Τι να μην κάνουμε;
Πριν από λίγες εβδομάδες βρέθηκα στις Βρυξέλλες, μαζί με άλλα μέλη της Ομάδας Φιλελεύθερων Νομικών του ΚΕΦΙΜ (προσωρινή ονομασία), μετά από πρόσκληση του Ιδρύματος Friedrich Naumann για την Ελευθερία. Σκοπός της παρουσίας μας εκεί ήταν να συναντηθούμε με υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να συζητήσουμε την πρότασή μας για δημιουργία Ειδικής Οικονομικής Ζώνης στην Ελλάδα. Σε επόμενη δημοσίευση θα παρουσιάσω τις αντιδράσεις που είχαμε, οι οποίες ήσαν πολύ ενδιαφέρουσες (και σε γενικές γραμμές θετικές για την πρόταση). Σήμερα, όμως, θέλω να γράψω λίγο για μία συζήτηση που διοργάνωσε η Deutsche Welle σχετικά με το Brexit, στην οποία προσκληθήκαμε χάρη στις ενέργειες του Ιδρύματος.
Στη συζήτηση συμμετείχαν δύο Γερμανίδες δημοσιογράφοι (εκ των οποίων η μία ήταν βασική ανταποκρίτρια της Deutsche Welle στο Λονδίνο), ένας Σκωτσέζος ευρωβουλευτής (αυτός που είχε ζητήσει από την Ευρώπη να «μη ξεχάσει ότι η Σκωτία την υποστήριξε»), ένας Ούγγρος πρώην υπουργός (και αντίθετος στην κυβέρνηση Orban) και μία Πολωνή δημοσιογράφος, η οποία διευθύνει ένα τηλεοπτικό κανάλι που εκπέμπει κυρίως στη Λευκορωσία. Η συζήτηση ελάμβανε ως δεδομένα: (α΄) ότι το Brexit είναι κακό για τους Βρετανούς πολίτες και (β΄) ότι οι πολίτες παραπλανήθηκαν από τον Τύπο, ο οποίος, στην προσπάθειά του να είναι αντικειμενικός, δεν ασκούσε την πρέπουσα κριτική στα ψέματα που έλεγαν οι Brexiteers. Ζητούμενο ήταν να βρεθεί πώς έπρεπε να είχαν συμπεριφερθεί τα ΜΜΕ στο Brexit, αλλά και η ευθύνη τους για τη διάδοση του λαϊκισμού στην Ευρώπη και, ιδίως, της αντίθεσης πολλών Ευρωπαίων πολιτών στην υποδοχή προσφύγων στις χώρες τους.
Με τα παραπάνω δεδομένα, η συζήτηση αποτύπωσε σε μεγάλο βαθμό κάτι που υποψιαζόμαστε για τις Βρυξέλλες και, γενικότερα, για τις ελίτ που εκπροσωπούν τις διάφορες δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις: ότι χαρακτηρίζουν απόψεις και πολιτικές επιλογές (κατά σύμπτωση ή όχι, αυτές που συνδέονται με τη διατήρηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος) ως εκ των προτέρων ορθές και δεν πολυχαίρονται όταν οι απόψεις αυτές δεν είναι πλειοψηφικές. Πρόκειται για μία αντίληψη όχι και τόσο δημοκρατική στο βάθος — δημοκρατία σημαίνει ότι αποδεχόμαστε το ενδεχόμενο να βρισκόμαστε στη μειοψηφία, σημαίνει ότι αποδεχόμαστε το ενδεχόμενο οι απόψεις μας (όσο ισχυρές κι αν είναι μέσα μας) να μη βρίσκουν εφαρμογή.
Ήδη, στη φιλόξενη ιστοσελίδα του Amagi έχουμε συζητήσει για τους κινδύνους που ενέχει η εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας κατ’ αποκλεισμό των εγγυήσεων που παρέχουν το κράτος δικαίου και τα ατομικά δικαιώματα, όπως και για την εμφάνιση των κινδύνων αυτών στην πράξη. Όμως είχαμε την ευκαιρία, με αφορμή το δημοψήφισμα για την παραμονή ή μη της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να μιλήσουμε και για τη σημασία, όχι μόνο τη θεωρητική, αλλά και την πρακτική, που έχει η διασφάλιση της λαϊκής συναίνεσης σε βασικές πολιτειακές επιλογές. Ελπίζω ότι τα άρθρα αυτά, παρά τη διαφορετική αφετηρία τους, έχουν μια συνεκτικότητα: ναι στη δημοκρατική αρχή, αλλά όχι στην υπέρβαση, με πρόσχημα τη δημοκρατική αρχή, των ορίων που θέτουν το κράτος δικαίου και τα ατομικά δικαιώματα — διότι, σε διαφορετική περίπτωση, η δημοκρατία κινδυνεύει να υπονομευθεί εκ των ένδον.
