Θάβοντας το φτυάρι

C
Γιώργος Κυριαζής

Θάβοντας το φτυάρι

Συμβαίνει συχνά στους καλλιτεχνικούς κύκλους ομότεχνοι να κακολογούν ομοτέχνους, άλλοτε ασκώντας υπερβολικά (έως αδικαιολόγητα) αυστηρή κριτική και άλλοτε βγάζοντας χολή «δι’ ασήμαντον αφορμήν», όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Αυτή είναι μια στάση που δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, αφενός γιατί οι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως την τάση να βλέπουν την καμπούρα των άλλων και όχι τη δική τους, και αφετέρου γιατί πολλοί από εμάς έχουν αυξημένα επίπεδα μικροπρέπειας στον εγκέφαλο. Έτσι, το θάψιμο δίνει και παίρνει, και τώρα με τα μαζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης το φαινόμενο είναι πλέον καθημερινό. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να είναι καλύτερος από εμάς, κανείς δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερες επιτυχίες από εμάς, μόνο εμείς αξίζουμε, οι άλλοι όχι, και, ακόμα και σε περιπτώσεις που το επίτευγμα του άλλου είναι αδιαμφισβήτητο, όλο και κάποιο αρνητικό στοιχείο θα βρούμε να αναφέρουμε. Δεν είναι γενικευμένη στάση αυτή, βέβαια, αλλά πάντως απαντά συχνότερα απ’ ό,τι θα ήταν καλό για την ψυχική μας υγεία.

Ως αντίδοτο σε αυτές τις συμπεριφορές, προτείνω σήμερα δύο παραδείγματα προς μίμηση από το (τόσο αγαπημένο) παρελθόν.

Ο Ιρλανδός συνθέτης και οργανίστας Τόμας Ροουζινγκρέιβ (1690-1766) σε ηλικία 20 ετών ταξίδεψε στην Ιταλία για να εξελίξει το μουσικό του ταλέντο. Εκεί, και συγκεκριμένα στη Βενετία, γνώρισε κάποιο βράδυ τον πέντε μόλις χρόνια μεγαλύτερό του Ντομένικο Σκαρλάτι (1685-1757). Ήταν και οι δυο καλεσμένοι σε κάποιο σπίτι, και οι οικοδεσπότες ζήτησαν από τον Σκαρλάτι να παίξει κάτι στο τσέμπαλο. Ο Ροουζινγκρέιβ περιγράφει τις εντυπώσεις του με τα εξής λόγια:

Όταν άρχισε να παίζει, μου φάνηκε σαν να είχαν μπει μέσα στο όργανο δέκα χιλιάδες διάβολοι, γιατί ποτέ μου δεν είχα ακούσει τέτοια περάσματα και ποικίλματα. Το παίξιμό του ξεπερνούσε τόσο πολύ το δικό μου, που αν είχα πρόχειρο ένα μαχαίρι θα έκοβα τα δάχτυλά μου. Ντράπηκα τόσο πολύ, που για ένα μήνα μετά δεν άγγιξα μουσικό όργανο.

Και ο ενθουσιασμός του νεαρού Ιρλανδού δεν έμεινε στα λόγια: ακολούθησε τον Σκαρλάτι στη Νάπολη, και μετά στη Ρώμη. Αργότερα, όταν επέστρεψε στην Αγγλία, εξέδωσε τις σονάτες για τσέμπαλο του Σκαρλάτι, κάνοντάς τες ιδιαίτερα αγαπητές στο εκεί κοινό.

Αλλά και ο ίδιος ο Σκαρλάτι, παρότι δεινός τσεμπαλίστας, δεν έδειχνε καθόλου μειωτική διάθεση απέναντι στους ομοτέχνους του. Λέγεται πως κάποτε, στο ανάκτορο του καρδινάλιου Οτομπόνι στη Ρώμη (όπου σύχναζαν και πολλοί άλλοι ονομαστοί μουσικοί, όπως ο ΑρκάντζελοΚορέλι), τον έβαλαν να διαγωνιστεί σε δεξιοτεχνία ενάντια στον περίφημο Χέντελ, και οι «κριτές» αποφάνθηκαν πως ο Σκαρλάτι ήταν ανώτερος από τον Χέντελ στο τσέμπαλο, αλλά κατώτερος στο εκκλησιαστικό όργανο. Τι έκανε, λοιπόν, ο Σκαρλάτι; Μίσησε τον Χέντελ; Άρχισε να τον κακολογεί; Ακολούθησε το γνωστό παράδειγμα του χωρικού που ζήτησε από το Θεό να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα; Όχι. Αντίθετα, μέχρι το τέλος της ζωής του, όποτε ερχόταν η κουβέντα στις δεξιοτεχνικές ικανότητες του Χέντελ, ο Σκαρλάτι έκανε τον σταυρό του με ευλάβεια και σεβασμό προς τον συνάδελφό του, αναγνωρίζοντας το μεγαλείο του.

Άντε, και στα δικά μας…