Τζέννυ Έρπενμπεκ,«Σκύβαλα»

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

Τζέννυ Έρπενμπεκ,«Σκύβαλα»

Η Τζέννυ Έρπενμπεκ, το 1989, δεν χρειάστηκε να διανύσει μεγάλη χιλιομετρική απόσταση άσκοπα κουβαλώντας τα βαριά ανατολικογερμανικά της μπαγκάζια για να πάει, π.χ., από μια πόλη σε μιαν άλλη και να αναζητήσει εκεί την τύχη της, μιας και το Τείχος που χώριζε στα δυο τη δική της, εκείνη στην οποία είχε γεννηθεί είκοσι δύο χρόνια πριν, δεν ήταν πια εμπόδιο και η πόλη ξαναδινόταν ενιαία στους κατοίκους της, να την περπατήσουν απ’ άκρη σ’ άκρη, όπως ήθελαν. Η Έρπενμπεκ δεν έφυγε από το Βερολίνο —αυτή βέβαια είναι η πόλη για την οποία μιλάμε—, αλλά πέρασε από μια πολύ ειδική [sic] κατάσταση [sic²], στην οποία είχαν περιέλθει, εκ των άνω, και εκείνη και η πόλη της και 16,5 ακόμα εκατομμύρια Γερμανοί, σε μιαν άλλη. Η Έρπενμπεκ ζει πάντα εκεί, και δεν ξέρω στην αληθινή της ζωή σε ποια πλευρά είναι, στη συγγραφική πάντως παραμένει —αυτή την εντύπωση έχω— μέσα ή κοντά σε εκείνο το επίσης ειδικό Βερολίνο των παιδικών και νεανικών της χρόνων, το Ανατολικό δηλαδή, μεταφέροντας με τον ιδιαίτερο τρόπο που είναι ευλογημένη να γράφει, μέσω των μεταφρασμένων σε πάνω από δεκαπέντε γλώσσες έργων της, γοητευτικές αναμνήσεις και ζηλευτές σκέψεις από και για ό,τι γνώρισε, αγάπησε και τη διέψευσε, ίσως, ως (και) Γερμανική (και) Λαοκρατική (και) Δημοκρατία.

Η σαραντατριάχρονη σήμερα Τζέννυ Έρπενμπεκ διαθέτει πρωτοκλασάτο από άποψη αισθητικής και μεγάλο ταλέντο, είναι ευφυής, διαφορετική (αυτό δεν έχει να κάνει με τον τόπο γέννησής της βέβαια), είναι χαρισματική και έρχεται με απίστευτη ορμή, και, μαζί, με τόλμη και σύνεση, με πειθαρχία, μέτρο και μέθοδο, να ανακατέψει τα μάλλον βαλτωμένα νερά της σύγχρονης γερμανόφωνης λογοτεχνίας, χωρίς να φοβάται μη λερωθεί και η ίδια από τα απόνερα — και το καταφέρνει όσο δεν το είχε πετύχει πριν κανείς από τους νεότερους Γερμανούς συγγραφείς. Δεν δημιουργεί όμως απλώς επικοινωνιακό σαματά για λίγο επειδή πήγε σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής, λέμε τώρα, οπότε γράφει —σαν μορφωμένη γυναίκα της εποχής μας που έχει μια κλίση, βρε αδερφέ— έκθεση, a, b, c, άιν, τσβάι, ντράι, πρόλογο, κυρίως θέμα, επίλογο, όλε, όλε, ξεδιαλέγοντας τα πιο πιασιάρικα από τα τόσο ζουμερά πολιτικά στο βάθος τους θέματα που βγάζει από τις βαλίτσες τις ανατολικές που λέγαμε πιο πάνω, ούτε επειδή σαν καλή παπαγαλίστρια-αναγνώστρια τα έχει αφομοιώσει —εμείς μια καλοπροαίρετη υπόθεση κάνουμε—, άρα μιμείται, και σε αυτή τη δεύτερη δική μας εκδοχή, το αναμφίβολα μεγαλειώδες κοινό γερμανικό λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό παρελθόν της. (Στο «άλλο» τους παρελθόν καλύτερα να μη βασίζονται οι Γερμανοί, πρέπει να διδαχτούν επιτέλους από αυτά που έκαναν στους άλλους, και έπαθαν χουνέρια χοντρά και οι ίδιοι, και να το αποκηρύξουν στ’ αλήθεια κάποτε). Η Τζέννυ Έρπενμπεκ παράγει φρέσκια λογοτεχνία αξιώσεων διότι είναι αυτόφωτη, έτσι γεννήθηκε, σαν το νέο, ατόφιο, φυσικό ταλέντο που θα δώσει το έργο εκείνο το πράγματι από την αρχή, από φτιαξιάς του, από τη μήτρα του, πολύ ξεχωριστό και αψεγάδιαστο, αυτό που έχει πράγματα συνταρακτικά να πει και που θα μείνει όρθιο στο πέρασμα του χρόνου, θα γίνει κλασικό, ίσως, για πολλά: για την τεχνική και τη γλωσσική του διατύπωση μα φυσικά και για τη θεματική του πρωτοπορία σε καιρούς που τα πάντα (μοιάζει να) έχουν ειπωθεί. Τυχερή είναι η Έρπενμπεκ για την ανεξάντλητη ανατολικογερμανική πηγή εκλεκτού μυθοπλαστικού υλικού που της έλαχε και που έξυπνα αντλεί χωρίς να το σπαταλά από δω κι από κει, άρα να το ευτελίζει. Αλλά κι αυτή την πηγή να μην της είχε στείλει ο καλός Θεούλης, εκείνη πάλι αριστουργήματα θα έγραφε.