Όμως ακόμη και η αδιαπραγμάτευτη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, η ανάγκη επιβολής ορίων στην κρατική δράση (που δεν ελαστικοποιούνται επειδή το κράτος διοικείται δημοκρατικά) και ιδίως η αναγκαιότητα για ύπαρξη και σεβασμό των θεσμών που διασφαλίζουν το κράτος δικαίου —όλα αυτονόητα για τον κάθε φιλελεύθερο— δεν μπορούν να ταυτίζονται με περιφρόνηση της πλειοψηφίας, όταν δεν αποφασίζει «σωστά» σε ζητήματα που δεν θίγουν τον παραπάνω πυρήνα. Ακόμα, όμως, κι όταν οι θεσμοί αποδυναμώνονται, όταν ο λαϊκισμός επικρατεί, όταν κινδυνεύουν βασικές ελευθερίες από την πλειοψηφία, η λύση δεν είναι να αγνοηθεί η πλειοψηφία. Αντιθέτως, τότε είναι που η προσπάθεια για μεταστροφή της πρέπει να ενταθεί.
Να τονίσω για μία ακόμη φορά (το έγραψα και στο κείμενο για τα δημοψηφίσματα):
Τα ατομικά δικαιώματα και το κράτος δικαίου δεν έχουν αξία επειδή τα θέλει η πλειοψηφία. Ο αγώνας για να καταστούν πλειοψηφικές οι ιδέες του διαχωρισμού των λειτουργιών, της αναγνώρισης των ατομικών δικαιωμάτων, του περιορισμού της κρατικής εξουσίας — ο αγώνας αυτός δεν αποσκοπεί να προσδώσει αξία στις παραπάνω ιδέες. Η αξία τους έχει αποδειχτεί και έχει τεκμηριωθεί επαρκώς και δεν εξαρτάται από συγκυριακές πλειοψηφίες. Όμως, εάν δεν υπάρχει μία πλειοψηφία που αποδέχεται αυτές τις ιδέες, τότε η εφαρμογή τους κινδυνεύει. Πολύ δύσκολα ένας δικαστής θα σταθεί απέναντι σε μία μεγάλη, άγρια πλειοψηφία που θέλει «παραδειγματικές τιμωρίες» χωρίς τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Πολύ δύσκολα ένας αστυνομικός θα αρνηθεί να εκτελέσει διαταγή ανωτέρου του (ή του πολιτικού του προϊσταμένου) για τη σύλληψη ενός αντιφρονούντα, εάν βράζει όλος ο τόπος ότι ο αντιφρονών αυτός είναι «προδότης».
Στην Ελλάδα, πολλοί συμπολίτες μας ψηφίζουν κόμματα που επαγγέλλονται την έξοδο από το ευρώ, κόμματα εθνικιστικά, ναζιστικά, κόμματα που αποκαλούμε «ψεκασμένα», κόμματα που θέλουν να επιβάλουν τη δικτατορία του προλεταριάτου. Φυσικά, δεν είμαστε οι μοναδικοί στην Ευρώπη. Ο λαϊκισμός αποκτά όλο και περισσότερους ψηφοφόρους τόσο στην ανατολική, όσο και στη δυτική Ευρώπη. Όλες σχεδόν οι λαϊκιστικές φωνές έχουν στόχο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την οποία πολεμούν με πιθανά και απίθανα επιχειρήματα. Όμως η μεγάλη συσπείρωση των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων γίνεται γύρω από ένα βασικό επιχείρημα: ότι η ευρωπαϊκή ελίτ (ως τέτοια ορίζεται το σύνολο των ανθρώπων που λαμβάνουν καθοριστικές για το μέλλον μας αποφάσεις) δεν έχει επαφή με τους λαούς και δεν τους σέβεται. Δυστυχώς, το επιχείρημα αυτό έχει μια δόση αληθείας, και η συζήτηση που διοργάνωσε η Deutsche Welle φαίνεται να το επιβεβαιώνει.
