Τσι Λι, «Η αυγή αρχίζει στα μισά της νύχτας»
Ας ανθίσουν (λοιπόν) εκατό λουλούδια και ας συγκρουστούν εκατό απόψεις; (Όχι δα,) ο σκοπός ήταν να προσελκύσουμε τα φίδια έξω από τις τρύπες τους και να τα τσακίσουμε. (Το αίμα των ένοχων και των αθώων είναι ακόμα ζεστό, κυλάει ποτάμι και ποτίζει την ίδια γη. Ποιοι είναι οι ένοχοι; Πού κείτονται οι αθώοι; Άλλα φίδια, πιο ύπουλα, κρύβονται τώρα σε νέες τρύπες». — Του Μάο τα μαύρα, ενός ταπεινού ανώνυμου ανθρωπάκου τα υπόλοιπα.
With a little help from my friends και, ιδού, η Τσι Λι από τη μεταμαοϊκή Κίνα εφορμά με δυο έξοχες ιστορίες στην αναγνωστική μου ζωή προκαλώντας καταιγισμό σκέψεων, αφού έχω θαυμάσει την έκδηλη θεματική της υπέρβαση και αφού έχω απολαύσει την αισθητική αρτιότητα στη γραφή της, έτσι όπως ξεδιπλώνεται σπαραχτική και μαζί δωρική (νά που γίνεται) στις νουβέλες «Είσαι ένα Ποτάμι» και «Μια Βασανισμένη Ζωή», που συναποτελούν το βιβλίο της, «Η αυγή αρχίζει στα μισά της νύχτας». Την Κινέζα συγγραφέα, που μετέφρασε κατευθείαν από τη γλώσσα της ο Σωτήρης Χαλικιάς για τις Εκδόσεις Ίνδικτος το 2015, δεν την ήξερα, τη χρωστώ στον Αλέξανδρο Κυπριώτη, στον οποίο και εγώ και πολλοί αναγνώστες χρωστάμε επίσης τη γνωριμία μας με τη σπουδαία Γερμανίδα συγγραφέα Τζέννυ Έρπενμπεκ, εξ ου και το with a little help from my friends — ωραίο τραγούδι, σπουδαία φράση, μεγάλη αλήθεια και επίσης επική συμβουλή για να εφαρμόζεται αμφίδρομα: εδώ ταίριαξε περίφημα.
Η Τσι Λι άρχισε να γράφει πάνω-κάτω πριν είκοσι χρόνια και κατέχει περίοπτη θέση στα σινικά γράμματα και στις προτιμήσεις των αναγνωστών της. Γεννήθηκε το 1954 στη Γουχάν, σημαντικό βιομηχανικό κέντρο στην επαρχία Χουπέι της ηπειρωτικής Κίνας, και, πριν σπουδάσει φιλολογία στις αρχές του 1980, σπούδασε και άσκησε την ιατρική στην κινεζική επαρχία σαν «μορφωμένη νέα»(θα καταλάβουμε πιο κάτω τι ήταν αυτό). Η Τσι Λι είναι πασίγνωστη στην Κίνα και ψιλοάγνωστη στη Δύση, αν και αυτό αλλάζει σιγά-σιγά τα τελευταία χρόνια — π.χ., στη Γαλλία κυκλοφορούν δέκα βιβλία της από τις εκδόσεις Actes Sud, και ανάμεσά τους η θαυμάσια νουβέλα «Είσαι ένα Ποτάμι» που συμπεριλαμβάνεται και στην ελληνική έκδοση. Η Δύση από χρόνια γνωρίζει, εκτιμά και βραβεύει τον λυρικό και συγκρατημένο Μο Γιαν, συγγραφέα της «Μπαλάντας του Σκόρδου» και πολλών ακόμα, μα είναι καιρός να δει τι γίνεται και στην υπόλοιπη σύγχρονη κινεζική πεζογραφία και ποίηση, ειδικά τη γυναικεία, γιατί η φοβερή αυτή γυναίκα, η Λαλά, η κεντρική ηρωίδα της Τσι Λι στη νουβέλα «Είσαι ένα Ποτάμι», μόνο από μιαν άλλη γυναίκα, έχω την εντύπωση, θα μπορούσε να σκιαγραφηθεί τόσο καλά όσο εδώ, από απόσταση αλλά και γι’ αυτό τόσο πειστικά.