Όσοι υποστηρίζουν τα παραπάνω —και είναι ολοένα και περισσότεροι και, το πιο σημαντικό, και εκτός Γερμανίας— έχουν δίκιο, δεν υπερβάλουν. Ο αναγνώστης διαπιστώνει ιδίοις όμμασι του λόγου τους το αληθές ό,τι δικό της κι αν διαβάσει. Αν όμως, στη συγκλονιστική νουβέλα «Ιστορία του Γερασμένου Παιδιού» που έγραψε η Έρπενμπεκ το 1999, η αναφορά στην Ανατολική Γερμανία (ή Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, ειλικρινά δεν ξέρω τι σημασία έχει πια πώς τη λέει τώρα κάποιος από μας εδώ τους τσουρομαδημένους Νότιους) γίνεται με έναν αφοπλιστικά έντιμο πολιτικό αν και αλληγορικό τύποις τρόπο, που δεν ξεχνά στιγμή να έχει επίκεντρό του τον πάσχοντα άνθρωπο, στη συλλογή με τα δέκα έξοχα διηγήματα που φέρει τον τίτλο «Σκύβαλα», γραμμένη το 2001, μόλις λίγο μετά δηλαδή, η ατμόσφαιρα αλλάζει και η άγουρη χαρά της μετάβασης σε κάτι πολυπόθητο —είτε η κεντρική του ιδέα έχει να κάνει με το σύντομο, αν το καλοσκεφτούμε, ανατολικογερμανικό χτες του 1949-1990, είτε όχι—, που, όσο ήταν δανεισμένο όνειρο (να μας επιστραφεί, ζητούσε ο κόσμος, η ελευθερία του λόγου, θέλουμε τη δημοκρατία που ξέραμε, να ταξιδεύουμε ξανά κι εμείς παντού απαιτούμε), ήταν δίκαιο και φαινόταν όμορφο, όλο αυτό μετατρέπεται σε κυνήγι για τον επιούσιο, ήττα, πίκρα, απώλεια, θυμό, αβεβαιότητα, κούραση, οργή, παραίτηση, ακύρωση, απογοήτευση, αντίδραση παθητική που ξεπερνά τη βολή από την πρόνοια και αγγίζει την οκνηρία, ντάντεμα και αγγαρεία, αναπάντητη απορία, μυωπικό ταξικό μίσος, ζήλια στα όρια του φθόνου και ένα σωρό άλλα, και αυτά τα άσχημα, μίζερα συναισθήματα διασπείρονται στην πόλη και σε όλη τη χώρα που πρέπει, αν και οι κάτοικοί της δεν έχουν ποτέ πάψει να μιλούν την ίδια γλώσσα, να ενωθεί πάλι, και, παρά τα εκατομμύρια —μάρκα στην αρχή και μετά ευρώ— που πέφτουν βροχή στην υπόθεση της ένωσης, να μην το καταφέρνει καλά, να μην είναι και τόσο πολύ ισορροπημένα «ενωμένη», καθώς οι άσωτοι που (τους) επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι δεν βρίσκουν μόσχο σιτευτό να τους περιμένει, ούτε η πλειοψηφία τους αρχίζει έτσι ωραία και απλά να πλέει στην ευμάρεια που τόσο ζήλευαν, ούτε τα αδέρφια που τους ξαναμπάζουν εκεί (καθώς πρέπει να ανοίξουν τα πορτοφόλια τους για να παραμένουν στην πορεία της ενωτικής διαδικασίας) διατηρούν τον ενθουσιασμό τόσο όσο θέλει ή βολεύει τους πολιτικούς της επανένωσης να φαίνεται παραέξω.

