Τσάι-μπαχτσέ
Προ ημερών, διάβασα σε ένα άρθρο κάτι που με έβαλε σε σκέψεις. Σύμφωνα με πληροφορίες που συλλέγονται συνεχώς από μυστικές υπηρεσίες, αυτή τη στιγμή υπάρχουν πάνω από 5.000 Τούρκοι πολίτες που έχουν γίνει μέλη του ISIS, αυτής της οργάνωσης των ισλαμοφασιστών, κάτι που τους φέρνει στη πρώτη θέση ανάμεσα σε όλους τους αλλοεθνείς που, ενώ έχουν γεννηθεί στην Ευρώπη ή αλλού, αποφασίζουν να ενταχθούν στις δυνάμεις του χαλιφάτου. Δυστυχώς, η διάχυτη εντύπωση είναι ότι αυτός ο αριθμός αποτυπώνει πλήρως την κατάσταση. Πρέπει λοιπόν να παραδεχτούμε, πρωτίστως στους εαυτούς μας, ότι στην Τουρκία υπάρχει μία μερίδα του πληθυσμού, μικρή μεν πλην υπαρκτή, που είναι υπέρ της περαιτέρω συντηρητικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης της ζωής τους, που επιθυμούν η χώρα να γίνει μία ακόμη ισλαμική «δημοκρατία».
Στην καθημερινότητά μου κινούμαι συνήθως στον άξονα περιοχών όπως το Νισάντασι, το Τάκσιμ, το Σίσλι και τα Ταταύλα, το Πέρα, το Τζιχάνγκιρ, γενικώς εκεί όπου αναπτύσσεται δυναμικότερα ο αστικός ιστός της Πόλης. Έτυχε όμως πριν λίγες ημέρες να χρειαστεί να πεταχτώ μέχρι το Φάτιχ για να κάνω μια δουλειά. Το Φάτιχ θεωρείται ως το σημείο όπου γίνεται η μεγαλύτερη κατήχηση υπέρ του ISIS στα περίφημα «τσάι-μπαχτσέ», δηλαδή στούς κήπους τεϊοποτείων όπου μαζεύονται μονάχα άντρες και όπου συνήθως υπάρχει ένας κύριος με κελεμπία και μούσι που τους μιλάει. Σημειωτέον ότι από τον νόμο εδώ στη Τουρκία, και για να διαφυλαχτεί ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, απαγορεύεται η θρησκευτική περιβολή για όλους. Οι μόνοι που μπορούν να φέρουν τέτοιου είδους φορεσιές είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Μέγας Μουφτής, καθώς και κάποιοι υψηλόβαθμοι ιερείς διαφόρων δογμάτων, κυρίως χριστιανικών.
Ας επανέλθω όμως στα της επίσκεψής μου στην περιοχή. Η τελευταία φορά που είχα πάει εκεί ήταν πριν δύο χρόνια περίπου, για να ανανεώσω την άδεια παραμονής και εργασίας μου. Το Φάτιχ δεν έχει αλλάξει σημαντικά, δεν είδα δηλαδή τίποτα γενειοφόρους να κρατάνε Καλάσνικοφ όπως περίπου μου το είχαν περιγράψει κάποιοι φίλοι μέσα στη υπερβολή τους μερικές ημέρες πριν. Όπως ανέμενα, η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών φορούσε μαντίλα, πράγμα που δεν διέφερε από την προηγούμενη φορά που είχα επισκεφτεί τη συνοικία, ενώ είδα και αρκετές γυναίκες που μιλούσαν τουρκικά και φορούσαν νικάμπ (την ολόσωμη φορεσιά δηλαδή). Αυτό όμως που δεν περίμενα να δω (ή μάλλον να ακούσω) ήταν ο απίστευτος ηχητικός πολτός από θρησκευτικά τραγούδια και αλυχτήματα ιμάμηδων που δεν προέρχονταν από τους γειτονικούς μιναρέδες —δεν ήταν ώρα προσευχής— αλλά από τα ηχεία διάφορων καφενείων και τσαγάδικων. Απίθανο κιτς άκουσμα… Κατά τα άλλα, δεν συνάντησα κανέναν που να ήθελε να με μυήσει στο ISIS (αν και είμαι απολύτως σίγουρος ότι υπάρχουν και πως τα πράγματα είναι όπως ακριβώς τα περιγράφει το άρθρο που ανέφερα στην αρχή). Είδα όμως πάρα πολλούς άντρες με σαρίκια, μουσουλμανικές φορεσιές, γένια και ύφος που παρέπεμπε σε, «Τι θες εσύ εδώ να ’ούμ’;», κάπως σαν να μπαίνεις απρόσκλητος σε παμπ του Wolverhampton ή σε σαλούν στο Τέξας έχοντας φορέσει ενυδατική κρέμα που δυστυχώς δεν στέγνωσε σωστά.
Αντιλαμβάνομαι όλους αυτούς που φοβούνται· ακόμη και την έξαρση της καχυποψίας μερικώς την αντιλαμβάνομαι και την καταλαβαίνω. Είναι κάτι ανθρώπινο — και οι άνθρωποι είμαστε ατελείς. Σε αυτό το πράγμα όμως υπάρχουν διαβαθμίσεις. Προσωπικά δεν θα μπορούσα να πάω να ζήσω σε μια ισλαμοκρατούμενη χώρα, η Τουρκία είναι το τελευταίο σύνορο (the final frontier, που έλεγε και στο Σταρ Τρεκ), και μάλιστα η Τουρκία όπως έχει γίνει τώρα, γιατί παλιά ήταν μία άλλη κατάσταση, πολύ καλύτερη καταπώς φαίνεται.
Σε κάθε περίπτωση, έχω μια έντονη αλλεργία προς τους φασισμούς όλων των ειδών, και όσο θα έχω τη δυνατότητα να πίνω τη ρακή μου στον κήπο ενός μεϊχανέ, όσο με θέλουν στη δουλειά μου και τους θέλω κι εγώ, θα βρίσκομαι εδώ. Έστω, μέχρι να με συναρπάσει κάτι άλλο.