Το τηλεφώνημα
Ίσως έπρεπε να σηκωθείς λίγο νωρίτερα. Αλλά ήταν και η κούραση, έτσι όπως είχες έρθει από τις δουλειές, και τίποτε δεν είχε στο σπίτι για φαΐ. Και, όπως μπήκες, έτσι πήρες στα γρήγορα μια κατσαρόλα, ψιλόκοψες ένα κρεμμύδι (πότε πρόλαβε να σε πειράξει και έκλαψες;), ένα καρότο σε ροδέλες, άναψες το μάτι της κουζίνας, κι αφού ζεστάθηκε το λάδι τα έριξες μέσα να μαραθούν λίγο, ίσα να κάνει το μαγικό του το ελαιόλαδο και να βγάλει όλες τις γεύσεις από τα δύο ταπεινά λαχανικά, και έριξες μετά και τις φακές —εκείνες τις ωραίες που είχατε πάρει από ένα μπακάλικο σε μια περσινή εκδρομή (α, μη φανταστείς κάτι, ένα Σαββατοκύριακο σκαστό ήταν, για μια ανάσα, τόσο μακρινό κι αυτό τώρα)—, δυο φύλλα δάφνη που είχες κλέψει από ένα δέντρο και τα είχες στεγνώσει μόνη σου, δυο-τρεις σκελίδες σκόρδο, τα έφερες όλα μαζί πέντ’-έξι βόλτες, έριξες το νερό μαζί με λίγο ξίδι και άφησες να βράσουν σε σιγανή φωτιά, ένα μισάωρο — έριξες μια κλεφτή ματιά στο ρολόι, τόσο κλεφτή που αμέσως ξέχασες τι ώρα ήταν. Δεν κάθισες στον καναπέ, θα σε έπαιρνε ο ύπνος, το ένιωθες, και έπρεπε να έχεις τον νου σου στο μισάωρο να ρίξεις το αλάτι, το πιπέρι, μια καυτερή πιπερίτσα αν θυμηθείς σε ποιο βαζάκι τις έχεις καταχωνιάσει και να τσεκάρεις το νερό, μη χρειαστεί να συμπληρώσεις, αφού θα αφήσεις το φαγητό να σιγοβράζει για δέκα-δεκαπέντε λεπτά ακόμη, λίγα λεπτά ακόμη, λίγα, τι ώρα έχει πάει; Τηλέφωνο. Κάτι καμένο. Χτύπος τηλεφώνου. Τι ώρα έχει πάει; («Δεν θα έρθω, κάτι μου έτυχε στην δουλειά, φάε, μη με περιμένεις»). Κάτι τυχαίνει στη δουλειά. Κάτι τυχαίνει. Ίσως έπρεπε να σηκωθείς λίγο νωρίτερα. Να είχες ρίξεις μια ματιά στο φαγητό, μην κολλήσει. Που δε σε νοιάζει όμως τώρα. Γιατί κάτι έτυχε στη δουλειά.
[ Η φωτογραφία είναι από το εξαιρετικό ιστολόγιο Cucina di Caruso ].