Οι αποσκευές της μορφωμένης και οπωσδήποτε πολύ τυχερής από άποψη οικογενειακής καταγωγής Έρπενμπεκ (η Τζέννυ, διαβάζουμε στη Βίκι, is the daughter of the physicist, philosopher and writer John Erpenbeck and the Arabic translator Doris Kilias; her grandparents are the authors Fritz Erpenbeck and Hedda Zinner) αποδεικνύονται βαριές μεν πλην ξέχειλες με εκλεκτό περιεχόμενο και προφανώς πιο χρήσιμες στην κατοπινή φάση της ζωής της, μόλις στρέφεται στη συγγραφή, από τις αντίστοιχες των περισσότερων Ανατολικογερμανών που, πολύ σύντομα μετά τις πρώτες χαρές και τα πανηγύρια της πτώσης τού αλά ΓΛΔ κομουνισμού τους, μετατρέπονται, μ’ όλες τις βαρύγδουπες και πιθανότατα φιλότιμες πολιτικές εξαγγελίες του Κολ περί του αντιθέτου, στα αδελφά μεν φτωχαδάκια δε της ενιαίας χώρας και παραμένουν οι φτωχοί συγγενείς μέχρι και τώρα, παρά τα διπλώματα, τις περγαμηνές, τους όποιους φυσικούς πόρους, τις βιομηχανίες και την τεχνογνωσία κι ό,τι άλλο είχαν αποκτήσει στο ανατολικό τους διάλειμμα.

Η Έρπενμπεκ με αυτό τον οικείο της κόσμο ζυμώνεται συνειδητά ως κομμάτι ενός μεγαλύτερου, που μπαίνει σε βαθιά πολύπλευρη κρίση, και, επειδή φιλότιμα χρεώνει στον λογοτεχνικό εαυτό της το κουβάλημα μέρους του φορτίου του, παίρνει το ανηφόρι της ουμανιστικής των πραγμάτων προσέγγισης και πασχίζει —με τρόπο πότε αλληγορικό, πότε φόρα παρτίδα, πότε με μιαν απρόσμενη κατανόηση για το αμιγώς ανθρώπινο και φθαρτό του πράγματος πέρα από σύνορα και ιδεολογίες, πότε ωμά, ποτέ όμως μεσοβέζικα, πονηρά ή μικρόψυχα— να βγάλει στην επιφάνεια τις προχειρότητες των πολιτικών σε αυτό που έκαναν δύο φορές μάλιστα, τη μια κόβοντας έναν ηττημένο λαό και τη δεύτερη ράβοντάς τον όπως-όπως, βουτώντας —η Έρπενμπεκ— με πάθος την πένα της στο μελάνι της ισχυρής κοινής γλώσσας, γράφοντας για καθημερινές ανθρώπινες ιστορίες ζωής που κατέληξαν κάπως καλά ή κάπως άδοξα, τις πιο πολλές φορές άδοξα, εξαιτίας αυτής της διπλής πράξης, καθώς είναι ιστορίες που ακόμα συμβαίνουν γύρω της σε παραλλαγές, είναι ανασυνθέσεις καθημερινότητας μετά την ήττα του κομουνισμού στην ήπειρο που τον γέννησε και σε όλο τον κόσμο πια μέσα στον στρόβιλο της παγκοσμιοποίησής του.

