Τέσσερις σταθμοί

P
Στέφανος Καβαλλιεράκης

Τέσσερις σταθμοί

ΣΤΑΘΜΟΣ 1ος

Το βράδυ της 14ης Αυγούστου του 1909 θα γραφόταν μια ακόμα από εκείνες τις περίεργες σελίδες της ελληνικής ιστορίας που η άμεση και «κινηματική» εμπλοκή του στρατού στην πολιτική ζωή θα καταγραφόταν αργότερα σαν μια θετική εξέλιξη στον εκδημοκρατισμό της χώρας. Είχε προηγηθεί άλλη μια τέτοια το 1843 με τη Συνταγματική Επανάσταση.

Σε μια συνοικία της Αθήνας μακριά από το κέντρο, στο Γουδί, στεγαζόταν η «Φρουρά των Αθηνών». Εκεί, είχαν συγκεντρωθεί 449 αξιωματικοί, 2.546 στρατιώτες και ναύτες και 67 χωροφύλακες του αντιμοίραρχου Σπυρομήλιου. Α, είχαν μαζί τους και 22 πυροβόλα. Πρωθυπουργός τότε ήταν ο Δημήτριος Ράλλης, αγγλόφιλος ο οποίος μερικές εβδομάδες νωρίτερα είχε διαδεχτεί τον γερμανόφιλο Γεώργιο Θεοτόκη σε μια πολιτική εναλλαγή που ανακύκλωνε μια βαλτωμένη πολιτική ζωή, αλλά προετοίμαζε και το έδαφος για τον πρώτο μεγάλο Ελληνικό Εμφύλιο, τον Εθνικό Διχασμό.

Το Γουδί, το οποίο αποκτά σχεδόν μυθικές διαστάσεις στη νεοελληνική ιστορία, είναι επί της ουσίας ένα κίνημα που δεν συνέβη ποτέ.  Οι δύο συνωμοτικές ομάδες, που δεν ήταν και τόσο συνωμοτικές, ήταν οι εξής: ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», που αποτελούσαν οι ανώτεροι αξιωματικοί και είχε αρχηγό τον Νίκο Ζορμπά, και ο «Σύνδεσμος Υπαξιωματικών», που ήταν ο πιο δραστήριος, με αρχηγό τον ταγματάρχη Γεώργιο Καραϊσκάκη, εγγονό του οπλαρχηγού του ’21 και βουλευτή Καρδίτσας. Οι υπαξιωματικοί ήταν γενικά πιο δραστήριοι και ζητούσαν ριζικές αλλαγές στη χώρα, σε αντίθεση με τους αξιωματικούς που ήταν πιο επιφυλακτικοί. Οι αέναες διαπραγματεύσεις και ζυμώσεις, μέσα από πολλές φανερές και υπόγειες διαδικασίες, θα καταλήξουν στην έλευση τελικά ενός νέου πολιτικού προσώπου, του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο ελληνικός 20ός αιώνας ξεκινά.

ΣΤΑΘΜΟΣ 2ος
Η μικρασιατική καταστροφή παρέλυσε το κράτος και προκάλεσε την εξέγερση του ελληνικού στρατού που υποχωρούσε άτακτα. Στη Χίο και στη Μυτιλήνη τα στρατιωτικά τμήματα επαναστάτησαν τη νύχτα της 11ης προς τη 12η Σεπτεμβρίου του 1922. Το Ναυτικό προσχώρησε αμέσως. Μια επιτροπή ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος: οι αξιωματικοί Νικόλαος Πλαστήρας, Στυλιανός Γονατάς, Δημήτριος Φωκάς. Η επανάσταση επικράτησε αμέσως στα νησιά.

Οι αρχηγοί της έδωσαν διαταγή στον στρατό να μπει στα πλοία και να πλεύσει στον Πειραιά. Ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους, οι αξιωματικοί στην Αθήνα προσχώρησαν στην επανάσταση και η κυβέρνηση Τριανταφυλλόπουλου παραιτήθηκε μόλις τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα αποβιβάστηκαν στο Λαύριο (13 Σεπτεμβρίου). Στις 14, ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε υπέρ του Γεωργίου, εγκαταλείποντας τη χώρα. Την ίδια μέρα (14 Σεπτεμβρίου), οι αρχηγοί της επανάστασης μπήκαν στην πρωτεύουσα και τηλεγράφησαν στον Ελευθέριο Βενιζέλο να γυρίσει από το Παρίσι. Εκείνος προτίμησε να μείνει και να διαπραγματευτεί τη συνθήκη με την Τουρκία. Ο αρχηγός του στρατού Μικράς Ασίας στρατηγός Χατζηανέστης και το «συμβούλιο των πέντε» (Νικόλαος Στράτος, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Δημήτριος Γούναρης και Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης) συνελήφθησαν, δικάστηκαν, κρίθηκαν ένοχοι εσχάτης προδοσίας και εκτελέστηκαν (15 Νοεμβρίου). Από τις 14, πρωθυπουργός είχε αναλάβει ο Στυλιανός Γονατάς, ενώ ο Νικόλαος Πλαστήρας έμεινε αρχηγός της επανάστασης. Ο ελληνικός μεσοπόλεμος, μια εποχή πολιτικών εκτροπών, κινημάτων, εμφυλιοπολεμικών περιστατικών, μια ανερμάτιστη κατά βάση εποχή ξεκινά, και το καθεστώς Μεταξά αρχίζει να διακρίνεται.

