Θύματα και πιόνια

C
Σαπφώ Καρδιακού

Θύματα και πιόνια

«[T]hat love must suffer for loving; that, the deeper planted, the more it must suffer, in that all true passion of love at its highest force inevitably ends in tragedy; that no story of love between man and woman at its highest could ever come but to a tragic end; that no ending but disillusion can be invented for the illusion which is more than half of such love; that the erosion of earth, our Mother, must take back to itself and the wind of the sky smooth over all of us with every anticipation, all regrets».—Daphne du Maurier, Castle Dor.

Παρίσι, 1958. Ο Ραλφ, αιώνιος φοιτητής βιολογίας, γνωρίζει με ανορθόδοξο τρόπο τη νεότερή του Έλσα. Στο σκοτεινό και βρόμικο μπαρ που συχνάζει βρίσκει μια γυναικεία τσάντα και, πριν προλάβει να αναζητήσει στοιχεία της κατόχου σε πορτοφόλι ή άλλα προσωπικά έγγραφα, μια γροθιά τον ξαπλώνει στο πάτωμα. Η όμορφη, καλοντυμένη και υπερβολικά αδύνατη Έλσα μπαίνει στη στάσιμη ζωή του Ραλφ σαν μοιραία απόφαση που πάρθηκε ελλείψει άλλης επιλογής.

Είχε ντυθεί σαν να ήθελε να τη θυμούνται.

Είναι γραφτό να την ακολουθεί όπου του ζητήσει, από το ακριβό εστιατόριο μέχρι το ξενοδοχείο της Ντοβίλ, να την περιμένει μέρες μέχρι να του γράψει για να συναντηθούν ξανά, να τη σκέφτεται συνεχώς για κανέναν και για κάθε λόγο. Η Έλσα θα του λείπει ακόμα και όταν είναι δίπλα του γιατί δεν θα τη γνωρίσει ποτέ τόσο καλά, θα τη θυμάται είτε δύο λεπτά αφότου φύγει είτε τριάντα χρόνια από την τελευταία φορά που θα τη δει. Πολίτες μιας Ευρώπης που επουλώνει ακόμα τις πληγές της από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, περπατούν στους δρόμους του Παρισιού που φιλοξενεί εκείνους που σώθηκαν, εκείνους που πολέμησαν και εκείνους που πολεμούν ακόμα. Οι διαδηλώσεις για την ανεξαρτησία της Αλγερίας είναι συχνές και κορυφώνονται με τον Ραλφ να τις βιώνει από πρώτο χέρι και την Έλσα να αδιαφορεί.

 «Πάντα πίστευα πως βασικός σκοπός μιας διαδήλωσης είναι να καθησυχάσει αυτούς που την κάνουν. Το πανό αλλάζει». «Δεν έχεις δηλαδή ιδανικά;» «Ελπίζω πως όχι», απάντησε η Έλσα.

Ο Ραλφ ζει μέσα στην Ιστορία. Γερμανός εβραϊκής καταγωγής, μετανάστευσε με τη μητέρα του από το Αμβούργο στο Λονδίνο μετά την αυτοκτονία του πατέρα του, Εμίλ. Ο βιολόγος πατέρας του είχε δει την έρευνά του για την αποδόμηση της ευγονικής να απορρίπτεται από τους γερμανικούς ακαδημαϊκούς κύκλους, τον Χίτλερ να κερδίζει πολιτικό έδαφος και τους κόπους μιας ζωής να καίγονται από τους εθνικοσοσιαλιστές. Εξασφαλίζει τη μετανάστευση της γυναίκας και του γιου τους στην Αγγλία πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, για να απαλλαγεί νωρίς από τη ζωή που δεν θέλει να ζήσει άλλο.