Στα «Σκύβαλα» την απασχολεί, χωρίς να κάνει επιστημονική ιστορική αποτύπωση —δεν χρειάζεται άλλωστε—, το πότε ακριβώς και το γιατί οι Ανατολικοί έγιναν σκύβαλα της τσάτρα-πάτρα ενωθείσας χώρας (τα απορρίμματά της δηλαδή, αν όχι τα νέα σκουπίδια οι παρακατιανοί πάντως, οι άλλοι) και γιατί δεν εντάχθηκαν, δεν ταίριαξαν σωστά, λες και δεν ήταν Γερμανοί κι αυτοί, στο παζλ και επίσης γιατί δεν τους ήθελαν ή πώς και ως τι τους ήθελαν οι Δυτικοί, που είναι γνωστό τοις πάσι πως λένε σε όλους τους τόνους, ακόμα και τώρα, ότι πληρώνουν τα σπασμένα τους (μετά τα δικά μας, των κακών Νοτίων, φαντάζομαι). Η Έρπενμπεκ αφηγείται τον πόνο κυρίως και τη ματαίωση των ονείρων μα και κάποιες χαρές των ανθρώπων, σε άλλες ιστορίες πρωτοπρόσωπα, σε άλλες τριτοπρόσωπα, χωρίς ποτέ να κάνει διδακτισμό ή να ξεπέφτει σε αφορισμούς, ούτε όμως απλοποιώντας αφελώς μέσω ωραιοποιήσεων —εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς—, ή αρκούμενη στο ότι ένα κομμάτι ψωμί το έτρωγαν όλοι. Περιγράφει, με έναν τρόπο που δεν προσεγγίζεται πλήρως με τα γνωστά μας ως τώρα θεωρητικά-φιλολογικά εργαλεία, τις πολύπλευρες διακυμάνσεις μιας χώρας που φτιάχτηκε κατά παραγγελίαν και έπαψε να υπάρχει πριν καλά-καλά υπάρξει, στιγμές και χρόνια καλά και κακά, ανόδου και πτώσης των ηρώων που πολύ αβίαστα επινοεί, γιατί τις πραγματικές τους υποστάσεις τις έχει δει και τις έχει παρατηρήσει καλά, αφήνοντας τον αναγνώστη με δεύτερη και τρίτη ανάγνωση να ανακαλύψει το διά ταύτα, αν τον καίει και θέλει να σκεφτεί. Τι να σκεφτεί; Το πιο απλό: ότι, για παράδειγμα, σαράντα όλα κι όλα χρόνια μιμητικού κομουνισμού με μπόλικη από Στάζι και ολίγην από οιστρογόνα διά πάσα νόσο και ολυμπιακή ντε καλά αθλητική γκλαμουριά ή άλλοθι δεν είναι λογικώς αρκετά για να έχουν επηρεάσει τόσο πια το μυαλό 16,5 εκατομμυρίων ανθρώπων, έτσι ώστε να μην μπορούν να επανέλθουν στον με ρόδα και λέλουδα —τι, δεν είναι έτσι;— στρωμένο δρόμο του νέου, αφράτου παγγερμανικού καπιταλισμού, ότι παραείναι λίγα αυτά τα χρόνια. Κάτι άλλο φταίει, φωνάζουν σιωπηλά οι λέξεις στον αναγνώστη —ναι, χωρίς κραυγές σπαράζουν οι ήρωες της Έρπενμπεκ—, και οι νεοπαρίες της, γεννητούρια μιας μόνο από τις δεκάδες πτυχές της φριχτής αυτής σελίδας της ανθρώπινης ιστορίας που λέγεται Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, σκίζουν ξανά και ξανά τις σάρκες τους, κι ας μην είναι συγκρίσιμη η απόγνωσή τους με εκείνη που βυθίζει τον Νότο της Ευρώπης.

