Τούρκικος καφές
Ο καφές είναι ένα από τα μεγάλα (και κοστοβόρα) πάθη μου. Το χτύπημα ήταν πολύ γερό για να το αντέξει ένας απλός άνθρωπος όταν διαπίστωσα —με άφατο τρόμο— ότι στην Πόλη δεν μπορούσα να βρω ένα σοβαρό μέρος για να πιω έναν καφέ της προκοπής. Οι Τούρκοι αγαπούν το τσάι, το οποίο και καταναλώνουν με ρυθμούς πολυβόλου, και ο καφές δεν είναι μέσα στις προτεραιότητές τους. Ο αγαπημένος μου εσπρέσο ήταν μια ανάμνηση που πλέον είχε εξατμιστεί. Επίσης, μην ακούτε αυτές τις ωραιοποιημένες ιστορίες περί «καϊμακλίδικου και μπερεκετλίδικου τούρκικου καφέ»: αυτοί που θεωρούν ότι ήπιαν κατιτί τέτοιο απλώς δεν ξέρουν να τον ξεχωρίζουν ή είναι, οι περισσότεροι, φανατικοί του φραπέ (ουδείς ψόγος, αλλά δεν θα σηκωθούν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι). Ως φανατικός της ιταλικής σχολής αλλά και ως ένθερμος υποστηρικτής του σκούρου και λεπτοκομμένου χαρμανιού του καφέ που βράζει στη χόβολη, αδυνατούσα να ευχαριστηθώ καφέ για μεγάλο χρονικό διάστημα. Την έβγαζα, λοιπόν, με κάτι καφέδες από αστείες μηχανές που παράγουν εσπρέσο με το πάτημα ενός κουμπιού, δίχως να βάλεις κάψουλα, με ύποπτο καφέ σκόνη με τον οποίο την τροφοδοτεί ο μάστορας ανοίγοντας ένα καπάκι στο πάνω μέρος. Με άλλα λόγια: μπουγαδόνερο με γεύση καφέ.
Μέχρι που όλα άλλαξαν στα μέσα του 2014 με την έλευση του περίφημου Kronotrop στην περιοχή του Γαλατασαράι. Ήταν ένα καφέ που με τους ιδιοκτήτες του μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, είχαμε τα ίδια πάθη και μοιραζόμασταν ιστορίες από καφεποσίες που δεν είχαν προηγούμενο. Στην αρχή ήταν ένα μικρό μαγαζάκι, μια τρύπα στο Γαλατασαράι που σέρβιρε καφέ στα όρθια, καθώς διέθετε ένα τραπέζι μόνο, όλο κι όλο — αλλά είχε και μεράκι. Πολύ γρήγορα μεγάλωσαν και μεταφέρθηκαν στο Τζιχάνγκιρ όπου πλέον σερβίρουν τους καφέδες τους σε ένα καλαίσθητο μαγαζάκι. Παράλληλα όμως υπήρξε και μία έκρηξη στην αγορά του καφέ με σοβαρά μαγαζιά να ανοίγουν σε πολλές περιοχές και, ω τι ευτυχία! τα περισσότερα κοντά στο γραφείο μου. Οι δυνατότητες είχαν πολλαπλασιαστεί και ο ανταγωνισμός προσέφερε όλο και καλύτερο καφέ για να καταφέρει να αποσπάσει μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά.
Σήμερα, τον Νοέμβριο του 2015, στη Πόλη μπορεί κανείς να απολαύσει ένα σοβαρό καφέ σε αρκετά μέρη (Μπεσίκτας, Νισάντασι, Μπέγιογλου, Τζιχάνγκιρ αλλά και αλλού) δίχως να βρίζει από την πρώτη γουλιά: αλλά, αντιθέτως, ευφραίνοντας τον ουρανίσκο του. Όπως μου εξηγούσε ο ιδιοκτήτης του Ministry of Coffee στο Νισάντασι, ο λόγος που συνέβη αυτό είναι απλός. Οι άνθρωποι πλέον ταξιδεύουν, έχουν απολαύσει το προϊόν εκεί όπου τους το φτιάχνουν σωστά και μπορούν πολύ εύκολα να ξεχωρίσουν. Έτσι δεν πείθονται από τα γελοία υποκατάστατα που τους προσέφερε η αγορά. Αυτή η άτιμη η αγορά…
Το θέμα του τούρκικου καφέ παραμένει προβληματικό φυσικά. Συνήθως, σου σερβίρουν ένα αραιό νεράκι που μοιάζει μεν με καφέ, αλλά που του λείπουν βασικά συστατικά — με κύριο το εξής ένα: τον καφέ. Όμως και γι’ αυτό βρέθηκε λύση. Στο Πέρα, λίγο μετά το λύκειο του Γαλατασαράι, υπάρχει σε ένα μικρό στενό το Mandabatmaz, το μέρος όπου θα βρει τη γιατρειά του κάθε καφεμανής. Το όνομα του καταστήματος υποδηλώνει ότι ο καφές είναι τόσο βαρύς (έτσι τον λέμε οι μυημένοι) και πυκνός ώστε «ούτε ο ταύρος δεν βουλιάζει». Πρόκειται για μοναδικό χαρμάνι, και ο καφετζής μας είναι ένας γνήσιος απόγονος των καφετζήδων των σουλτάνων. Εντάξει, ίσως υπερβάλλω λίγο, αλλά η αλήθεια είναι ότι βρήκα την υγειά μου εκεί πέρα. Τα μικρά τραπεζάκια και τα χαμηλά καρεκλάκια, δε, προσδίδουν ένα άρωμα λησμονημένης Ιστανμπούλ, σαν κι αυτήν που περιέγραφε ο προπάππος Σίμος.
Έχω έναν καλό φίλο από την Ελβετία —που μόνο για Ελβετός δεν μοιάζει, αλλά ας είναι—, από εκείνους που είναι ουσιαστικά Ιταλοί. Αυτός λοιπόν λέει ότι οι μουσικολόγοι είμαστε ηδονιστές.
Ε, είμαστε.