«Είσαι ένα Ποτάμι» (η πρώτη ιστορία)
Η Τσι Λι έχει κάθε λόγο να ζητά την αναγνωστική προσοχή μας. Είναι διεισδυτική και οξυδερκής παρατηρήτρια, βλέπει τις γυναίκες στην απέραντη χώρα της με καθαρή, ρεαλιστική ματιά, στα όρια του κυνικού, γιατί ξέρει πόσο σκληρές και μαζί ευάλωτες είναι, πόσο αφημένες στην ευλογία και κατάρα του φύλου τους, όσες επαναστάσεις και κόντρα επαναστάσεις κι αν (δεν) γίνονται (και) για λογαριασμό τους. Χωρίς περιττά στολίδια στη γραφή της η Τσι Λι, με λόγο ευθύ, εξιστορώντας στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου της γραμμικά, τριτοπρόσωπα και με σταράτες κουβέντες, μπαίνει κατευθείαν στον πυρήνα της αφήγησής της, που είναι η λαϊκή, ανώνυμη, μέση γυναίκα στη χαοτική, μαοϊκή Κίνα της πρώτης κομουνιστικής περιόδου. Μια γυναίκα που μέσα στο μάτι του κυκλώνα, στις απανωτές αλλαγές δηλαδή που γίνονται από το 1949 ως τον θάνατο του Μάο το 1976, μα και στα κατοπινά —που υποτίθεται κι εκείνα πως γίνονται γι’ αυτήν αλλά κλασικά χωρίς αυτήν—, μένει πολύ νωρίς χήρα και έχει από τη μια μέρα στην άλλη την αποκλειστική ευθύνη να μεγαλώσει οχτώ παιδιά μονάχη της και να τα βγάλει πέρα με ελάχιστα μέσα σε μια κοινωνία που βράζει και δεν μπορεί να βρει ειρηνικά το δίκαιο και την ελευθερία κι ας ισχυρίζεται η ηγεσία της ότι κόπτεται γι’ αυτά.
Η Λαλά, από την ημέρα της γέννησής της (η Λι πάντως δεν μας δίνει ιδιαίτερα στοιχεία για το παρελθόν της ηρωίδας της πριν μείνει χήρα) ως την ημέρα που μόλις στα 55 της κλείνει τα μάτια, πασχίζει να βρει την ταυτότητα και τη θέση της στη νέα κοινωνία που μετασχηματίζεται, χωρίς οι αλλαγές και οι οδυνηρές μεταβάσεις να ολοκληρώνονται ποτέ, σε κάτι που δεν (της) είναι απόλυτα ξεκάθαρο τι ακριβώς είναι και πώς μπορεί να επιβιώσει μέσα του, ειδικά εκεί όπου ζει, στην απέραντη, φτωχή και αγράμματη επαρχία, στην οποία εγκαταλείπεται βίαια ο αγροτικός και παλιός γενικότερα τρόπος ζωής, που ποτέ δεν αντικαθίσταται με επιτυχία από το νέο πλάνο, μια σαρωτική βιομηχανοποίηση που επιχειρούν από το μακρινό Πεκίνο οι ηγέτες του κόμματος. Αντίθετα, οι αλλαγές φέρνουν ολέθρια ερήμωση των χωραφιών και πείνα σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού και για πολλούς πολιτικούς λόγους (που σε μια βιβλιοκρισία δεν έχει πάντα νόημα να τους αναζητούμε διεξοδικά) δεν ευοδώνονται οι επιλογές —αυτή η ταχεία και μαζική εκβιομηχάνιση— των κομουνιστών της κινεζικής εκδοχής που οι σκέψεις και οι πράξεις τους πατάνε στις σταλινικές πολιτικές για το ίδιο θέμα, αν δεχτούμε ότι όλα γίνονται προς την ουτοπική τελικά κατεύθυνση να τραφεί ο μεγαλύτερος σε αριθμό πληθυσμός της γης, γιατί, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, η πολιτική αυτή είχε και ακόμα έχει βαρύ αντίτιμο στον απλό κόσμο (σε ποιον άλλο;) που παλεύει από πριν και τότε και τώρα να σταθεί όπως-όπως όρθιος, ενώ τα φουγάρα των εργοστασίων πολλαπλασιάζονται ακόμα με τρελούς ρυθμούς, κάνοντας, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια αφότου η Τσι επινοεί/παρατηρεί τη Λαλά της, την Κίνα τού σήμερα μια από τις πιο ρυπογόνες χώρες του πλανήτη, μια χώρα που συνεχίζει να έχει εκατομμύρια πάμφτωχους και πεινασμένους ανθρώπους, ενώ διοργανώνει φιέστες και Ολυμπιακοί Αγώνες που κοστίζουν αστρονομικά ποσά.
