Τζων Μπάνβιλ, «Μπλε κιθάρα»

C
Ευριπίδης Κωνσταντινίδης

Τζων Μπάνβιλ, «Μπλε κιθάρα»

Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς που μπορούν να μετατρέψουν ένα μυθιστόρημα με μια υποτονική, σχεδόν υποτυπώδη πλοκή σε ένα μικρό κομψοτέχνημα, ένα βιβλίο που δεν θέλεις να αφήσεις όχι τόσο για να δεις τι έγινε αλλά για να συνεχίσεις να απολαμβάνεις αυτή την περίτεχνη γλώσσα. Ο Τζων Μπάνβιλ είναι σίγουρα ένας από αυτούς. Έχοντας γράψει βιβλία σαν τη Θάλασσα που τιμήθηκε με το Μπούκερ, αλλά και το υπέροχο Αρχαίο Φως, γνωρίζεις εξαρχής ότι είσαι σε ασφαλή χέρια. Αλλά αυτό που κατορθώνει με την Μπλε κιθάρα είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον. Τι έχουμε λοιπόν εδώ…

Μία και μόνο αφηγηματική φωνή του πρωταγωνιστικού ανδρικού χαρακτήρα, του Όλιβερ, χαρακτηριστικό των βιβλίων του Μπάνβιλ, ο οποίος Όλιβερ έχει ένα κοινό με όλους τους αγαπημένους ήρωές του, μια εκπληκτική ικανότητα στο λέγειν. Και βέβαια είναι, ταυτόχρονα, μαλωμένος με τους άτυπους κανόνες της κοινωνίας. Ο Όλιβερ όμως πάνω από όλα έχει ένα «κουσούρι» με μακριές ρίζες στην παιδική του ηλικία: είναι κλεπτομανής. Φυσικά, στα χέρια του Μπάνβιλ μια τέτοια πράξη έχει μεταφορική σημασία και σχετίζεται με τη διαδικασία της δημιουργίας. Ο Όλιβερ είναι ένας ζωγράφος που έχει σταματήσει να ζωγραφίζει, όντας πολύ επιτυχημένος στο παρελθόν, εξαιτίας της «αδυναμίας» του να μπει στην ουσία των πραγμάτων. Όπως λέει και στο πρωτότυπο κείμενο, «I cannot bring a world quite around / Although I patch it as I can»: στίχοι από το ποίημα του Wallace Stevens «The Man with the Blue Guitar» που έχει χαρίσει τον τίτλο στο βιβλίο του Μπάνβιλ.

Κάπου εδώ όμως το πράγμα αρχίζει και σοβαρεύει, καθώς θεωρητικά η υποτυπώδης πλοκή δεν δίνει πολλά περιθώρια για να κυλήσει το βιβλίο, αφού η πιο ενδιαφέρουσα κλοπή που κάνει ο Όλιβερ είναι η γυναίκα του καλύτερου του φίλου. Προσθέστε στο κάδρο και την απατημένη σύζυγο —που μας φυλάει το καλύτερο για το τέλος— και η εξέλιξη είναι σχετικά προβλέψιμη. Και θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το ενδιαφέρον για αυτό το βιβλίο αυτό τελειώνει νωρίς.

Και όμως… Ο Μπάνβιλ δικαιώνει τον χαρακτηρισμό του ως ένας από τους μεγαλύτερους στυλίστες της αγγλόφωνης λογοτεχνίας και κατορθώνει να σε καθηλώσει. Η περίτεχνη γλώσσα, το ατέλειωτο λεξιλόγιο, οι λεπτομερείς περιγραφές του κόσμου και των συναισθημάτων, σε κρατούν, χωρίς όμως να κουράζουν, σε συνεχή εγρήγορση, με αποτέλεσμα το βιβλίο να μετατρέπεται γρήγορα σε page turner όχι τόσο για την πλοκή αλλά για το πώς θα μεταφραστεί η εξέλιξη της ιστορίας σε λέξεις και καλοδουλεμένες φράσεις.

Σε κάθε στροφή του, το βιβλίο μάς αφήνει στα χέρια ενός ήρωα που θέλει να πιστεύει ότι κατόρθωσε να ανακατέψει τη ζωή πολλών ανθρώπων με τις πράξεις του, αλλά που τελικά αποτυγχάνει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ένα χαρακτήρα που τελικά δεν καταφέρνει να συνειδητοποιήσει το πιο προφανές: ότι η παρούσα δυστροπία του είναι σε ευθεία συνάρτηση με το τραγικό γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του ανατρέποντας όλες τις σταθερές του. Και στο τέλος μένουμε να παρακολουθούμε την παράλυση του Όλιβερ, την ανικανότητά του να πάρει κάποια πρωτοβουλία και στην ουσία την αυτομαστίγωσή του για την αποτυχία του. «Είμαι εγκέφαλος της ίδιας μου της ατυχίας», θα πει.

Αλλά, ενώ όλες οι αποτυχίες του Όλιβερ έχουν μια τραγική διάσταση, εμείς δεν το βιώνουμε εμφατικά. Αυτό συμβαίνει γιατί καταφέρνει με τον τρόπο που διηγείται την ιστορία του να μας γίνει με κάποιο τρόπο συμπαθής, και ο Μπάνβιλ κατορθώνει αριστοτεχνικά αυτό που μάλλον πραγματικά επιδιώκει, να ταυτιστούμε μαζί του και να «αγωνιούμε» μέχρι το τέλος για την τύχη του.

Τα μυθιστορήματα του Μπάνβιλ ανήκουν στην κατηγορία εκείνη των βιβλίων που θα ήταν καλύτερο να διαβαστούν στην αυθεντική τους γλώσσα για όλους τους λόγους που έχω εξηγήσει παραπάνω. Η ελληνική μετάφραση πάντως έχει ευτυχήσει στα χέρια της Τόνιας Κοβαλένκο, όπως και όλα τα βιβλία του Μπάνβιλ —και όχι μόνο—, και όσο οι Εκδόσεις Καστανιώτη συνεχίζουν να εκδίδουν τέτοια μικρά διαμάντια, εμείς θα είμαστε απλά ευτυχισμένοι.

[ Εικονογράφηση Brian Cronin ].