Τρόμος σύγχρονος, Τρόμος αειθαλής

C
Ευθυμία Δεσποτάκη - Ελευθέριος Κεραμίδας

Τρόμος σύγχρονος, Τρόμος αειθαλής

Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70, όπως όλες οι επαναστατικές περίοδοι, ήταν γεμάτες ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Η επιστήμη υποσχόταν αφθονία αγαθών για όλους, ενώ πολιτικά και κοινωνικά κινήματα θα έφερναν παγκόσμια ειρήνη και δικαιοσύνη. Ακόμα και μια ξέφρενη διάθεση φάνταζε αρκετή για να αλλάξει κάτι.

Ώς τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όλα είχαν αλλάξει απότομα προς το χειρότερο. Το πρώτο μεγάλο ατύχημα σε πυρηνικό αντιδραστήρα έθαψε το όνειρο της φτηνής ενέργειας και προξένησε βαθιά δυσπιστία προς κάθε τεχνολογική εξέλιξη. Οι ροκάδες πέθαιναν από ναρκωτικά ή αναζητούσαν τη χαμένη τους έμπνευση προσθέτοντας εμπορικά, ηπιότερα στοιχεία στη μουσική τους. Το Ανατολικό Μπλοκ, αντί να δίνει το χέρι σε προοδευτικούς διανοούμενους της Δύσης, στήριζε τις ελπίδες του σε αιμοσταγείς τυράννους του Τρίτου Κόσμου, σαν τον Πολ Ποτ και τον Μενγκίστου. Τα κοινόβια είχαν αδειάσει, οι πρώην χίπηδες κουρεύονταν και γίνονταν χαρτογιακάδες.

Ο συντηρητισμός και ο καθωσπρεπισμός είχαν επιστρέψει θριαμβευτές. Θάτσερ στην Αγγλία, Ρίγκαν στις ΗΠΑ, παντοδύναμοι. Χωρίς θετική διέξοδο –ακόμα και η πτώση του Τείχους του Βερολίνου σήμαινε για πολλούς την επιστροφή σε κάτι άλλο παλιότερο, αλλά όχι αναγκαία αισιόδοξο–, οι νέοι στράφηκαν στον μηδενισμό. Η λογοτεχνία Τρόμου που ήθελαν και τους ταίριαζε μπορούσε να είναι μόνο μια μεγάλη μούντζα προς τα πάντα.

Όχι πως οι σημαντικοί συγγραφείς της προηγούμενης γενιάς, όπως ο Κινγκ, ο Κουντζ και ο Στράουμπ, δεν συνέχιζαν όπως είχαν ξεκινήσει, απευθυνόμενοι στο ευρύ κοινό. Αλλά εκεί που αυτοί έθεταν γενικούς προβληματισμούς, χρησιμοποιούσαν καθημερινούς ανθρώπους ως πρωταγωνιστές και είχαν κάποια στοιχεία που τα επαναλάμβαναν στα περισσότερα βιβλία τους, οι νέοι αστέρες ήταν των άκρων. Δημιουργούσαν περιθωριακούς χαρακτήρες που δεν προσπαθούσαν να κερδίσουν τη συμπάθεια του αναγνώστη, πειραματίζονταν με δόκιμους και αδόκιμους τρόπους στη γραφή τους, ασχολούνταν με θέματα «απαγορευμένα», όπως ο κανιβαλισμός και η νεκροφιλία – και δεν το έκαναν με υπονοούμενα, όπως οι λογοτεχνικοί τους πρόγονοι, αλλά με ωμές και λεπτομερείς περιγραφές.

Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος τρόμου είχε πάρει ήδη νοσηρές ατραπούς, ιδίως οι ιταλικές και ισπανικές παραγωγές που προσπαθούσαν να προσελκύσουν κοινό με γυμνό και αίμα (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν και διαμάντια τέχνης μέσα στο σωρό, ιδίως στα giallo). Η εμφάνιση της βιντεοκασέτας διευκόλυνε την κυκλοφορία τέτοιων ταινιών, αλλά παρέμεναν εμπόδιο οι διάφορες επιτροπές που έκριναν την ηλικιακή καταλληλότητα· ιδίως στη Βρετανία, οι ταινίες φρίκης καταδιώχθηκαν αλύπητα για καιρό. Ενώ στη λογοτεχνία δεν υπήρχε (πια) επίσημη λογοκρισία κάποιου είδους.