Η Λαλά της Τσι Λι είναι 30 χρονών το 1964, όταν μένει χήρα και κυοφορεί το όγδοο παιδί της. Είναι ξύπνια και καπάτσα, εργατική και οργανωτική, κυνική και ρεαλίστρια. Δεν της επιτρέπεται, δεν έχει την πολυτέλεια να είναι οτιδήποτε άλλο. Αυτά που γίνονται έξω από το φτωχικό της σπίτι δεν είναι πρωτογενώς άμεση απόρροια μα φυσικά ούτε και άσχετα από όλα όσα συμβαίνουν στους δρόμους του οικισμού της Μιέν Σουέι και ολόκληρης της Κίνας. Στο τέλος, τα συνταρακτικά γεγονότα και οι πολιτικές εξελίξεις θα εισβάλουν και στο σπίτι της και θα το κάνουν ρημαδιό, θα το παρασύρουν στο πουθενά με την κούφια ορμή τους. Ποια είναι αυτά; Η Μεγάλη Πορεία (1934-1949), το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός (1958-1961) και η Πολιτιστική Επανάσταση (1966-1976).
Το ότι η Λαλά είναι τριάντα ετών το 1964 μπορεί να μην είναι, σκέφτομαι, τυχαίο, όπως τυχαία δεν μου φάνηκε η τοποθέτηση της αρχής της πλοκής στη δεκαετία του 1960. Κοιτάζοντας τις χρονιές που συνέβησαν αυτά τα κοσμογονικά, σκέφτομαι ότι η Τσι Λι γράφει μιαν αλληγορία και μέσα από αυτήν μάς βάζει επίτηδες να σκύψουμε με προσοχή στα καμώματα της ηρωίδας της, που επί τούτου τη σκιαγραφεί κυκλοθυμική και αντιφατική, καλή και μέγαιρα μαζί, αγράμματη και θυμόσοφη, έμπλεη καλών αισθημάτων και ξέχειλη από οργή και αποστροφή, για να δούμε μέσα από τις δικές της περιπέτειες την Κίνα που, στα χέρια του Μάο, αρχίζει το 1934 με οράματα και ελπίδες τη Μεγάλη της Πορεία, υφίσταται πολλά, κάνει πολλά και τρομερά λάθη, χάνει τον έλεγχο και άκριτα θυσιάζει ανθρώπους, μα που συνεχίζει με το Μεγάλο Άλμα μετά, για να μπει —ενώ και η χάρτινη Λαλά μένει μονάχη, χωρίς το βασικό της στήριγμα που από την τάξη της της αναλογεί, τον σύζυγο με τον οποίο έχει δημιουργήσει κάτι: παιδιά, σπόρους δηλαδή νέους—, για να μπει στη θολή περίοδο της Πολιτιστικής Επανάστασης, που όμως, σαν τη Λαλά —που γυρίζει σελίδα στη ζωή της και αναζητά αποκούμπι στο πρόσωπο του μορφωμένου και μετριοπαθούς κουνιάδου της πια, μα που δεν το βρίσκει γιατί δεν ενεργεί και με τον ηπιότερο τρόπο απέναντί του—, έτσι κι αυτή λοιπόν, η Πολιτιστική Επανάσταση, καταλήγει σε ένα ακόμα αδελφοκτόνο φιάσκο, που πνίγεται στο αίμα και όχι μόνο στην Τιεν Αν Μεν (δυο φορές εκεί, το 1976 και το 1989, τη χρονιά που και η Λαλά πεθαίνει) αλλά σε όλη την Κίνα.