Δεν πρόκειται για ένα επιχείρημα φορμαλιστικό. Οι αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνονται από εκπροσώπους εκλεγμένων κυβερνήσεων (Συμβούλιο) και από εκπροσώπους που εκλέγουν οι Ευρωπαίοι με απευθείας ψηφοφορία (Κοινοβούλιο). Δεν προβάλλουν οι λαϊκιστές ότι η μορφή διακυβέρνησης πάσχει καταστατικά. Ισχυρίζονται, όμως, ότι οι διεργασίες των οργάνων αυτών δεν έχουν την εγγύτητα προς τον λαό ή τη διαφάνεια που όφειλαν να είχαν. Βλέπουν ότι οι αποφάσεις στις Βρυξέλλες είναι συχνά προϊόν συμβιβασμών, με αποτέλεσμα να μην αντανακλούν τη βούληση μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης — πολλές φορές, μάλιστα, καταγγέλλουν ότι οι αποφάσεις είναι αποτέλεσμα πιέσεων και lobbying από ισχυρούς οικονομικούς παίκτες και λαμβάνονται εις βάρος των πολλών. Καταλήγουν με τον ισχυρισμό ότι η δομή αυτή βολεύει πολλούς (πολυεθνικές, γραφειοκράτες κλπ.) και γι’ αυτό γίνεται κάθε προσπάθεια να διατηρηθεί. Πολλά θα μπορούσε να απαντήσει κανείς σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς. Τι απαντά, όμως, η ίδια η ευρωπαϊκή ελίτ; Ουσιαστικά, τίποτε.
Ρίξτε μια ματιά στο επικοινωνιακό υλικό των ευρωπαϊκών θεσμών ή των ευρωπαϊκών κομμάτων (των ομάδων που εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Πάτε σε ένα Europe direct σημείο, στο οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση επικοινωνεί με τους πολίτες για να διαφημίσει τις δράσεις της (υπάρχουν πολλά σε όλη την Ελλάδα). Θα διαπιστώσετε ότι βασικό τους μοτίβο είναι το τι έκανε η Ένωση για τους πολίτες της. Σαν να είναι ένας πεφωτισμένος δεσπότης που φροντίζει για τον λαό του — η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται απομακρυσμένη από τους λαούς της Ευρώπης, σαν μια δύναμη που θέλει το καλό τους και φροντίζει γι’ αυτούς (και, σε χώρες όπως η Ελλάδα, μοιράζει χρήματα). Θα δείτε κάποιες εκστρατείες του τύπου: «Η Ευρώπη ακούει» — σαν τον ηγεμόνα που δέχεται σε ακρόαση τους υπηκόους του. Θα δείτε πόσες γέφυρες κατασκευάστηκαν με ευρωπαϊκά κονδύλια, πόσοι άνεργοι μετεκπαιδεύτηκαν. Σαν να το έκανε κάποιος τρίτος — καμία συμμετοχή των λαών.
Επίσης, προσέξτε όταν έχουμε ευρωεκλογές: Πόσο χρόνο αφιερώνουμε στη συζήτηση ευρωπαϊκών θεμάτων; Κατά πόσο νιώθουμε ότι εκλέγουμε τους δικούς μας αντιπροσώπους για να επηρεάσουν τις αποφάσεις στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο; Έχουμε αποδεχτεί ότι, ως πολίτες, δεν συμμετέχουμε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ότι είναι μία διαδικασία που γίνεται χωρίς να έχει ανάγκη τη συμμετοχή μας, ότι γίνεται ερήμην ημών, ακόμη κι εάν δεν την επιθυμούμε. Χωρίς να είμαι σε θέση να το γνωρίζω, υποθέτω ότι κάτι τέτοιο γίνεται και σε άλλες 27 (sorry, 26) χώρες της Ευρώπης.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Ότι ένα μεγάλο ποσοστό, σε πολλές χώρες πλειοψηφικό, δεν θέλει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το ποσοστό αυτό πολλοί φιλοευρωπαίοι και, οπωσδήποτε, οι ευρωπαϊκές ελίτ το αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση. Ενώ η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μας εισήγαγε την αρχή της επικουρικότητας, μιαν αρχή βαθύτατα δημοκρατική, αυτή παραμένει ως διάταξη που κοσμεί τις Συνθήκες, αλλά δεν εφαρμόζεται στην πράξη με ευθύνη των ίδιων των ευρωπαϊκών ελίτ. Η περιφρόνηση, που δεν κρύβεται σχεδόν, απέναντι στους πολίτες που δυσπιστούν προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τους περιχαρακώνει και, κυρίως, επιβεβαιώνει το επιχείρημά τους, ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα σχεδιάστηκε από λίγους για λίγους και αγνοεί τον λαό. Όλα σχεδόν τα δημοψηφίσματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ήταν αρνητικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση όταν περιείχαν σχετικά ερωτήματα.