Το άλλο γεγονός που σημάδεψε την εποχή ήταν το βιαστικό τέλος της σεξουαλικής επανάστασης λόγω του AIDS. Αν και υπήρχαν λεπτομερείς ερωτικές σκηνές πριν, σχεδόν ποτέ δεν παρέκλιναν από τις αντοχές του μέσου αστού σε αισθητική και ηθική, ούτε καν από αραχνιασμένα κλισέ, όπως η γυναίκα που είναι ακόλουθος των δυνάμεων του Κακού, εξ ου και σεξουαλικά αχόρταγη. Πλέον, όμως, το σεξ είναι πότε σύμβολο της απειλής και της απέχθειας και πότε μέσο πρόκλησης. Βιασμοί, σαδομαζοχισμός, παιδοφιλία, όλες οι διαστροφές έχουν την τιμητική τους. Η ομοφυλοφιλία, επίσης, κάποτε αγνοημένη ή μισοκρυμμένη, έρχεται στο προσκήνιο.

Ενδεικτικό έργο της εποχής είναι η σειρά βιβλίων Beast House του Richard Laymon, όπου υπάνθρωπα τέρατα ζουν σε σπήλαια κάτω από ένα παλιό σπίτι και απάγουν γυναίκες για να τις βιάσουν και να πολλαπλασιαστούν, μιας και το είδος τους δεν διαθέτει θηλυκά. Ταυτόχρονα, οι ήρωες έχουν να κάνουν με ψυχοπαθείς ανθρώπους που συνήθως είναι ακόμα χειρότεροι από τα τέρατα.

Οι διάφοροι νέοι συγγραφείς προέρχονταν από εντελώς ξεχωριστό περιβάλλον ο καθένας και αξιοποιούσαν τις γνώσεις τους για να γράψουν πιο πειστικά κείμενα. Ο, δημοφιλέστατος και στην Ελλάδα, Γκράχαμ Μάστερτον, ήταν αρχισυντάκτης του βρετανικού Penthouse εκτός από συγγραφέας Τρόμου και έγραψε και αρκετά εγχειρίδια για το σεξ. Ο Joe R. Lansdale πότε μπολιάζει τις ιστορίες του με ρεαλιστικές απεικονίσεις του Τέξας, όπου ζει, και πότε περιγράφει περίεργες καταστάσεις στα όρια του γελοίου, όπως στο Bubba Ho-Tep, όπου ο Έλβις και ο Κένεντι (μαύρος πια!) αντιμετωπίζουν μια μούμια στο γηροκομείο όπου είναι κλεισμένοι μετά τους σκηνοθετημένους θανάτους τους. Σε κάθε περίπτωση, ο Lansdale περιγράφει τη βία με τις γνώσεις που του δίνει η ενασχόλησή του με τις πολεμικές τέχνες. Ο πρώην στρατονόμος (υπηρέτησε και στην Κύπρο) Μπράιαν Λάμλεϊ άφησε στην άκρη τις απομιμήσεις του Λάβκραφτ με τις οποίες ασχολούνταν αρχικά και καταπιάστηκε με βιβλία που ανακατεύουν μυστικές υπηρεσίες, χώρες του Ανατολικού Μπλοκ και της Μεσογείου, ψυχικές δυνάμεις και τεχνολογία. Η πιο γνωστή του δημιουργία, οι βρικόλακες «βαμπίρι» από τη σειρά βιβλίων Νεκροσκόπος, μπορούν να ρευστοποιούν τη σάρκα τους και να της δίνουν όποιο σχήμα θέλουν – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σεξουαλική τους δράση.

Ο David J. Schow, που έγραφε κι ο ίδιος σ’ αυτό το γενικό στιλ, του έδωσε το όνομα Σπλάτερπανκ. Ο όρος συνδυάζει την αιματηρότητα των ταινιών φρίκης (splatter σημαίνει «πιτσιλίζω») και την εφευρετική προκλητικότητα του πανκ (υπό αυτή την έννοια, η λέξη χρησιμοποιήθηκε ως συνθετικό και σε άλλα υποείδη του Φανταστικού, όπως το Κυβερνοπάνκ της Επιστημονικής Φαντασίας).

