Τι ισχύει;

L
Βίβιαν Στεργίου

Τι ισχύει;

Μόλις συναντά κανείς κάποιον δικηγόρο, το πρώτο που σκέφτεται είναι ν’ αρπάξει την ευκαιρία και με αγωνία να ρωτήσει. «Τι ισχύει τελικά;» Λέει το πρόβλημα του σαν να παρουσιάζει το πιο απλό πράγμα. Να βγει στη σύνταξη; Θα φορολογηθεί γι’ αυτό; Άλλαξαν οι περιορισμοί στις τράπεζες; Να αγοράσει το τάδε ακίνητο που του φαίνεται φτηνό ή θα τα χάσει σε φόρους; Φυσικά οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις είναι περίπλοκες. Ο δικηγόρος πρέπει να μπει στον κόπο να καταλάβει το πρόβλημα και να αφοσιωθεί σε μια μικρή ή μεγάλη έρευνα για το θέμα.

Όμως, την ώρα που πίνει το ποτό του και κάποιος τον πλησιάζει στην αρχή διστακτικά και μετά με πραγματική προσμονή, ο δικηγόρος δεν έχει όρεξη. Μπορεί να κουράστηκε πολύ όλη μέρα να κάνει το ίδιο πράγμα για τους πελάτες του, μπορεί να περίμενε σε ουρές, να συγκρούστηκε μέσα σε μια μέρα με όση γραφειοκρατία συγκρούεται ένας κανονικός άνθρωπος σε ένα μήνα, μπορεί να κουράστηκε που δεν έχει πελάτες, μπορεί να μην ήθελε καν να γίνει δικηγόρος ποτέ. Ταυτόχρονα, σκέφτεται το πιο σημαντικό: τις χρεώσεις. Μια σοβαρή απάντηση σε ένα ερώτημα του τύπου, «Τι ισχύει τελικά;» είναι πολλές εργατοώρες. Αν χρέωνε αυτές τις εργατοώρες… Όμως δεν μπορείς να πεις στα μούτρα κάποιου ότι διάβαζες 5 ή 6 χρόνια, και ότι ακόμη διαβάζεις κάθε μέρα, για να ξέρεις αυτό το πολύτιμο, «Τι ισχύει τελικά;» Ούτε ότι θες να πιεις το ποτό σου και να μιλήσεις για σινεμά και παραλίες και όχι για φορολογικό και πρόστιμα. Οπότε λες, «Θα το κοιτάξω», και απομακρύνεσαι διακριτικά, εξετάζοντας σοβαρά το ενδεχόμενο στην επόμενη παρέα να πεις ότι είσαι τηλεφωνητής. Αυτό που ο δικηγόρος αρνείται να κάνει δωρεάν, θα έπρεπε μέχρι ενός σημείου να το κάνει το κράτος, ειδικά για θέματα που αφορούν τις σχέσεις πολίτη-κράτους.

Στα οικονομικά υπάρχει η λεγόμενη ασυμμετρία πληροφόρησης. Εκφράζει το γεγονός ότι δεν γνωρίζουν όλοι τα ίδια πράγματα. Η κατάσταση είναι ειδικά προβληματική όταν πρόκειται να ληφθεί μία απόφαση. Μία από τις δύο πλευρές ξέρει περισσότερα. Έτσι, η μία πλευρά βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την άλλη. Είναι μάλλον σίγουρο ότι η πιο πληροφορημένη πλευρά θα πάρει αυτό που θέλει, η λιγότερο πληροφορημένη πλευρά θα βγει ριγμένη.

Η πληροφορία κοστίζει. Όσοι την έχουν μπορούν να λάβουν καλύτερες αποφάσεις και να κάνουν τις σωστές επιλογές (δηλαδή αυτές που θα ανταποκρίνονται περισσότερο στις επιθυμίες τους). Μπορούν να συνάψουν συμβάσεις με τους όρους που θέλουν, με τα πρόσωπα που επιθυμούν, να επενδύσουν τα χρήματά τους σε καλύτερες ευκαιρίες, να ελαχιστοποιήσουν το ρίσκο της επένδυσής τους ή ακόμη και να αναλάβουν εν γνώσει τους μεγάλα ρίσκα. Γι’ αυτό όσοι έχουν μια πληροφορία που οι άλλοι δεν έχουν καθίστανται χρήσιμοι και αναγκαίοι σε μία κοινωνία. Αυτός που ξέρει αυτό που εσύ δεν ξέρεις θα σε χρεώσει για την υπηρεσία του. Και μάλιστα, όσο πιο καλά το ξέρει, τόσο περισσότερο θα σε χρεώσει. Αν είναι εντελώς σίγουρος, θα σου χρεώσει και τη σιγουριά του. Στο τέλος η πολύτιμη πληροφορία θα έχει δοθεί, αλλά θα είναι ακριβή. Αξίζει τα λεφτά της; Μάλλον ναι.

