Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια…
Αναρωτιόμουν, τις προάλλες, εάν τελικά υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας και κατανόησης, στην πλήρη της μορφή, των όσων συμβαίνουν γύρω μας. Κυρίως όμως όσων χρησιμοποιούν αυτό που λένε «κώδικες» της νέας γενιάς, ή του «σήμερα».
Πιστέψτε με, ακόμη και τα συνθήματα που άκουγα, προχθές, να φωνάζουν για το Πολυτεχνείο, άχρονα, ανόητα και κυρίως χωρίς ρυθμό και παιχνίδισμα, είχανε κάτι που θα τα έκανε αφομοιώσιμα, και κυρίως εύληπτα. Θυμάμαι ότι ακόμα και το σφάλμα του εκετζή, μία η ντουντούκα, τέσσερις εμείς, ήταν εύληπτο και φωνάζονταν αμέσως. Η πλάκα βέβαια είναι ότι αναπαράχθηκε αμέσως και έγινε το μεγάλο γέλιο. Και σας το λέει ένας επαγγελματίας ντουντούκατζης, που, επειδή περνούσαν αφθωρεί και παραχρήμα τα συνθήματά του, έτυχε πολλές φορές της χλεύης και του εκπληκτικής ποιότητας χιούμορ του Μανόλη Αναγνωστάκη, όταν πλησιάζοντας από πίσω μου με πέταξε εκείνο το, «Χοντρέ, δεν πείθεις — χοντρέ, δεν πείθεις», αναφερόμενος στη εμμονή μας για ψωμί-παιδεία-ελευθερία.
Αυτό που νιώθω όμως είναι πως η παραφθορά, και κυρίως ο ευτελισμός, έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο, που γυναικείο περιοδικό, για παράδειγμα, καρακιτσάτου λάιφ στάιλ τρελαίνεται να γράφει γελοιότητες, υποστηρίζοντας τον Τσιπρισμό.
Μακάρι να γράφαν στα εντιτόριάλ τους ιστορίες γκαβλοτίκ, περί την κρίση.
Αλλά δεν σου πάει, καλέ, και κερία, και πάρε γκούτσι μες στην κρίση και ψήφα Βούτση να σε διορίσει.
…Αυτά σκεπτόμενος, μια βδομάδα μετά τα γεγονότα και περπατώντας προς το Πολυτεχνείο, χωρίς ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και αηδίες, αναλογίστηκα πόσες πολλές ανοησίες κάναμε στην ζωή μας, πληγώνοντας ανθρώπους, δημιουργώντας κενά. Άλλοτε άθελά μας, άλλοτε απερίσκεπτα και άλλοτε γιατί ήμασταν ποτισμένοι —νοτισμένοι, πες— από την υγρασία του παλιοκαιρισμού.
Έτσι, προχθές μου ’ρθε, σαν ανάγκη, να ζητήσω συγγνώμη από τον Τσιτουρίδη, που τον διαγράψαμε, μέσα στην τρέλα της εποχής, ως συνεργάτη της χούντας, μαζί με τον μακαρίτη τον Τζότζιο, που κλαίγανε ειλικρινά, έξω από το αμφιθέατρο, μετά την ανοησία μας.
Του το έχω πει πολλές φορές κατ’ ιδίαν, τώρα όμως του το λέω και δημοσίως:
Ο Σάββας δεν υπήρξε χουντικός, ούτε κατά διάνοια.
Άλλοι ήταν αυτοί που ήταν χουντικοί και λαθροβίωσαν, κερδίζοντας οφίκια σε κείνη την πελώρια κολυμπήθρα του Σιλωάμ που λέγεται ΠΑΣΟΚ.
Όπως επίσης «αποχουντοποιήσαμε» τον σίγουρα πολύ συντηρητικό Φιλιππίδη, πολύ υψηλής ποιότητας ποινικολόγο, όμως κυρίως δάσκαλο του ποινικού, και κανείς δεν ρώτησε, ποτέ, τον λαθροβίωτο σημερινό υπουργό της Δικαιοσύνης, που κρύβονταν εκείνα τα χρόνια.
Μακριά από μένα η λογική του τιμητή. Του κήνσορα. Εξάλλου, τα παλικάρια του τσιπριζμού, έχουν επαγγελματική σχολή, για τα θέματα αυτά.
Τα λέω απλά γιατί θέλω να διορθώσω άλλη μια απολύτως αυθόρμητη πράξη μας, του ’85, που κάποιοι θέλουν να τη σκυλεύουν και να την εκμεταλλεύονται ακόμη και σήμερα, το 2015.
Ο Θωμάς Βασιλειάδης υπήρξε σπουδαίος αγωνιστής, του αντιδικτατορικού αγώνα, κυρίως η ψυχή του φοιτητικού κινήματος, μετά το ’72 που αποφυλακίστηκε. Έφυγε νωρίς, τον Μάρτη του ’85. Τότε ακόμα όλα ήταν νωπά, ο πόνος μας για τον άδικο χαμό του Θωμά, στα 38 του χρόνια, αβάσταχτος. Κι επειδή ο πόνος λόγια δεν έχει, κινηθήκαμε με παρόρμηση…
Ζητήσαμε, παραμονές του Πολυτεχνείου του ’85, από τον Φατούρο, Πρύτανη τότε του ΑΠΘ, να εντοιχίσουμε μία μαρμάρινη πλάκα, στη μνήμη του, στην είσοδο του Πολυτεχνείου. Εκεί πηγαίναμε, κάθε χρόνο, τιμούσαμε τη μνήμη του, θυμόμασταν στιγμές σημαντικές δικές του ή μαζί του.
Πέρασαν χρόνια και καιροί, από τότε…
Φέτος έκλεισαν 30 χρόνια.
Οι νέες γενιές δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει και αναρωτιούνται ποιος είναι αυτός.
Οι πιο πολλοί πιστεύουν ότι σκοτώθηκε στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης.
Και, φυσικά, κάποιοι το αξιοποιούν, για να αναφωνήσουν το γνωστό σε όλους μας, πλέον, «Τοιούτος υπήρξα εγώ, ω αθάνατε νεκρέ», στην παρωδία ομιλίας που θα εκφωνήσουν.
Ο Θωμάς ανήκει στον αντιδικτατορικό αγώνα. Ανήκει στην εποχή του.
Το ανήσυχο πνεύμα του και το διορατικό του βλέμμα έφευγαν πολύ μακριά από τα στενά όρια που θέλουν και ήθελαν, από τότε, να τον στραγγαλίσουν.
Ο Θωμάς ανήκει, καταρχάς, στην οικογένειά του, πρώτα και κύρια, και κατά δεύτερον σε όσους ζήσαμε μαζί του, και μετά στην ιστορία του φοιτητικού κινήματος της Θεσσαλονίκης.
Γι’ αυτό μαζέψτε τα κουλά σας από πάνω του, γελοίοι νεκρόφιλοι, ετερόφωτοι και κυρίως σκοτεινοί.
Το 2016, 31 χρόνια μετά τη θανή του, οι φίλοι και η οικογένειά του θα οργανώσουμε, στις 18 Μαρτίου, ημέρα του θανάτου του, ένα πολιτικό αναλόγιο, και μετά θα αφεθεί ήσυχος, στην ιστορία του κινήματος των νέων ανθρώπων, εναντίον της χουντικής καταισχύνης.
Και φυσικά εναντίον κάθε πρόστυχης μικροκομματικής και συμφεροντολογικής καπηλείας.
Του κινήματος όπως το ονειρεύονταν: για τη δημοκρατία, το βάθεμά της και τη συνεννόηση…