Θεωρίες συνωμοσίας

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Θεωρίες συνωμοσίας

Η μέρα είναι λαμπερή, ο ουρανός δεν έχει το παραμικρό συννεφάκι, αλλά έχει όμως τα ίχνη συμπύκνωσης που αφήνουν τα αεροπλάνα — τα οποία και παρατήρησε η επιβάτιδα που κάθεται δίπλα μου:

«Νά τα. Νά τα πάλι. Την ίδια ώρα κάθε μέρα. Μία φορά το πρωί και μία το βράδυ».

«Μας ρίχνουν αντιβίωση, γι’ αυτό».

«Σου φαίνεται αστείο; Δεν διαβάζεις στο Ιντερνέτ και είσαι και νέα κοπέλα».

«Κάτι διαβάζω, αλλά μάλλον δεν έχω τις δικές σας έγκυρες πηγές».

Η κυρία με κοίταξε με θυμό, οίκτο και απορία μαζί και, ευτυχώς, δεν ξαναμίλησε. Όσο οδηγούσα, σκεφτόμουν πόσες φορές έχω ακούσει το ίδιο πράγμα — άπειρες. Κάποιες φορές μάλιστα οι επιβάτες επιχειρηματολογούν τόσο ζωηρά (σαν ψεκασμένοι!), που εύχομαι από μέσα μου να μην είχα διαφωνήσει και να είχα βρει την ησυχία μου πετώντας ένα αόριστο, «Τι να πει κανείς…»

                                                                                                                                                 

Ακινητοποιημένη για ώρα στην κίνηση, φασαρία, ζέστη και ο επιβάτης δίπλα μου στριφογυρίζει στη θέση του σαν το αρνί στη σούβλα, σχολιάζοντας μέσα από τα δόντια του διάφορα που παρατηρεί από το παράθυρο χωρίς να απευθύνεται σε μένα. Αλλά, τόση ώρα στο ίδιο σημείο, ήρθε και η σειρά μου:

«Ξέρετε τι είναι αυτό εκεί, ε;» με ρωτά δείχνοντας μια κεραία ασύρματου δικτύου. Χωρίς να περιμένει απάντηση, μου αποκαλύπτει ότι πρόκειται για τρόπο ελέγχου ραδιοκυμάτων που επηρεάζουν και χειραγωγούν τη σκέψη μας.

Τέλεια. Και μποτιλιάρισμα και το αυτοκίνητο σαν θερμοκήπιο από τη ζέστη και ο τρελός του χωριού δίπλα μου, νά σου και η χειραγώγηση της σκέψης στη μέση μέσω ραδιοκυμάτων — θέλω να σχολάσω τώρα!

Κουνώ το κεφάλι μου χωρίς να σχολιάσω μπας κι αποφύγω τα χειρότερα, αλλά ο κύριος, όχι, δεν πτοείται. Αρχίζει να αναπτύσσει τη θεωρία του, επικαλείται πηγές και στοιχεία αδιάσειστα, επιστημονικά, εγώ έχω πειστεί ότι μεταφέρω τον αρχισυντάκτη της Ελεύθερης Ώρας και το μόνο που μπορεί να με σώσει —μιας και δεν έχω ένα από αυτά τα μηχανήματα να του χειραγωγήσω τη σκέψη— είναι να φτάσουμε γρήγορα στον προορισμό μας γιατί ακόμη και η δική μου υπομονή έχει τα όριά της.

 

Ο επόμενος επιβάτης είναι η τελευταία διαδρομή της ημέρας, ο προορισμός του είναι κοντά στο σπίτι μου, άμα δεν πολυμιλάει κιόλας όλα θα είναι καταπληκτικά.

Αλλά δεν ήταν.

«Ε ρε Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται!» τον ακούω να λέει περνώντας έξω από το υπουργείο Εργασίας όπου έχουν στηθεί διάφορα αντίσκηνα. Κι εκεί που σκέφτομαι ότι, αν το σταματήσει εκεί, υπόσχομαι να δουλέψω μία εβδομάδα αφιλοκερδώς, μου έρχεται η ερώτηση:

«Εσείς τι λέτε, κυρία μου; Δεν συμφωνείτε ότι επιτέλους πρέπει να εκλείψουν αυτά τα φαινόμενα; Είναι εικόνα εισόδου υπουργείου αυτή;»

«Και για να εκλείψουν αυτά τα φαινόμενα πρέπει να έχουμε δικτατορία;»

«Είδατε να μας οδηγεί κάπου η δημοκρατία; Όλο και χειρότερα γίνονται τα πράγματα. Επιτέλους, πρέπει να κυβερνήσουν οι ολίγοι, οι άριστοι».

«Και ποιος θα αποφασίσει ποιοι είναι οι άριστοι;»

«Η φύση!»

«Ωραία, ας μαζευτούμε κάπου να παλέψουμε κι όποιος μείνει όρθιος ας κυβερνήσει».

«Είστε νέα και δεν σας αδικώ που δεν γνωρίζετε, αλλά φροντίστε να αλλάξει μυαλά η γενιά σας γιατί δεν πάμε καθόλου καλά. Καθόλου καλά».

«Αν κρίνω από το ότι αυτός που κάνει τον πρωθυπουργό έχει ακριβώς την ηλικία μου, τότε, ναι, θα συμφωνήσω ότι δεν πάει καλά η γενιά μου. Αλλά τα υπόλοιπα, λυπάμαι, δεν τα συμμερίζομαι».

«Ούτε ότι φτάσαμε ως εδώ γιατί έχουμε φύγει από τον δρόμο του Θεού και δεν προσευχόμαστε αρκετά συμμερίζεστε;»

«Μα τι λέτε, καλέ μου άνθρωπε; Μη με μπλέκετε με θεούς και θρησκείες, δεν έχει νόημα η συζήτησή μας».

Ο κύριος αρχίζει να μιλά πιο έντονα, υψώνει τον τόνο της φωνής του για να μας ακούσουν και στα διπλανά ταξί, και με πληροφορεί ότι θα έπρεπε να νιώθω ευγνωμοσύνη που ευτυχώς κάποιοι άνθρωποι προσεύχονται ακόμη και για λογαριασμό της δικής μου άσωτης ψυχής. Τώρα μάλιστα έχει στραφεί ολόκληρος προς το μέρος μου, και σκέφτομαι ότι κοίτα που θα αρπάξουμε και καμιά σφαλιάρα από το πουθενά.

Η διαδρομή τελειώνει, ο κύριος βγαίνει από το αυτοκίνητο και μου πετά ένα χαρτονόμισμα στη θέση του συνοδηγού. Πριν φύγει, μου εύχεται να βρω τον δρόμο του Θεού γιατί φαίνομαι καλή κοπέλα.

Χριστιανέ μου, μετά από μια τέτοια διαδρομή, ο μόνος δρόμος που θέλω να βρω είναι αυτός που οδηγεί στο σπίτι μου.