Ο κυριότερος εκπρόσωπός του ήταν ο Κλάιβ Μπάρκερ, που διακρίθηκε αμέσως για την οργιώδη φαντασία των περιγραφών του και τις απρόσμενες ιδέες του. Οι συλλογές διηγημάτων με τις οποίες εμφανίστηκε, τα Βιβλία του Αίματος, παραμένουν κλασικές, σημείο καμπής για τη Λογοτεχνία Τρόμου. Τα μυθιστορήματά του που ακολούθησαν περιείχαν σταδιακά όλο και περισσότερα στοιχεία φαντασίας (π.χ. Υφαντόκοσμος, Το μεγάλο μυστικό θέαμα, Ιμάτζικα), χωρίς όμως να χάσουν το σκοτεινό τους περιεχόμενο. Επίσης, αντιμετώπισε τη σεξουαλικότητα των ηρώων του (ομοφυλόφιλων όπως ο ίδιος ή ετεροφυλόφιλων, αντρών και γυναικών) ως κάτι φυσικό και την παρουσίασε ρεαλιστικά, αντί στρεβλά για λόγους εντυπωσιασμού. Η εμπορική του επιτυχία απέδειξε πως το κοινό δεν ήθελε μόνο αίμα και σπέρμα, αλλά και καλοδουλεμένο ύφος. Ο Μπάρκερ ήταν μάλλον ο πρώτος σύγχρονος συγγραφέας που απέσπασε κάποιον σεβασμό από το λογοτεχνικό κατεστημένο για τον Τρόμο, σε εποχές που ο Κινγκ θεωρούνταν ακόμα εμπορικό, αλλά όχι λογοτεχνικό φαινόμενο.

Το κίνημα Σπλάτερπανκ δεν άρεσε, βέβαια, σε όλους. Δίχασε το κοινό και τους παλιότερους συγγραφείς με τις ακρότητές του, αλλά δεν πολεμήθηκε πραγματικά. Απέσπασε αρκετά βραβεία, όπως και προβολή από τα μεγάλα ονόματα σαν τον Κινγκ. Κι ενώ μερικοί, σαν τον Schow, ανήκαν αποκλειστικά σ’ αυτό, άλλοι (όπως ο Lansdale) έγραφαν και διαφορετικά πράγματα ή (όπως ο Μάστερτον και ο Λάμλεϊ) κινούνταν παράλληλα με αυτό, με παρόμοιο σκεπτικό, αλλά όχι ακριβώς το ίδιο.

Αξίζει να σημειωθεί πως κυρίαρχη τάση της εποχής ήταν η απόρριψη των τεράτων. Οι απειλές παρουσιάζονταν ως άμορφες και εντελώς εξωανθρώπινες ή ως απολύτως ανθρώπινες. Άλλοτε το θέμα ήταν η ανθρώπινη σκληρότητα (παράδειγμα, το έργο του Τζακ Κέτσαμ), άλλοτε κάποιο λίγο ή πολύ ανθρωπόμορφο ον, ενώ άλλοτε μια μεταμόρφωση έθετε το ερώτημα αν πέρα από το ανθρώπινο βρίσκεται το «καλό» υπεράνθρωπο ή το «κακό» απάνθρωπο (χαρακτηριστικά χειρίστηκε το ζήτημα στα βιβλία της η Kathe Koja). Η επιτομή της όλης τάσης ήταν ο λυκάνθρωπος (σύμβολο των βίαιων ενστίκτων) και ακόμα περισσότερο ο βρικόλακας, που αποθεώθηκε αυτή την εποχή – άνθρωπος στην όψη και στη συμπεριφορά, κυνηγός ανθρώπων ταυτόχρονα, όπως οι δολοφόνοι, οι εκμεταλλευτές, οι βιαστές.

Δυο νέες φόρμες βιβλίων Τρόμου εδραιώθηκαν αυτήν την περίοδο. Η πρώτη ήταν η ανθολογία με συγκεκριμένο θέμα/ύφος ή με τα καλύτερα διηγήματα της χρονιάς, που βοηθούσε το κοινό να μαθαίνει νέα ονόματα και να παρακολουθεί τις εξελίξεις στον χώρο. Η άλλη φόρμα ήταν το «επικό» μυθιστόρημα, συχνά επικών διαστάσεων επίσης, πολλές φορές ιστορικό, που παρουσίαζε πότε μια πλοκή που επηρέαζε πολλά πρόσωπα ή και όλη την ανθρωπότητα (πρωτοπόρος ο Κινγκ) και πότε μια πλοκή που εξελισσόταν σε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, επηρεάζοντας γενιές χαρακτήρων (πρωτοπόρα η Ανν Ράις).