Κάθε κοινωνία έχει τα δικά της ιστορικά βαρίδια που την τραβάνε στα Τάρταρα, μα κοινά στοιχεία υπάρχουν σε όλες. Η Έρπενμπεκ διαλέγει, διόλου προφητικά μα και καθόλου τυχαία, για ηρωίδα της στο διήγημα «Γη του Πάγου» μια «Πολωνή» (Γερμανίδα στην πραγματικότητα, που προέρχεται όμως από την άλλη κατακερματισμένη με κάθε ευκαιρία και αφορμή πολέμου χώρα, μια γυναίκα που, πολύ πριν σκάσουν οι επιμέρους κρίσεις στην Ευρώπη, μεταναστεύει μαζί με τη Γερμανίδα φίλη της στην ανέμελη και πάρα πολύ πλούσια Ισλανδία της δεκαετίας του 2000 και πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο που φιλετάρει ψάρια για εξαγωγές στον Καναδά). Ας το σκεφτούμε αυτό εδώ και τώρα.

Υποψία που σέρνεται αλλά δεν ξεστομίζεται; Μα ότι οι πρωτομάστορες (και) αυτής της διαίρεσης και ύστερα ένωσης ήταν ξεπετατζήδες (γιατί δεν εκπλήσσεται κανείς μας;) και το τσεκούρι της πρώτης, μα και η κόλλα της δεύτερης, της πλάκας. Η αστικά και καλά μορφωμένη Ανατολικοβερολινέζα Βερολινέζα Έρπενμπεκ το ξέρει καλύτερα από όλους αυτό, το έζησε από πρώτο χέρι, το βλέπει και έχει τα κότσια να το αναδεικνύει με την ανθρωποκεντρική της λογοτεχνία σφυρηλατημένη με ανεξίτηλα σημάδια από την Ιστορία που διαδραματίστηκε πολύ πρόσφατα σ’ αυτή την περιοχή της Ευρώπης που είναι η πατρίδα της, με κείμενα ευάριθμων γενικώς σελίδων που ενσωματώνουν διαλόγους, έχουν πολλά εκφραστικά μέσα (το μερίδιο του λέοντος παίρνουν διακριτικά η άρση και θέση μα και η κλιμάκωση), δοσμένα χωρίς κανένα ναρκισσισμό εκ μέρους της που να τα υπονομεύει, κείμενα που δεν χρειάζονται πλαγιότιτλους για να επεξηγηθούν, διότι, χωρίς να είναι εύκολα αυτά καθαυτά, ο καθένας μας αν θέλει μπορεί μια χαρά να τα καταλάβει, να υπερβεί τις ποσοτικές συγκρίσεις της κρίσης και να δει τα προφανή σημεία σύγκλισης των υπαρξιακών αδιεξόδων των σύγχρονων ατόμων και λαών.