Υπάρχει ένα πρόβλημα μ’ αυτή την κατάσταση. Είναι μια κατάσταση που με βεβαιότητα κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. Οι πλούσιοι μπορούν να διανύσουν την απόσταση που τους χωρίζει από την ορθή απόφαση. Πληρώνουν κάποιον που σπούδασε, ώστε να είναι πληροφορημένος, και η ασυμμετρία ελαχιστοποιείται. Ο φτωχός μένει μόνος. Στην κακή του μοίρα προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται, πού χρωστάει, τι του έχουν παρακρατήσει, τι πρέπει να αγοράσει, πού έχει δικαιώματα ως καταναλωτής, τι μπορεί να απαιτήσει ως φορολογούμενος, πού τον αδίκησε ο εργοδότης του. Κάνει τη μία λάθος επιλογή μετά την άλλη. Για να προστατεύσει το αδύναμο μέρος, το Δίκαιο μπορεί να έχει κάποιες ευνοϊκές ρυθμίσεις, οι οποίες όμως ενεργοποιούνται αφού έχει γίνει το κακό και μόνο εφόσον αυτός που αδικήθηκε έχει το κουράγιο να ψάξει προστασία. Όλα αυτά μάλιστα δεν φτάνουν καθόλου για να προστατεύσουν τον φτωχό απέναντι στο κράτος. Τι γίνεται με τα φορολογικά θέματα, φέρ’ ειπείν, για τα οποία μόνο η συνδυασμένη προσπάθεια νομικού και λογιστή μπορεί να δώσει σίγουρη απάντηση; Τι συμβαίνει με τα συνταξιοδοτικά ζητήματα; Όταν αδικούνται από το κράτος οι πολίτες της χώρας, είμαστε βέβαιοι ότι μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τη γραφειοκρατία του δημοσίου και να εντοπίσουν ποια Αρχή ενδέχεται να είναι η αρμόδια να ακούσει το παράπονό τους; Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία που απαιτεί μεγάλη έμπνευση και είναι μάλλον απίθανο ότι οι πολίτες καταλαβαίνουν πώς λειτουργεί.

Τη λύση στο πρόβλημα έχουν βρει άλλα κράτη. Φυσικά, δεν είναι η δωρεάν συμβουλευτική από λογιστές και δικηγόρους. Όσο θα υπάρχει ζήτηση για τις υπηρεσίες τους, τόσο θα χρεώνουν. Ίσως να έχουν υποχρέωση βοήθειας στους αδυνάτους, αλλά αυτή είναι μια υποχρέωση ηθική που δεν μπορεί να καταστεί εξαναγκαστή και που, αν καταστεί, ήδη θα έχει χάσει την ηθική της αξία, ως επιβαλλόμενη συμπεριφορά αλληλεγγύης.

Η λύση είναι η διοχέτευση της πληροφορίας από το κράτος στον πολίτη. Κι αν θεωρούμε υπερβολικό να ζητάμε από το κράτος να διαφωτίζει τους πολίτες για τις σχέσεις τους με άλλους ιδιώτες, μάλλον δεν είναι υπερβολικό να απαιτούμε από το κράτος να βοηθά τους πολίτες να τα καταφέρουν στην τριβή τους με το ίδιο το κράτος. Αφού το κράτος θέλει φόρους για να δίνει παροχές, οι φόροι πρέπει να είναι απλοί και σαφείς και οι χρηματοδοτούμενες παροχές συγκεκριμένες. Αφού θέλει διοικητική οργάνωση, στρατό δημοσίων υπαλλήλων, σφραγίδα για το καθετί, άδεια για το καθετί, τουλάχιστον θα πρέπει όλα αυτά να μπορεί να τα καταλάβει ο μέσος πολίτης που ξέρει να διαβάζει και να γράφει. Αφού θέλει να ρυθμίζει την τάδε δραστηριότητα, θα πρέπει να είναι έτοιμο να ακούσει το παράπονο του πολίτη που υποψιάζεται ότι φορολογήθηκε λάθος ή ότι η διοίκηση τον έχει αδικήσει, όπως προβλέπει το σύνταγμα.

Η νομοθεσία που αφορά αυτά τα θέματα δεν είναι φιλική προς τον χρήστη. Σύντομες προθεσμίες, για να μην προλαβαίνεις να προετοιμάσεις τίποτε, περίπλοκες προβλέψεις, αντιφατικές εκφράσεις και καμία συνοχή. Το κόστος τού «τι ισχύει» ανεβαίνει, η ενημέρωση στο διαδίκτυο από τις σελίδες υπουργείων είναι σε τόσο κακή κατάσταση όσο τα κτίρια των αντίστοιχων υπουργείων, ενώ όταν η διοίκηση πλησιάζει τον πολίτη μέσω διαδικτύου δεν φροντίζει να μιλάει απλά, αλλά τον βομβαρδίζει με πολύπλοκους συνδέσμους, δύσκολη ορολογία και φόρμες που πρέπει να συμπληρώσει για να περιμένει την απάντηση του. Όλες αυτές οι δυσκολίες είναι άγνωστες σε όσους συμπολίτες μας μπορούν να πληρώσουν κάποιον άλλο να ρυθμίσει τις υποθέσεις τους. Η μείωση δηλαδή της ασυμμετρίας πληροφόρησης δεν είναι γι’ αυτόν που έχει να πληρώσει ένα τυχαίο γεγονός. Για τους συμπολίτες μας που δεν έχουν να πληρώσουν, το εάν θα τα καταφέρουν είναι θέμα τύχης, υπομονής και γνωριμιών.