Το Σπλάτερπανκ συνέχιζε να προσελκύει θιασώτες (όπως ο/η Πόπι Ζ. Μπράιτ) ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’90, οπότε και ξεπεράστηκε. Όχι πως δεν συνέχισε και δεν συνεχίζει να υπάρχει ακραίος τρόμος, αλλά πέρασε στο περιθώριο και κράτησε κοντά του μόνο μια μερίδα του κοινού. Αντίστοιχα, εξαίρετοι συγγραφείς συνέχιζαν να εμφανίζονται και στον πιο συμβατικό Τρόμο, όπως ο Τσαρλς Γκραντ που δήλωνε πως γράφει «ήπιο τρόμο», ο ευφυέστατος Τεντ Κλάιν, ο πολυβραβευμένος Νταν Σίμονς με το Τραγούδι της Κάλι και το Carrion Comfort, και ο κορυφαίος στυλίστας με το αναγνωρίσιμο ύφος Τόμας Λιγκότι.

Παραδόξως, το φαινόμενο στον Τρόμο για τη δεκαετία του ’90 είναι ένας συγγραφέας παιδικών βιβλίων, ο ξακουστός Ρ.Λ. Στάιν με τις Ανατριχίλες του, που έφτασαν να πωλούν τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα τον μήνα στο απόγειο της δόξας τους. Πιθανότατα η τόση επιτυχία τους είναι που έκανε τους εκδότες να συνειδητοποιήσουν πόσο πρόσφορη αγορά είναι τα παιδιά και οι έφηβοι και πόσο μεγάλες ανοχές έχουν τελικά σε φανταστικές και μακάβριες εικόνες, ανοίγοντας τον δρόμο σε φαινόμενα σαν τον Χάρι Πότερ και το Λυκόφως. Σε κάθε περίπτωση, ο Στάιν ανέθρεψε και αναθρέφει παιδιά εξοικειωμένα με όλα τα σύμβολα και τα κλισέ του Τρόμου, έτοιμα να περάσουν και στα αντίστοιχα έργα για ενήλικες.

Είναι επίσης η δεκαετία του Παγκόσμιου Ιστού. Οι διαδικτυακές συζητήσεις που επέτρεψε, μαζί με ιστοσελίδες ακόμα και για τα πιο εξειδικευμένα θέματα, επέτρεψαν στους αναγνώστες να (ξανα)ανακαλύψουν ενδιαφέροντα πράγματα, όπως οι ευρωπαϊκές ταινίες του ’70 και ο ασιατικός Τρόμος (κινηματογραφικός, αλλά και λογοτεχνικός). Επίσης, έδωσαν τη δυνατότητα να συσπειρωθούν (και να αυτογκετοποιηθούν) ομάδες γύρω από αυτό που πραγματικά τους αρέσει και να βρίσκουν βιβλία της προτίμησής τους. Αυτό μεταφράστηκε σε μια έλλειψη νέων πραγματικά μεγάλων ονομάτων όσο πλησιάζουμε στο 2000, αλλά στην επιβίωση αμέτρητων νέων τάσεων και μικρών εκδοτικών οίκων, ενίοτε εξωφρενικά εξειδικευμένων, πράγμα που συνεχίζεται και διευρύνεται μέχρι σήμερα. Ακόμα και πιο απαιτητικοί και χαμηλόφωνοι δημιουργοί ακούγονται πια.

Βέβαια, ίσως οι πιο διάσημοι να βγήκαν πιο κερδισμένοι απ’ όλους, καθώς έγιναν ακόμα διασημότεροι, με τα ονόματά τους να φιγουράρουν σε κάθε λίστα και άρθρο, είτε αυτό απευθυνόταν σε αρχάριους, είτε σε προχωρημένους. Δεν νοείται, ας πούμε, να μην έχεις διαβάσει Κινγκ ή Μπάρκερ (ή Κάμπελ και Στράουμπ, για τους πιο ψαγμένους), όποιο είδος Τρόμου κι αν σε ελκύει. Κι όσο μεγάλωναν σε ηλικία αυτοί οι δημιουργοί, τόσο τους έπιανε η νοσταλγία για τις «καλύτερες» εποχές στις οποίες είχαν μεγαλώσει, το ’50 δηλαδή. Η νοσταλγία καλά κρατεί, απλά έχει μετατοπιστεί στο ’80 (βλέπε Stranger Things), την εποχή που εμείς οι νεότεροι μεγαλώναμε με τα βιβλία των πρώτων νοσταλγών.

