Το τρένο και τα θαύματα

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Το τρένο και τα θαύματα

Πιο κόκκινο κι απ’ τη μύτη του είχε γίνει το μπροστινό δεξί γόνατο του Ρούντολφ. Πρήστηκε σαν μπάλα του τένις κι έκαιγε, αχ πώς τον έκαιγε τον μικρούλη τον Ρούντολφ.

Σκοτάδια έξω, είχε πάει έντεκα και μισή, μα οι γιατροί κούναγαν ακόμα σκεφτικοί το κεφάλι, σκυμμένοι πάνω από το ελαφάκι. Ο Άι Βασίλης μπαινόβγαινε ανήσυχος, πότε κοιτώντας με τεράστια στενοχώρια τον αγαπημένο του φίλο που είχε μαραζώσει, και πότε έξω απ’ το παράθυρο υπολογίζοντας ξανά και ξανά τον χρόνο που ήθελε μέχρι να μοιράσει τα δώρα στα παιδάκια.

«Αργούμε…» σκεφτόταν. «…Αργούμε υπερβολικά…»

Τα άλλα ελαφάκια τον κοίταγαν φοβισμένα από το διπλανό δωμάτιο. Όχι, του έγνεφαν πανικόβλητα, μαντεύοντας τη σκέψη του. Όχι, δεν ξέρανε τον δρόμο και, όχι, δεν ήταν δυνατόν να πάρει άλλο τη θέση του αρχηγού.

«Όχι, όχι. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα».

Τα λεπτά έπεφταν βαριά όπως πέφτουνε οι χάντρες στο κομπολόι του παππού, μα οι γιατροί δεν έλεγαν να δώσουν την άδεια στον Ρούντολφ να σηκωθεί. «Αν πατήσει το πονεμένο του πόδι τώρα, θα κάνει τέτοια ζημιά που ίσως να μην μπορέσει να περπατήσει ποτέ πια», έλεγαν κουνώντας τα μουστάκια τους και ζαρώνοντας το μέτωπο. «Είναι επικίνδυνα αυτά τα πράγματα».

Δώδεκα παρά είκοσι…

«Δε γίνεται! Κάτι άλλο πρέπει να σκεφτώ», μονολόγησε ο Άι Βασίλης.

Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε από την πάνω γειτονιά το τρένο, να ξεφυσάει μ’ ένα παράξενο κελαριστό γουργουρητό. Τα μάτια του Άι Βασίλη έλαμψαν.

«Λες;» αναρωτήθηκε.

Ο Ρούντολφ τίναξε ψηλά το μικρό του κεφαλάκι, ανασκουμπώθηκε στα μαξιλάρια και φώναξε όλο χαρά:

«Ναι!» είπε. «Γιατί όχι;»

Αυτό μπορούσε να το κάνει! Θα οδηγούσε το τρένο!

Μ’ ένα του σφύριγμα, ο Άι Βασίλης έδωσε το σύνθημα στα ξωτικά να φορτώσουν όλα τα δώρα στα βαγόνια του τρένου, και με ένα πρόχειρο φορείο μετέφεραν τον Ρούντολφ στο βαγόνι της μηχανής.

Και κοίτα να δεις. Λίγο πριν το ξημέρωμα, όλα τα δώρα ήταν πια κάτω από τα στολισμένα δένδρα, κι ο Άι Βασίλης, από το κεφαλόσκαλο του τελευταίου βαγονιού, χαιρετούσε όλος χαρά την αυγούλα που χάραζε στο βάθος.

Κι εκεί, στο πρώτο βαγόνι, ένα μικρό ελάφι χτυπούσε και ξαναχτυπούσε την κόρνα. Γιατί νά που γίνονταν αυτά τα πράγματα. Νά που γίνονταν και θαύματα.