ΣΤΑΘΜΟΣ 3ος

Στις 2 μετά το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου 1974, συνεκλήθη η σύσκεψη των πολιτικών, υπό τον Γκιζίκη. Η πλάστιγγα, πάντως, έγερνε προς κυβέρνηση Κανελλόπουλου-Μαύρου με την τυπική συνηγορία όλων ώστε να επιτευχθεί μια πολιτική και εθνική ενότητα. Ακόμα και του Αβέρωφ, που συμφώνησε μεν σε αυτή τη λύση, προτείνοντας όμως να σχηματίσει κυβέρνηση ο ευρισκόμενος στο Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής — για να τον διακόψει ο Γκιζίκης λέγοντάς του ότι, «Επειγόμεθα και εκείνος βρίσκεται μακριά».

Στις 17:40 μ.μ. περατώθηκε η σύσκεψη, με τους Κανελλόπουλο και Μαύρο να δεσμεύονται ότι στις 8 μ.μ. θα επανέλθουν για να παρουσιάσουν ενώπιον όλων τη σύνθεση της κυβέρνησής τους. Αποχώρησαν και οι υπόλοιποι πολιτικοί. Όλοι, πλην ενός: ο Ευάγγελος Αβέρωφ έμεινε. Μέσα σε μισή ώρα, ο Ηπειρώτης πολιτικός είχε καταφέρει όχι μόνο να πείσει τους Γκιζίκη, Μπονάνο, Γαλατσάνο, Αραπάκη και Παπανικολάου, αλλά να βρει και στο τηλέφωνο τον Καραμανλή, να τους τον δώσει να μιλήσουν και να εξασφαλίσει τελικώς τη δέσμευσή του ότι εντός των επομένων ωρών θα επέστρεφε «με κάθε μέσο» στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η Ελλάδα θα ξανακάνει ένα άλμα, θα βάλει στην άκρη τις στρατιωτικές παρεμβάσεις 60 και πλέον ετών και θα κάνει μια απότομη και σωτήρια για την ευημερία της χώρας στροφή προς τον ευρωπαϊκό δρόμο.

ΣΤΑΘΜΟΣ 4ος – Ο άγνωστος

Η πιο ζοφερή μεταπολεμική δεκαετία, και συνάμα και πιο άγνωστη, είναι η δεκαετία του 1950. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των ανέργων αγγίζει ακόμη και το 1,2 εκατομμύρια πολίτες. Παρατηρείται αύξηση των αυτοκτονιών απελπισμένων ανέργων στις μεγάλες πόλεις. Άνθρωποι που επιβίωσαν από τους ναζί, τον λιμό και τον εμφύλιο, έδιναν τέλος στη ζωή τους μην αντέχοντας την εξαθλίωση της ανεργίας. 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η κατάσταση της χώρας ήταν άθλια. Ο ρυθμός ανάπτυξης, όταν υπήρχε, δεν ξεπερνούσε το 2%, τη στιγμή που στην υπόλοιπη Ευρώπη πετούσε στο 10%. Το βιοτικό επίπεδο ήταν το χαμηλότερο της Ευρώπης, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα έφτανε μόλις τα 156 δολάρια ετησίως, το 1/5 από αυτό της Αγγλίας και το 1/3 του γαλλικού. Οι επιχειρήσεις έβαζαν λουκέτο σε καθημερινή βάση, οι απολύσεις επιδείνωναν την απόγνωση, κάποιοι αναζητούσαν ένα πιο υποφερτό μέλλον στο εξωτερικό, άλλοι δεν άντεχαν και αυτοκτονούσαν. Σε αυτή την άγνωστη δεκαετία όμως υπήρχε μεν και μια Ελλάδα που μετανάστευε και ζούσε φτωχά, αλλά και που προσπαθούσε ταυτόχρονα να εντοπίσει τα κανάλια της κοινωνικής κινητικότητας, πασχίζοντας να επιβιώσει μέσα από τη σκληρή της δουλειά. Στις προσπάθειες εκείνης της δεκαετίας βασίστηκε και η αισθητή οικονομική άνοδος κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.

Και σήμερα;
Τι μπορεί να γίνει άραγε σήμερα; Η χώρα βρίσκεται σε ένα τέλμα που όμοιό της δεν εντοπίζεται ίσως ξανά. Κάτοικοι που φτωχοποιούνται καθημερινά, έλλειψη δουλειάς, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που αναδύει μούχλα, σήψη, κουραστική επανάληψη. Η ματαιότητα και η απελπισία κατακλύζουν την καθημερινότητα. Ένα ιδιότυπο «mal du siècle» παίρνει σάρκα και οστά. Η ιστορία, αντίθετα από ότι ισχυρίζεται το γνωστό κλισέ, ΔΕΝ επαναλαμβάνεται· μπορεί να έχει αναλογίες, αλλά σε καμία περίπτωση ΔΕΝ επαναλαμβάνεται.  Ο στρατός, το κίνημα, οι «χαρισματικοί» πολιτικοί, η σιωπηρή σκληρή εργασία —και ευτυχώς όσον αφορά τα δύο πρώτα—, δεν υπάρχουν σήμερα σαν προϋποθέσεις στο γίγνεσθαι.

Άρα το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι το εξής: Ποιες θα είναι οι δυνάμεις που θα καταστήσουν και αυτή την περίοδο έναν ακόμη ΣΤΑΘΜΟ; Βεβαίως, αν οι δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας εξαντλήθηκαν τόσο ώστε να μπει πια το ΤΕΡΜΑ, το ΤΕΛΟΣ ακόμα και της Ιστορίας παραμένει πάντα μια επιλογή.