Πολύ φοβάμαι ότι μπαίνουμε σε μια εποχή όπου δε θα υπάρχουν πολλές ευκαιρίες να φερθώ καλοσυνάτα, και υπερβολικά πολλές ευκαιρίες να φερθώ με σκληρότητα. Ήμουν πολύ διστακτικός, η φωνή μου πολύ αδύναμη, και η φωτιά είχε ανάψει ήδη. Έχω συμμετάσχει ήδη υπερβολικά, όσο αθέλητο κι αν ήταν, στη σκληρότητα του κόσμου, και θα περάσει κάμποσος καιρός μέχρι να μπορέσει η ψυχή μου να ηρεμήσει. Πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το παρατείνω άλλο. Θέλω να ξέρω ότι το τελευταίο άτομο στο οποίο φέρομαι με σκληρότητα είναι ο εαυτός μου. Αγαπάω πολύ εσένα και τη μητέρα σου. Μην αμφιβάλεις στιγμή γι’ αυτό.

Μπορεί η Αγγλία να είναι η εξορία του, παρ’ όλα αυτά ο Ραλφ πηγαίνει εθελοντής στα δεκαεφτά του στο Βασιλικό Σώμα Τεθωρακισμένων. Το τέλος του Γ΄ Ράιχ είναι δεδομένο, οι Σύμμαχοι επελαύνουν στα κατακτημένα εδάφη αλλά ο κίνδυνος να μην επιστρέψει ζωντανός δεν τρομάζει τον ήρωα του βιβλίου.

Όλοι ήξεραν ότι το μπροστινό τανκς θα ήταν το πρώτο που θα χτυπούσαν, οπότε έπαιζαν ένα αργό παιχνίδι ρωσικής ρουλέτας, οδηγούσαν εκ περιτροπής για πέντε λεπτά, ελπίζοντας απεγνωσμένα να μην πέσουν σε χαρακώματα ή σ’ ένα καμουφλαρισμένο αντιαρματικό πυροβόλο των 88 χιλιοστών, μιας και δεν επρόκειτο να επιβιώσουν. Όταν περνούσαν τα πέντε λεπτά, πήγαιναν στο τέλος της γραμμής, γελώντας ανακουφισμένοι που θα ζούσαν άλλα είκοσι.

Τραυματίζεται στην Ολλανδία —ο μόνος επιζών από το τάγμα του—, του ανατίθεται η κατάληψη του Ράδιο Αμβούργο και η μοίρα τον φέρνει στη βομβαρδισμένη γενέτειρα. Στη λήξη του πολέμου δεν επιβιβάζεται στο τρένο για την Αγγλία. Βρίσκεται κυριολεκτικά χωρίς πατρίδα. Το Αμβούργο είναι αγνώριστο από τους βομβαρδισμούς, και το Λονδίνο ένας τόπος εξορίας· η αιτία του εφιάλτη που βλέπει για χρόνια τα βράδια. Το Παρίσι μοιάζει ιδανικό για μια νέα αρχή. Η αναγέννηση της Ευρώπης πηγάζει από τη Γαλλία, τα πανεπιστήμια δέχονται φοιτητές από όλο τον κόσμο, η μουσική κυριαρχεί στη νυχτερινή ζωή, τα κλαμπ κάθε λογής ξεφυτρώνουν παντού. Ελευθερία ιδεών, ελευθερία γεύσεων, ζωή για όλα τα βαλάντια. Μια πόλη-μωσαϊκό πολιτισμών και εθνοτήτων, με την εξέγερση των Αλγερινών να σιγοβράζει στα θεμέλια. Τη θέση των Εβραίων έχουν πάρει οι Άραβες στην τραυματισμένη μπουρζουά συνείδηση. Πριν τη σύναψη ειρήνης με την Αλγερία, πριν την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία του Ντε Γκολ, η χούντα της Αλγερίας φέρνει μετανάστες, αντιστασιακούς και μη στο Παρίσι. Ο Φουάντ, Αλγερινός φίλος του Ραλφ, ελπίζει στην αποτελεσματικότητα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, σε μια ελεύθερη Αλγερία. Πολέμησε με τους Γάλλους απέναντι στους Γερμανούς,  αλλά στο Παρίσι κοιμάται στα τραπέζια των μπαρ και στα πεζοδρόμια μέχρι να βρει δουλειά και να φέρει τη γυναίκα του στη Γαλλία. Έζησε σε δύο πατρίδες χωρίς να νιώθει πολίτης καμίας.