Η Λαλά-Κίνα αγαπάει τα παιδιά της με τον τρόπο της, γιατί αυτό είναι η καθημερινότητα, η δουλειά και ο προορισμός της σαν μάνα-χώρα, είναι το ριζικό της και δεν το πολυσκέφτεται, μα και τα μισεί ώρες-ώρες αυτά τα ίδια παιδιά, τον μικρό στρατό-λαό της, συχνά κάνει διακρίσεις δίχως να κρατάει προσχήματα και στήνει πρόσκαιρες και έωλες συμμαχίες που, αντί να λύσουν, επιδεινώνουν τα προβλήματα, τα κυνηγά σαν στρίγγλα όταν την ενοχλούν, δεν κάθεται έτσι κι αλλιώς, δεν προλαβαίνει, εδώ που τα λέμε —πρέπει να μηχανεύεται διάφορα για να τα θρέψει, να τα ντύσει, να τα στείλει να μάθουν δυο γράμματα—, να μιλήσει διαλεκτικά τάχα μαζί τους, η ζωή εκεί δεν έχει τέτοιες λεπτότητες —κυνηγάνε το ψωμί η Λαλά και τα παιδιά της—, αγαπά λοιπόν ενίοτε περισσότερο εκείνα που της προσφέρουν λύσεις κι ας μην είναι οι πιο ηθικές, μα ύστερα αλλάζει γνώμη και συμπονάει τα άλλα, τα τιμωρεί αλύπητα και με τρομαχτική αυστηρότητα όταν ξεπερνάνε τα όρια που όμως ποτέ δεν τους έθεσε με «παιδαγωγικό» τρόπο, μα κλαίει το ίδιο και θρηνεί για όλα τους με γνήσια απόγνωση και συντριβή όταν πια τα χτυπήσει το κακό, ένα κακό όμως που η ίδια δεν έχει φροντίσει έγκαιρα να το αποτρέψει.
Οι σημαντικότερες σκηνές από τη ζωή της οικογένειας-χώρας της Λαλά-Κίνας, αν θέλαμε να την κινηματογραφήσουμε, έχουν ήδη αποδοθεί και φτάσει σαν εικόνες μέσα από εκείνα τα φοβερά φιλμ που μας άφησε παρακαταθήκη ο ιταλικός νεορεαλισμός, την ίδια πάνω κάτω εποχή —κι εδώ είναι το εκπληκτικό— στην άλλη άκρη του πλανήτη. Οι Ιταλοί σκηνοθέτες ευαγγελίζονται έναν ουμανιστικό σοσιαλισμό στη μεταπολεμική Ιταλία (στην Ελλάδα επίσης και σε διάφορα άλλα σημεία της Ευρώπης τα ίδια συμβαίνουν σε παρόμοιες εκδοχές) και γυρίζουν αριστουργήματα που υμνούν το συλλογικό και την ουτοπία της δίκαιης κοινωνίας, και την ίδια στιγμή-φάση ο μεγάλος τιμονιέρης και η απίστευτη κυρά του έχουν στήσει φάμπρικα κι όποιον πάρει ο Χάρος.
