αθήνας, μηχανάκια περνάνε με βαθύ κόκκινο για να προλάβουν να παραδώσουν άλλη μία παραγγελία, ραδιοφωνικές ειδήσεις γεμάτες αγριότητα και αβεβαιότητα μεταδίδονται από τα στερεοφωνικά των σταματημένων αυτοκινήτων, οι πεζοί περπατούν βυθισμένοι στους προσωπικούς τους μικρόκοσμους, και όμως: ο επίμονος βιολιστής συνεχίζει να προσπαθεί να αποδώσει με το δοξάρι του μία σονάτα του Μπετόβεν, διακόσια χρόνια παλιά (ή διακόσια χρόνια νέα). Τον παρατηρώ πίσω από το παράθυρο του ορφικού ωδείου και, ακούγοντάς τον να διαταράσσει τη βουβή αστική ατμόσφαιρα, μου θυμίζει ένα άλλο μουσικό περιστατικό, τέτοια εποχή δέκα χρόνια νωρίτερα.
Ήταν Φεβρουάριος του 2006, απόγευμα καθημερινής στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μέσα σε ένα ιδιαίτερο καφέ-μπαρ της πόλης, η απαλή τζαζ που ακουγόταν από τα ηχεία κόπηκε απότομα και, όταν όλοι γυρίσαμε το κεφάλι μας να δούμε πού πήγε, είδαμε τον Λεωνίδα Καβάκο να υποκύπτει στα παρακαλετά του ιδιοκτήτη, να αφήνει το εσπρεσάκι του πάνω στην μπάρα και να βγάζει το βιολί του από τη θήκη — για περίπου δύο λεπτά. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να θυμηθώ με ποιους ήμουν εκεί ή τι συζητούσαμε εντός του πλαισίου τής τότε προ-κρισιακής φοιτητικής μας αγρανάπαυσης· αλλά θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια εκείνο το δίλεπτο με τον Καβάκο. Ήταν λες και όλοι οι θαμώνες του μπαρ να μοιραστήκαμε για λίγο μια κοινή δεσμευτική εμπειρία. Γιατί, εκείνη τη στιγμή που το μουσικό χαλί του CD player έδωσε τη θέση του στην αδιαμεσολάβητη, απροσδόκητη βιολιστική performance, η δυναμική της μουσικής κατήργησε τα επιμέρους σύνορα των προσωπικών μας ιστοριών και προβλημάτων και έχτισε έναν αόρατο ηχητικό τοίχο, που πίσω του μοιραστήκαμε όλοι ένα απρόσβλητο καταφύγιο. Και ήταν καλά εκεί.
Στην εποχή που ζούμε σήμερα, την εποχή της παγκόσμιας αστάθειας και της εγχώριας παρακμής, την εποχή που ιστορικές χώρες όπως η Συρία πεθαίνουν —κυριολεκτικά— και σβήνουν σιγά-σιγά από τον χάρτη, ενώ νεότερα κράτη, ξεχασμένα από την παγκόσμια ιστορία, διεκδικούν με αυτοπεποίθηση τη θέση τους στην παγκοσμιοποιημένη διεθνή πραγματικότητα, την εποχή του αδύνατου μελλοντικού σχεδιασμού, της υπερπληροφόρησης και παραπληροφόρησης, των τεχνολογικών αλμάτων αλλά και των θεσμικών καταρρεύσεων, η τέχνη αποτελεί για πολλούς το έσχατο καταφύγιο.
Απολυμένοι δημοσιογράφοι εκδίδουν παιδικά βιβλία, εξουθενωμένοι συμβολαιογράφοι οργανώνουν εκθέσεις ζωγραφικής, επαγγελματίες όλων σχεδόν των ειδικοτήτων ασχολούνται με το διαδικτυακό ραδιόφωνο, με τη δημιουργική γραφή, αφηγούνται ιστορίες, ψάχνουν μελωδίες, χορεύουν, ερμηνεύουν, γράφουν, αμύνονται. Είναι άμυνα η τέχνη, είναι και κρυψώνα, ένα ζεστό πάπλωμα σε ένα σύμπαν κρύο και δυσνόητο, συναρπαστικό μεν αλλά επίφοβο για όσους (πολλούς) δεν προλαβαίνουν, ούτε και θέλουν, να το κατανοήσουν.
Κρυψώνες βέβαια υπάρχουν και άλλες πολλές, αφόρητα νοσταλγικές ή ζοφερά εθνικιστικές, κρυψώνες μίσους και φανατισμού, αντικοινωνικού ωφελιμισμού, ψεκασμένης συνωμοσιολογίας και ρατσιστικής μισαλλοδοξίας, ιδεοληπτικά λαγούμια στα οποία φωλιάζουν πληγωμένοι εγωισμοί, συσσωρευμένα κόμπλεξ και βίοι τραυματικοί.
Ευτυχώς, όμως, υπάρχει και αυτό το βιολί: το αιώνιο απάγκιο της μουσικής, της μόνης τέχνης που υπερβαίνει την ταπεινή φύση του ανθρώπου.
Γι’ αυτό συνεχίζει και ο επίμονος βιολιστής, γι’ αυτό πασχίζει να αποδώσει με το δοξάρι του εκείνη τη σονάτα του Μπετόβεν, τη διακόσια χρόνια παλιά, τη διακόσια χρόνια νέα.