Η Έλσα φαίνεται απρόβλεπτη και αναξιόπιστη, φευγαλέα και απατηλή, με ευμετάβλητη διάθεση και πολλά μυστικά. Μεγάλωσε στο Βερολίνο, με τα ιδανικά της νέας Γερμανίας. Τα πρώτα χρόνια του πολέμου, οι γονείς της την έστειλαν σε μοναστηριακή σχολή. Εκεί εκπαιδεύτηκε για να υπηρετεί τις ανάγκες του Γ΄ Ράιχ και βοηθούσε τους τραυματίες μετά από τους βομβαρδισμούς των συμμαχικών αεροσκαφών. Ο στρατιώτης αδελφός της εξαφανίζεται κάπου στο ανατολικό μέτωπο. Απογοητευμένη και αποπροσανατολισμένη από την απώλεια της πατρίδας και την απομυθοποίηση της προπαγάνδας, πασχίζει αλλά αποτυγχάνει να βρει τη θέση της στη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Αν και ανήλικη, κυκλοφορεί στα τζαζ κλαμπ του Βερολίνου, πίνει, καπνίζει, χορεύει με άντρες που της προσφέρουν ανταλλάγματα για σεξ.

Δε θέλω να γυρίσω στην πόλη. Είναι γεμάτη ανθρώπους που ξέρω.

Οι παθητικές επιλογές της θα τη φέρουν στο Παρίσι, όπως τον Ραλφ. Η έλξη θα είναι αμοιβαία, αλλά μόνο εκείνος θα το παραδεχτεί από την πρώτη στιγμή.

Αυτή η αγάπη δεν είχε καμία αξιοπρέπεια. Ήταν αδηφάγα και μίζερη.

Ο Ραλφ, η Έλσα και ο Φουάντ ζουν στην κόψη της Ιστορίας, συμμετέχουν σε αυτήν, υποκινούνται από τα γεγονότα, παρασύρονται, εμποδίζονται από αυτά. Ο Ραλφ στέκεται ανάμεσα στα βιώματα του πολέμου, στην εξέγερση των Αλγερινών, στις αναταραχές του ’68, και αδυνατεί να κατοχυρώσει τη θέση του στη Γαλλία — η Γερμανία δεν σημαίνει τίποτα για εκείνον, η Αγγλία είναι μόνο η μητέρα του που τον ικετεύει να κάνει οικογένεια σε κάθε τηλεφώνημα και σε κάθε γράμμα. Η Έλσα ζει ανάμεσα σε δύο πατρίδες, οι επιλογές της την απομάκρυναν από τη Γερμανία και το Παρίσι τής φαίνεται φιλικό μόνο στις νυχτερινές βόλτες μακριά από το σπίτι. Η μητέρα του Ραλφ ζει σε ξένη χώρα, έχει αιχμαλωτιστεί στο παρελθόν με τα δεκατέσσερα χρόνια ζωής της με τον Εμίλ για μόνιμες αναμνήσεις. Ελπίζει στην αποκατάσταση του γιου της, πασχίζει να τον πείσει να φανταστεί το μέλλον του με σύζυγο και παιδί γιατί έτσι θα εξασφαλίσει την αθανασία του Εμίλ και θα κληροδοτήσει στον γιο της την ασφάλεια και την ευτυχία που ένιωσε κοντά του.

Το ζευγάρι της ιστορίας έχει τόσα κοινά, που είναι αδύνατον να προσδοκούμε ευτυχές τέλος για λογαριασμό του. Και οι δύο αποφεύγουν να κοιτάξουν τον εαυτό τους και γραπώνονται από αυτόν τον ξαφνικό έρωτα χωρίς να σκεφτούν πόσο μπορεί να τους κοστίσει κάτι τέτοιο. Η εμμονική αφοσίωση του Ραλφ στην Έλσα χωρίς να τη γνωρίζει πραγματικά είναι μια ακόμα απόδραση από το παρόν του, από την ενδοσκόπηση που αποφεύγει να κάνει.