Παρ’ όλα αυτά, καμιά δεν ξέρει καλύτερα να αγαπάει τα παιδιά της από τη λαϊκούλα, φτωχή και ριγμένη στα Τάρταρα Λαλά, που δεν διστάζει να ερωτοτροπήσει ως και με τον υπάλληλο του καταστήματος σιτηρών Λάο Λι για να εξασφαλίζει κάθε τόσο ένα σακούλι ρύζι γι’ αυτά τα παιδιά στην τριετία του Μεγάλου Άλματος. Τα παιδιά της, που είναι, ναι, μπορεί κάλλιστα να είναι, η πορεία μιας ολόκληρης χώρας δοσμένη με τους έξοχους λογοτεχνικούς συμβολισμούς της Τσι Λι, είναι τα εξής: ο παρορμητικός έφηβος Τεγού, που γυρίζει μετά από τρία χρόνια απουσίας λόγω εξόρμησης με τους ερυθροφρουρούς, με σαλεμένα πια τα λογικά του και περιμένοντας να συναντήσει τον… Μάο, ο εσωστρεφής Γιαοτσίν, που γρήγορα εκδηλώνει την κλίση του στη μουσική και είναι αυτός που θα σταθεί κοντά στη Λαλά ως το τέλος κι ας ξέρει ότι ποτέ δεν ήταν εκείνος ο αγαπημένος της, η κοκέτα και συμφεροντολόγα Γεντσούν, που θα εξελιχτεί σε εξέχον κομματικό στέλεχος και θα γυρίσει κάποια στιγμή την πλάτη στην Λαλά, η ευφυής Τογκέρ ,που μαθαίνει γράμματα και στέλνεται όπως δεκάδες χιλιάδες άλλα νέα παιδιά ως «μορφωμένοι νέοι» να προσφέρουν γνώσεις και δουλειά από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη εθελοντικά και θα φύγει οριστικά στα 18 της μην αντέχοντας την ασφυκτική σχέση μίσους και αγάπης που έχει με τη μάνα της, ο αξιαγάπητος κλεφτάκος Σεγιουάν, που σηκώνει οικογενειακά βάρη από παιδάκι και τροφοδοτεί με ό,τι μπορεί να φανταστεί άνθρωπος το σπίτι και όταν επιτέλους μπαίνει και γι’ αυτόν λίγο καθαρό νερό στ’ αυλάκι τότε θα τον βρει ένα τέλος κακό και άδικο, ο Φουτσί και η Κουιτσί, τα δίδυμα φιστικάκια της όπως τα λέει (το ασθενικό αγόρι πεθαίνει γιατί αρρωσταίνει και η Λαλά δεν αντιλαμβάνεται αμέσως τη σοβαρότητα της κατάστασης, το κορίτσι κλείνεται τότε στον κόσμο του και αργότερα η Λαλά θέλει δεν θέλει το δένει με έναν ξένο σε ένα γάμο ανάγκης και το στέλνει σαν πακέτο χιλιόμετρα μακριά για να το σώσει από τη φτώχεια αλλά και για να λιγοστέψουν έτσι και τα δικά της προβλήματα), και ο Βενιαμίν της, ο Σιτσίνγκ, που γλιτώνει τις κακοτοπιές των άλλων γιατί, όταν μεγαλώνει, τα πράγματα είναι κάπως αλλιώτικα, καλύτερα όχι, μα αλλιώτικα, και ξαφνικά κι αυτός, ή μάλλον καθόλου ξαφνικά, εξαφανίζεται ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του.
Αν αυτά όλα δεν είναι μια καθαρή και εύληπτη πολιτική λογοτεχνική αλληγορία που αφυπνίζει και συγκινεί τον σύγχρονο αναγνώστη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, τότε πώς αλλιώς να ορίσουμε την αλληγορία στη λογοτεχνία;
«Μια Βασανισμένη Ζωή» (η δεύτερη ιστορία)