Ένα κράτος που θα ενδιαφερόταν πραγματικά για όσους δεν έχουν πόρους θα απλοποιούσε το σύστημα φορολόγησης, θα είχε λειτουργικά ηλεκτρονικά συστήματα ενημέρωσης των πολιτών για την ισχύουσα νομοθεσία, θα εξηγούσε με απλό τρόπο τα δικαιώματα που έχεις όταν αγοράζεις κινητά ή ακίνητα, μετοχές ή ποδήλατο, όταν υπογράφεις συμβόλαιο για το σπίτι σου ή όταν συναλλάσσεσαι με την τράπεζα· θα υποδείκνυε ευκαιρίες εξοικονόμησης ή επένδυσης χρημάτων και θα έδινε καταναλωτικές συμβουλές σε ένα απλό, λειτουργικό site. Κυρίως: θα ψήφιζε τους σχετικούς με τη διοίκηση νόμους με συνοχή και απλό λεκτικό, δηλαδή με λέξεις που μπορεί να καταλάβει ο καθένας. Αυτονόητο είναι ακόμη ότι θα έδινε εύκολη πρόσβαση στη σχετική νομοθεσία για όποιον θα ενδιαφερόταν να τη διαβάσει, εξηγώντας με λιτές εκφράσεις τι ισχύει για όποιον αντλεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Τα παραπάνω δεν γίνονται προσλαμβάνοντας υπαλλήλους για να απαντάνε στα τηλέφωνα των πολιτών, αλλά προσλαμβάνοντας (σαφώς λιγότερα) άτομα που θα δημιουργήσουν και θα συντηρήσουν μια ιστοσελίδα. Σε όλα αυτά δεν υπολογίζω το κόστος δημιουργίας του περιεχομένου της σελίδας, δηλαδή το κόστος εύρεσης τού «τι ισχύει», επειδή το κράτος έχει ήδη νομικούς συμβούλους που τους πληρώνουμε και που μπορούν να κάνουν άψογα αυτήν τη δουλειά.

Αυτό δεν θα ήταν όμως προς το συμφέρον της βουλής, αφού αυτή κρύβει την κακή νομοθέτηση και τον συστηματικό περιορισμό δικαιωμάτων που επιφυλάσσει στους πολίτες με μυστηριώδεις διατάξεις, σελίδες επί σελίδων για το ίδιο θέμα, δυσνόητες ρυθμίσεις για το ίδιο πρόβλημα, με τη μία να αναιρεί την άλλη. Έτσι, το κράτος δεν νοιάζεται να ενημερώσει κανέναν και διατηρεί τα εντελώς δυσλειτουργικά ηλεκτρονικά του συστήματα για όσους θέλουν να ρωτήσουν κάτι, αφήνοντας έκθετους σε συμφωνίες με πιο πληροφορημένα μέρη (εργοδότες, εκμισθωτές, πωλητές, τράπεζες κ.ά.) όσους δεν έχουν να πληρώσουν για να γλιτώσουν από αυτήν την περίπλοκη κατάσταση. Φυσικά, τους αφήνει και έκθετους στη σχέση τους με το ίδιο το κράτος, το οποίο τους διοικεί και τους φορολογεί όπως θέλει.

Η πραγματικά επαναστατική αλλαγή, λοιπόν, σε όφελος των φτωχών θα ήταν να μπορούν να καταλάβουν τι ισχύει τελικά. Να γνωρίζουν, δηλαδή, και αυτοί, αν θέλουν και έχουν το κουράγιο να περάσουν μερικά απογεύματα μπροστά στον υπολογιστή τους, τους κανόνες του παιχνιδιού στο οποίο συμμετέχουν. Δεν θα μάθαιναν αυτό που ξέρει ένας ακριβός δικηγόρος, αλλά θα μάθαιναν να συμπληρώνουν μια αίτηση, να τακτοποιούν τα φορολογικά τους και να προστατεύονται από συναλλαγές που έχουν ρίσκο. Αυτά συμβαίνουν σε χώρες πιο σκοτεινές από τη δική μας, εκεί όπου το να είσαι πληροφορημένος για τα καθημερινά θέματα που σε αφορούν και που καθορίζουν τι θα πληρώσεις και τι θα πάρεις θεωρείται αναγκαίο στοιχείο τού να είσαι πολίτης.