Αυτά τα τελευταία χρόνια δε ζούσε κάθε μέρα εκ νέου, αλλά προσπαθούσε να τελειοποιήσει την ίδια μέρα, ξανά και ξανά, ενδιαφερόμενος μόνο για ελαφρές παραλλαγές. Τώρα όμως, εδώ, απόψε, αυτή η όμορφη γυναίκα είχε σπάσει τον κύκλο, χωρίς πολλά πολλά, οδηγώντας τον αθόρυβα σε μια καινούργια μέρα, χωρίς νύξη για το τι μπορεί να ακολουθούσε.

Η Έλσα αποφεύγει τον εαυτό της με τις νυχτερινές εξόδους. Τα κλαμπ του Παρισιού, τα μπαρ, τα εστιατόρια, οι βόλτες δίπλα στον Σηκουάνα, την κρατούν μακριά από τις σκέψεις και τις τύψεις και τη φέρνουν μπροστά στον Ραλφ. Παρά την εντύπωση της αδιαφορίας που είχε αρχικά εκείνος, η Έλσα τον πρόσεξε πριν γνωριστούν. Η σχέση τους δεν είναι η τέλεια αγάπη, δεν πρόκειται να τη χτίσουν μέρα-μέρα, στιγμή-στιγμή, αλλά είναι σαρωτική και θα τους σημαδέψει για την υπόλοιπη ζωή τους.

«Η ικανότητά σου ν’ αγαπάς με το πέρασμα του χρόνου αυξήθηκε ή ελαττώθηκε; Σ’ έχει βγάλει έξω από τον εαυτό σου;» «Φυσικά και όχι». «Τότε δεν είναι αγάπη· είναι πείνα».

Ο Κριστοφί τοποθετεί τους χαρακτήρες του στην πιο επιδραστική περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας. Οι απόηχοι του πρώτου μισού του 20ού αιώνα καθορίζουν την εθνική και μη συνείδηση των κατοίκων της ευρωπαϊκής ηπείρου και στρώνουν το χαλί για όσα ακολουθούν στο δεύτερο μισό. Κανείς από τους ήρωες του βιβλίου δεν κατοικεί στην ασφάλεια της πατρίδας. Όλοι γεννήθηκαν σε χώρες που τους πρόδωσαν, που ποδοπάτησαν το δικαίωμά τους να αποκαλούνται πολίτες τους. Η Αλγερία του Φουάντ τον προδίδει πολύ πριν την εισβολή των Γάλλων, με τη φτώχεια και την εκμετάλλευση από το καθεστώς. Η Γερμανία του Ραλφ τού στερεί την οικογένεια, τον κάνει πρόσφυγα και εχθρό της. Η Γερμανία της Έλσας την προδίδει μέσω των ψευδαισθήσεων και της προπαγάνδας της Άριας επικράτησης.

Όλοι είχαν προετοιμαστεί να υποφέρουν και να φανούν ανηλεείς για χάρη ενός σπουδαίου οράματος του μέλλοντος, χωρίς να βλέπουν ότι, στο τέλος, αυτό που απομένει σε κάποιον είναι μόνο το παρελθόν.

Στις «Κρυφές Ζωές» ο άνθρωπος είναι θύμα και πιόνι της Ιστορίας. Ταυτόχρονα, όμως, την εκμεταλλεύεται για να δικαιολογήσει την ανεπάρκεια και την αναποφασιστικότητά του, τις πηγές των σφαλμάτων που διαπράττει.

Μα κοίτα γύρω σου. Ζούμε και πεθαίνουμε δίπλα στο παρελθόν και στο μέλλον. Προς τα πού κοιτάζεις όταν περπατάς;

Ακούσια, ο Ραλφ και η Έλσα μεταθέτουν τις ευθύνες για τις ανασφάλειές τους στο παρελθόν. Τις αφήνουν εκεί και, πλέον, έχουν το ελεύθερο να ενεργήσουν παρορμητικά.

Μπορεί να προσπαθούμε να πάμε από τη μια μεριά, αλλά όλους μάς τραβάει από την άλλη η κληρονομιά μας ή η ιστορία μας.

Όταν δεν εμπιστεύεσαι το μέλλον γιατί προδόθηκες από το παρελθόν, τι σου μένει παρά να ζεις για το παρόν;