Ο αναγνώστης έχει βγει σχεδόν σε κατάσταση κατάθλιψης από την πρώτη ιστορία και ξέρει (αν δεν διαβάζει για να σκοτώσει την ώρα του) ότι αυτή και οι ομοιότητές της, παρά τις χρονικές διαφορές, με δεκάδες συμφορές που συμβαίνουν παντού σχεδόν στον κόσμο σε όλη την ανθρώπινη Ιστορία σε παραλλαγές, θα τριβελίζει το μυαλό του για καιρό. Η δεύτερη αφήγηση της Τσι Λι διεκδικεί επιθετικά κι αυτή ό,τι έχει απομείνει από τη μερίδα του λέοντος από το ενδιαφέρον για την πρώτη και θα συστήσω στους φίλους που θα θελήσουν να διαβάσουν το βιβλίο να αφήσουν ένα μικρό κενό ανάμεσα στις ιστορίες γιατί δεν πρέπει να αδικηθεί το «Μια Βασανισμένη Ζωή», που είναι αυτόφωτο και διαφορετικά δομημένο κείμενο, δεν είναι αλληγορία αλλά μια πυκνή ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, που εξελίσσεται τριτοπρόσωπα κι αυτή αλλά σε μια μόνον ημέρα, τοποθετημένη στην εντατικοποιημένη Κίνα του 1987, όταν τα πράγματα έχουν πάρει τον δρόμο τους. (Αλήθεια, για πού; Έχει καταλάβει κανείς;)
Κεντρικό πρόσωπο είναι ένας συνηθισμένος, ήσυχος, απλός άνθρωπος, ο τριαντάρης Γιν Τσιαχόου, υπομονετικός σύζυγος μιας συνηθισμένης και ελαφρώς ξινής γυναίκας και περήφανος πατέρας ενός τετραπέρατου αγοριού. Ο Γιν δουλεύει φιλότιμα σαν ειδικευμένος εργάτης σε μια από τις τεράστιες κρατικές μεταλλουργίες στις νεοβιομηχανικές πόλεις-συγκροτήματα των εκατομμυρίων κατοίκων στις όχθες του Μεγάλου Ποταμού. (Στη Γουχάν, την πόλη της Τσι Λι, εκεί όπου οι Λάλα και τώρα και οι Γιν, δηλαδή εκατοντάδες χιλιάδες άντρες και γυναίκες, έθρεψαν με τη ζωή και τη δουλειά τους την πολιτική βούληση άλλων, πόλη που τώρα αποκαλούν και Σικάγο της Κίνας. Κι όσο για τα εργοστάσια μεταλλουργίας τής τέταρτης σε οικονομία, ΑΕΠ, εξαγωγές και τα ρέστα χώρας της γης, οι μαοϊκοί και μεταμαοϊκοί πρωτομάστορες της ανάπτυξης, οι άλλοι, καμαρώνουν πάνω από τα ρημαγμένα από τη ρύπανση ποτάμια, στις όχθες των οποίων έχουν στηθεί εργοστάσια και κατοικίες μαζί —οι 16 από τις 20 πιο μολυσμένες πόλεις του πλανήτη βρίσκονται στην Κίνα—, ενώ στα νερά τους εκβάλλουν τόνοι τα απόβλητα και επιχαίρουν ως εξής: «Ε, ρε, τύφλα να ’χει το Πίτσμπεργκ»).
Όταν πια ο Γιν Τσιαχόου και ο γιος τους είχαν τελειώσει το φαγητό, έριξε ό,τι είχε απομείνει απ’ τα λαχανικά και τη σούπα στη δική της κούπα, απομάκρυνε το σκαμπό από το τραπέζι, πήρε ένα εικονογραφημένο γυναικείο περιοδικό, το άνοιξε πάνω στα γόνατά της κι έτρωγε κοιτάζοντάς το.
Ο Γιν Τσιαχόου και η οικογένειά του στα τέλη της μεταβατικής δεκαετίας του 1980 στοιβάζονται με δεκάδες άλλους σε μια ποντικότρυπα, την οποία σύντομα οι Αρχές θα την γκρεμίσουν και θα τους ξεσπιτώσουν, ένα θεόρατο κλουβί με κοινόχρηστες τουαλέτες στις οποίες η ουρά με τα δοχεία ούρησης ανά χείρας αποτελούμενη από γέρους συνταξιούχους που απαιτούν ως βετεράνοι της δουλειάς τον καθολικό σεβασμό των άλλων όταν κάνουν την ανάγκη τους και αλαλιασμένους νέους που τρέχουν να προλάβουν κάθε πρωί τα εργοστάσια (μην τυχόν και χάσουν την ευκαιρία να γίνουν οι επόμενοι βετεράνοι στις ουρές), αυτή η ουρά λοιπόν φτάνει μέχρι έξω από την τσιμεντένια πολυκατοικία. Και όμως ο Γιν μπορεί στην αρχή και στο τέλος μιας άθλιας ημέρας να χαμογελά και να ονειρεύεται μαζί με την ξινούλα του να μετατρέψουν το πριμ από την ευσυνείδητη και αγόγγυστη δουλειά του στο εργοστάσιο σε δυτικό φαγητό. Ω, ναι. Τόσο καλά έχουν πείσει και το μεγάλο άλμα και η πολιτιστική αποτέτοια τον κόσμο για τη λογική της εφαρμογής τους.