Η έλλειψη ουσιαστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι και το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, μία βόμβα που μπορεί να σκάσει στα θεμέλιά της. Εάν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα μπορούσε, με διάφορους νομικισμούς, να μπει κάτω από το χαλί, πλέον κάτι τέτοιο είναι αδύνατον: ζητήματα όπως το προσφυγικό ή η στήριξη με δανεικά άλλων χωρών απειλούν να ρίξουν φιλοευρωπαϊκές κυβερνήσεις και να εγκαταστήσουν αντιευρωπαϊκές πλειοψηφίες. Δεν θα έχει νόημα όσοι θεωρούμε τους εαυτούς μας ευρωπαϊστές να καθόμαστε και να λέμε ότι, τι να κάνουμε, έτσι αποφάσισε το πόπολο, που δεν καταλαβαίνει — αν βρούμε τρόπο να το παρακάμψουμε, καλώς, αν όχι, τι να κάνουμε.
Ποια είναι η λύση; Αυτή που φαντάζομαι μπορώ να την περιγράψω μόνο στις γενικές της γραμμές. Ξεκινά από τον σεβασμό της αντίθετης άποψης. Να μάθουμε ποια ακριβώς είναι τα παράπονα κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να μην ομαδοποιούμε όλους τους αντιευρωπαϊστές σε ένα τσουβάλι αμόρφωτων ψεκασμένων, αλλά να αναζητούμε και τη βασιμότητα που ενδεχομένως έχουν οι αντιρρήσεις τους. Να έχουμε τη διανοητική σεμνότητα για να αποδεχτούμε ότι μπορεί σε κάποια ζητήματα να σφάλλουμε, να είμαστε σε θέση να παραδεχτούμε ελλείψεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και να αναζητούμε τρόπους να τις διορθώσουμε. Να προσπαθήσουμε για μία Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η αρχή της επικουρικότητας (και η συγγενής της, η αρχή της εγγύτητας) εφαρμόζεται πραγματικά, όπου τα προβλήματα λύνονται όσο πιο κοντά στον πολίτη γίνεται και, κατά το δυνατόν, και με τη συμμετοχή του. Να καταλάβουμε ότι ο αντίστροφος λαϊκισμός (δες πόσα χρήματα ξόδεψε η Ευρώπη γι’ αυτό το νοσοκομείο) θα ηττάται πάντα από τον original. Ποιοι είμαστε εμείς που θα τα κάνουμε όλα αυτά; Ο κάθε μεμονωμένος πολίτης που επιθυμεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα και άλλες συλλογικότητες, όλοι όσοι έχουν περισσότερο ή λιγότερο λόγο στα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε αυτές τις σκέψεις καίριο ρόλο παίζει η (διανοητική) σεμνότητα, ένα χαρακτηριστικό του φιλελευθερισμού. Δεν σημαίνει ότι ένας φιλελεύθερος δεν θεωρεί τον εαυτό του τον εξυπνότερο άνθρωπο στο δωμάτιο όπου βρίσκεται, ή στο χωριό του, ή στη χώρα, ή στην οικουμένη ολόκληρη. Σημαίνει, όμως, ότι παρ’ όλα αυτά δέχεται ότι η λύση που προτείνει μπορεί να είναι εσφαλμένη. Υποστηρίζει με πάθος τις ιδέες του, αλλά δέχεται ότι μπορεί να τις επιβάλει μόνο με την πειθώ. Δεν δέχεται πως ξέρει καλύτερα από κάποιον άλλο τι είναι καλό γι’ αυτόν τον άλλο. Εξ ου και ένας φιλελεύθερος είναι δημοκράτης: αποδέχεται ότι η δημοκρατία, με όλα τα προβλήματα που μπορεί να έχει, είναι ο καλύτερος τρόπος για να επιλεγεί με ειρηνικό τρόπο μια λύση μεταξύ πολλών που προτείνονται. Έτσι, παρόλο που βρίσκεται συνήθως στη μειοψηφία, δεν περιφρονεί το πόπολο, αλλά σέβεται τον λαό — κανείς δεν σέβεται τη λαϊκή βούληση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την αποδέχεται ως ορθή) περισσότερο από ένα φιλελεύθερο. Και γι’ αυτό αγωνίζεται για μία Ευρώπη (ανεξαρτήτως του οργανωτικού της σχήματος) ελεύθερη και δημοκρατική.