Τίποτα δεν πεθαίνει

C
Γιώργος Κυριαζής

Τίποτα δεν πεθαίνει

Ο ερχομός της οικονομικής κρίσης δημιούργησε αρχικά ένα μούδιασμα στον χώρο του πολιτισμού, και ειδικότερα της μουσικής, καθώς είναι γνωστό ότι, εκτός από θυσίες, η τέχνη θέλει και χρήμα. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων ουσιαστικά έσβησε, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών λίγο έλειψε να κλείσει οριστικά, η Καμεράτα παραλίγο να σταματήσει τη λειτουργία της, τα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ καταργήθηκαν για δύο χρόνια (εκτός από τη Συμφωνική Ορχήστρα που επανασυστάθηκε για ένα διάστημα), οι ανεξάρτητοι μουσικοί καλούνταν να παίξουν εδώ κι εκεί χωρίς αμοιβή, και γενικώς το τοπίο φάνταζε άνυδρο.

Και, ξαφνικά, το σωτήριον έτος 2017, με την οικονομική κρίση να συνεχίζεται ακάθεκτη, η Αθήνα (για τις άλλες πόλεις δεν μπορώ να μιλήσω) βρίσκεται με τρεις κορυφαίους χώρους πολιτισμού εν πλήρη δράσει. Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών φιλοξενεί συνεχώς συναυλίες και εκδηλώσεις (συχνά 3 ή 4 την ίδια ημέρα στους διαφορετικούς χώρους που διαθέτει), η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση συνεχίζει το σημαντικό έργο της, και το νεόδμητο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος μπήκε δυναμικά στη σκηνή με μια εξαιρετική αίθουσα για τις παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής καθώς και με την Εναλλακτική Σκηνή. Δίπλα σε αυτά, πρέπει να προσθέσουμε το πρόσφατα ανακαινισμένο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το Παλλάς κ.ά. Και βέβαια υπάρχουν πάντα και τα μικρότερα θέατρα, μουσεία, εκκλησίες, μικρά πολιτιστικά κέντρα και μπαρ όπου συχνά φιλοξενούνται παραστάσεις και συναυλίες από μεμονωμένους καλλιτέχνες, ολιγομελή σχήματα μουσικής δωματίου, τζαζ και ροκ, αυτόνομες ομάδες όπερας — γενικότερα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για δημιουργικό οργασμό.

Εδώ πρέπει να τονίσω ότι σε αυτό το σημείωμα δεν με ενδιαφέρουν οι εσωτερικές διεργασίες και τα παιχνίδια που μπορεί να παίχτηκαν στο παρασκήνιο σε ό,τι αφορά τα μεγάλα ιδρύματα, αφενός γιατί δεν γνωρίζω πολλά γι’ αυτά τα θέματα, και αφετέρου γιατί θέλω (πιο σωστά: έχω ανάγκη) να μείνω στη θετική πλευρά του πράγματος.

Η μόνη αγωνία που έχω κάπου εκεί στο βάθος του μυαλού είναι κατά πόσο οι ανεξάρτητοι μουσικοί και τραγουδιστές θα καταφέρουν να φτάσουν στο σημείο να κερδίζουν τα προς το ζην από την τέχνη τους. Εμείς που εργαζόμαστε καθημερινά σε πολυμελή, άρα κατ’ ανάγκην κρατικά, σύνολα (Εθνική Λυρική Σκηνή, Κρατικές Ορχήστρες, Μουσικά Σύνολα ΕΡΤ, Μουσικά Σύνολα Δήμου Αθηναίων κλπ.) μπορούμε να ζούμε από την τέχνη μας, αλλά εκείνοι δυσκολεύονται, καθώς το κοινό δεν είναι τόσο μεγάλο ώστε να μπορεί να στηρίξει ικανοποιητικά όλες αυτές τις προσπάθειες.

Πάντως είναι ιδιαίτερα θετικό ότι οι προσπάθειες γίνονται, και, αν μη τι άλλο, μπορεί να το δει κανείς όλο αυτό σαν σημάδι ότι ο πολιτισμός αντιστέκεται στη γενικότερη αίσθηση ζόφου (κάτι που βλέπουμε και σε άλλους τομείς, όχι μόνο στη μουσική). Αν τον βοηθήσουμε πιο ενεργά, συμμετέχοντας, είναι βέβαιο ότι θα μειωθεί και η δική μας προσωπική αίσθηση ζόφου.

Η μουσική είναι φως, ακόμα κι όταν είναι σκοτεινή.