Το 1987, ενώ ήδη στη Δύση έχει «παλιώσει» το ότι οι πάντες (μπορούν να) τρώνε χάμπουργκερ και τα συναφή και έχει αρχίσει να γίνεται κατανοητό πόσο σκουπίδια είναι, ο φιλότιμος Γιν Τσιαχόου ονειρεύεται διακαώς και πασχίζει να τα γευτεί οικογενειακώς. Πού να ’ξερε, ο καημένος, ότι, μόλις άνοιγαν και οι πόρτες (η λεγόμενη πολιτική των ανοιχτών θυρών έχει φτάσει και δοκιμάζεται με τη σειρά της κι αυτή πάνω στου κασίδη το κεφάλι), θα ερχόταν η μέρα που πάνω στο όνειρό του και τον ατελείωτο μόχθο του θα στηνόταν το απέραντο αυτό κομουνιστικο-καπιταλιστικό (μα πώς αλλιώς να το πούμε;) πανεργοστάσιο που λέγεται Κίνα. Ο Γιν Τσιαχόου αυτή την ημέρα θα έχει μαζί του —είναι η σειρά του— τον τετράχρονο Λέι Λέι, τον οποίο θα «παρκάρει» στον παιδικό σταθμό του εργοστασίου όσο αυτός στη βάρδια θα ζήσει κι άλλα μετά τη διαδρομή προσέλευσης στο εργοστάσιο (που είναι από μόνη της η πρώτη γκραν γκινιόλ περιπέτεια της ημέρας): την απώλεια του περιβόητου πριμ, το φλερτ της όμορφης μαθητευόμενής του Γιαλί που δεν γίνεται παρά να το αρνηθεί, την ανάληψη κι άλλων υποχρεώσεων απέναντι στους Γιαπωνέζους που έχουν στήσει το εργοστάσιο και ξανάρχονται μα κανένας δεν θέλει πάρε-δώσε μαζί τους, την άκαρπη αναζήτηση ενός δώρου που να είναι καλό μα που να το και αντέχει η τσέπη του για τον πατέρα και τον πεθερό του, δύο δώρα δηλαδή και, και, και… Ώσπου να ξανακάνει τη φοβερή διαδρομή της επιστροφής με χιλιάδες άλλους στο σαρδελιασμένο από κόσμο λεωφορείο και το φισκαρισμένο επιβάτες καράβι κουβαλώντας τον μπόμπιρα, τον σάκο του, το κουρασμένο του σαρκίο και τα όνειρά του και, και, και… (Οι Ιταλοί θα είχαν, έγχρωμο πια, όσο υλικό τράβαγε η ψυχή τους να συνεχίσουν να κάνουν νεορεαλισμό είκοσι χρόνια μετά το τέλος του δικού τους και στην άκρως ενδιαφέρουσα νεοκινέζικη εκδοχή).
Και μόλις τέλειωσε κι αυτή η ανάγνωση και ήξερα πια και την Τσι Λι, έκλεισα το βιβλίο μου/της και αναρωτήθηκα πού να είναι τώρα οι Γιν και οι Λαλά της Κίνας. Και οι Ντιν και οι Μαίρη Ανν του Πίτσμπςργκ και οι Αλεξέι και οι Σόνιες της Ρωσίας και οι Ραραού της Ελλάδας κι όλα τα ταπεινά ανθρωπάκια που κρατάνε αυτό τον κόσμο στις πλάτες τους. Και έψαξα στην ελληνική μου τσέπη και βρήκα τα δυο μοναδικά μου ευρώ, κι όταν κοίταξα το ημερολόγιο μ’ έπιασε η ψυχή μου, μια βδομάδα ακόμα, ευτυχώς σκάρτη, ώσπου να βγει ο μήνας και δεν με νοιάζει πια τι (δεν) θα κάνω με τα δύο ευρώ, πόσο πιο γελοία να γίνει η κατάσταση και πού διάολο θα πάει αυτό, κι ώς πότε τα ανθρωπάκια θα βάζουμε κομουνιστικές και καπιταλιστικές πλάτες για να κυλάει αυτή η μπάλα που τόσο ειρηνική, όμορφη και παραδεισένια μοιάζει από ψηλά.
Άι σιχτίρι πια.