Μετά από μια παροδική μανία με το τέλος του κόσμου που θα ερχόταν με την αλλαγή της χιλιετίας, ακολούθησε η μανία με τα ζόμπι, που επίσης καλά κρατεί σε βιβλία, ταινίες, παιχνίδια και κόμικς, καθώς οι νεκροζώντανες ορδές μπορούν πάντα να εκληφθούν σαν σύμβολο για ένα σωρό πράγματα και είναι εξίσου «ανθρώπινες» –αν όχι περισσότερο– από τους βρικόλακες του ’90. Πλέον είναι δεδομένες η ανεξαρτησία τους από το υπερφυσικό και η ύπαρξη κάποιας πανδημίας, την εξέλιξη της οποίας παρακολουθούμε από τις πρώτες της στιγμές (αντί να έχει συμβεί πριν την έναρξη του βιβλίου, όπως στον Ζωντανό Θρύλο του Μάθεσον). Αυτό οφείλεται σε βιβλία όπως το They Thirst του ΜακΚάμον και το Wet Work του πρόωρα χαμένου Philip Nutman, που προηγήθηκαν της ζομπομανίας, αλλά άφησαν το στίγμα τους.

Ίσως εξαιτίας των ζόμπι και της τάσης να δίνεται όλο και μεγαλύτερο βάρος στις περιπέτειες και στις (εσωτερικές) συγκρούσεις των ηρώων, αντί για τον διαμελισμό τους, ο 21ος αιώνας είναι γεμάτος με σειρές βιβλίων γεμάτες με σύμβολα του Τρόμου, αλλά ελάχιστη διάθεση να τρομάξουν τον αναγνώστη. Δεν είναι μόνο τα εφηβικά ρομάντζα με φλούο βρικόλακες, αλλά και οι διαφόρων ειδών περιπέτειες, με τέρατα ή δαίμονες ή δολοφόνους διαφόρων ειδών ως εχθρούς ή ως πρωταγωνιστές. Οι υποψήφιοι για καλύτερο βιβλίο Τρόμου στα βραβεία του Goodreads είναι ενδεικτικοί. Το σίκουελ, του σίκουελ, ω σίκουελ. Όσο ανατριχιαστικό κι αν ήταν ένα βιβλίο που βάζει τον ήρωα να τρώει εγκεφάλους ή να βλέπει την οικογένειά του σφαγμένη, πόσο να τρομάξει κανείς με την 6η16η…) συνέχειά του;

Μάλλον καταχρηστικός είναι ο χαρακτηρισμός του Τρόμου εδώ. Αλλά αυτό δεν αποτελεί μομφή προς του συγγραφείς ή τους αναγνώστες. Απλώς, η εικονογραφία του Τρόμου διαχέεται στη μαζική συνείδηση με μεγάλη ταχύτητα και ταυτόχρονα το είδος εξελίσσεται γοργά, πιο γρήγορα απ’ ό,τι εξελίσσεται η ορολογία. Μεγάλο κατόρθωμα. Το διαδίκτυο με τις συζητήσεις του γέννησε και διέδωσε χιλιάδες νεολογισμούς, ενώ φιλοξένησε και πάρα πολλές μελέτες, όχι πάντα ακαδημαϊκής ποιότητας, αλλά εξόχως διαφωτιστικές.

Η διακειμενικότητα είναι σημαντικό χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας Τρόμου τις δυο τελευταίες δεκαετίες, μαζί με άλλα στοιχεία του μεταμοντερνισμού. Η κυρίαρχη τάση είναι η λογοτεχνίζουσα γραφή. Ο Τρόμος γεννά όλο και περισσότερους σπουδαίους στυλίστες, συχνά με περισσότερους οπαδούς εκτός των στενών ορίων του είδους παρά εντός τους, που ενίοτε τους ανακαλύπτουν οι τρομάδες αφού τους έχει υμνήσει πρώτα κάποιο μεγάλο έντυπο ή έχουν βραβευτεί με κάποιο σημαντικό βραβείο που δεν αφορά το Φανταστικό. Το ύφος και η θεματολογία τους είναι συνήθως αδύνατον να περιγραφεί και να στριμωχτεί σε κατηγορίες. Αλλά εκεί που ο Λιγκότι, η Caitlin R. Kiernan και το Σπίτι από φύλλα ήταν «για λίγους» ή μοναδικά φαινόμενα κάποτε, σήμερα ο Laird Barron, ο John Langan, o Μπράιαν Έβενσον και άλλοι σκαπανείς ξαναφέρνουν τον τρόμο εκεί που ξεκίνησε, με την καλύτερα δυνατή έννοια: σε δημιουργικούς προβληματισμούς και υφολογικές ανησυχίες όχι εσωστρεφείς, αλλά μήτρα για εξελίξεις στο σύνολο στη λογοτεχνίας.