Ο αναγνώστης διαβάζει σε κάθε διήγημα μια πλήρη ιστορία που αναπτύσσεται κλιμακωτά και είναι μικρής ή μεγαλύτερης έκτασης, αμέσως διακρίνοντας σε όλες το επικίνδυνα μεγάλο βάθος των διαιρέσεων που εμφιλοχωρούν στα κάθε είδους γαϊτανάκια σχέσεων, εξάρτησης και δεσμών που η συγγραφέας πολύ επιδέξια φέρνει σε πρώτο πλάνο. Πρωταγωνιστές βεβαίως σε όλα τα διηγήματα είναι οι άνθρωποι. Άνθρωποι απλοί, άντρες και γυναίκες, νέοι, μεσήλικες ή υπερήλικες της καθημερινότητας που παγιδεύονται ή μένουν παθητικά έρμαια σε κυκεώνες ατομικών και κοινωνικών διαιρέσεων, ξεριζωμών, μετανάστευσης και σκληρής δουλειάς σε μακρινά εργοστάσια («Γη του Πάγου»), φυγών και αναζητήσεων («Μαλλιά»), θανάτων και φιλίας που αντέχει με έναν περίεργο τρόπο στον χρόνο («Ευτυχία και Υγειά»), επαναπατρισμών, ερωτικού πάθους, θλίψης και μη αντιστρέψιμων οικογενειακών κλυδωνισμών («Σιβηρία», «a Ισούται με Δu προς Δt»), αδρής μοναξιάς («Λίγο Χρόνο») μα και χρόνων γλυκιάς ενηλικίωσης και εισόδου στην ωριμότητα και στα γηρατειά («Σκύβαλα») και ανευόδωτων νεανικών ερώτων («Ατροπός Μπελαντόνα»).

Ο εσωκειμενικός χρόνος τής κάθε αφήγησης έχει μεγάλο ενδιαφέρον, είναι μία από τις πιο έντονες λογοτεχνικές αρετές της Έρπενμπεκ και αξίζει να σταθούμε, με τον απλό μας τρόπο εμείς, στη σοφή διαχείρισή του, ας μην είμαστε φιλόλογοι δηλαδή. Είναι τόσο καλός, τόσο ιδιοφυώς συμπυκνωμένος αλλά σε καμία περίπτωση ασφυκτικός, ώστε ακόμα και όταν μας αφηγείται έναν εφιάλτη (ίσως να είναι εφιάλτης όλο αυτό το παραλήρημα μιας γυναίκας για το μοίρασμα του εραστή της με μιαν άλλη στο πρώτο διήγημα), στο διήγημα με τον τίτλο «Στο Μισοσκόταδο του Κρανίου μου» ή στο τελευταίο, με τίτλο «Φωτιά ή Φεύγα» (δύο ιστορίες που σε πολλούς αναγνώστες θα φανεί πως συνομιλούν μεταξύ τους), ή ακόμα και όταν γίνεται αναδρομική αφήγηση —η Έρπενμπεκ κάνει πολλές και σε όλα σχεδόν τα διηγήματα της συλλογής—, να μη σημειώνεται η παραμικρή απώλεια της θαυμαστής πυκνότητας του λόγου της χάριν επιτάχυνσης ή επιβράδυνσης της αφηγηματικής ροής για την ευκολία της πρόσληψής της από τον αναγνώστη. Τεχνάσματα με τα θέματα και τον χρόνο δεν υπάρχουν στην έξοχη γραφή της Έρπενμπεκ, που δεν είναι ανεπεξέργαστη μεν, κάθε άλλο, όμως με σιγουριά μπορούμε να αποκαλέσουμε προσωπική και ατόφια.

Αξίζει, θαρρώ, να αναζητήσουμε αυτή τη Γερμανίδα συγγραφέα, την προτείνω ανεπιφύλακτα και θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην πω ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό χρωστά τη γνωριμία του με την Τζέννυ Έρπενμπεκ στον άξιο μεταφραστή και συγγραφέα Αλέξανδρο Κυπριώτη, που έχει μεταφράσει εξαιρετικά —τίποτα λιγότερο— και τα τρία της βιβλία που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ίνδικτος.  Στο μπλογκ του Αλέξανδρου Κυπρώτη Logotexnia 21 ο αναγνώστης θα βρει πολλά και ενδιαφέροντα για την Τζέννυ Έρπενμπεκ.