Τζόναθαν Κόου, «Αριθμός 11»

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Τζόναθαν Κόου, «Αριθμός 11»

Το 1997, όταν κυκλοφόρησε το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» (Εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Τρισεύγενη Παπαϊωάννου), ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός. Εκείνο το καλοκαίρι, εγώ και όλοι οι γνωστοί μου που διαβάσαμε το βιβλίο στοιχειωθήκαμε από την οικογένεια Γουίνσο. Από τότε η οικογένεια επανέρχεται ως παράδειγμα σε κάθε μας συζήτηση. Σε κάθε διαφωνία, απλή ή περίπλοκη, πολιτική ή πολιτιστική, κάποιος θα την αναφέρει. Έγινα πιστός αναγνώστης του συγγραφέα. Μόλις εμφανιστεί καινούργιο του βιβλίο, σπεύδω να το αγοράσω. Δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ.

Τώρα ήρθε η σειρά του «Αριθμού 11». Το αγόρασα την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας του και κλείστηκα στο σπίτι. Για δυο μέρες δεν σήκωνα ούτε τηλέφωνα. Όταν τελείωσε η ανάγνωση, άρχισα να ξαναδιαβάζω κομμάτια του. Αισθανόμουν ότι ο Κόου μού ζητούσε να λύσω ένα αίνιγμα για να βρω την άκρη, την έξοδο: ο συγγραφέας έχτισε σε αυτό το βιβλίο έναν βρετανικό λαβύρινθο με πολλούς Μινώταυρους για τους ήρωες και τους αναγνώστες του.

Ο Κόου φαίνεται να είναι θυμωμένος και κουρασμένος. Ο θατσερισμός, που νόμιζε ότι ήταν ένα παροδικό φαινόμενο στο «Τι ωραίο πλιάτσικο», έχει εδραιωθεί και εξελιχθεί σε κάτι πολύ χειρότερο. Μόνο του όπλο είναι η σάτιρα. Αντλώντας από την τεράστια παράδοση της βρετανικής λογοτεχνίας, μας παρουσιάζει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα βαθύτατα πολιτικό. Κάθε ιστορία είναι ένας φόρος τιμής σε διαφορετικό είδος.

Η πρώτη ιστορία ξεκινά με μια υποδειγματική goth σκηνή: είναι μια ιστορία ενηλικίωσης. Η Ρέιτσελ και η Άλισον θα περάσουν στο σπίτι των παππούδων της πρώτης ένα περιπετειώδες καλοκαίρι, που θα σφυρηλατήσει τη φιλία τους. Στη δεύτερη, μια σύγχρονη ντικενσιανή ιστορία, πρωταγωνίστρια είναι η Βαλ, η μητέρα της Άλισον: τραγουδίστρια της μιας επιτυχίας, τα φέρνει δύσκολα βόλτα, δουλεύοντας ως μερικής απασχόλησης βιβλιοθηκάριος. Θα πάρει μέρος σε ένα reality show με την ελπίδα να βγει από την αφάνεια και να φτιάξει τη ζωή της. Μια ιστορία που πολλές φορές θα σε κάνει να γελάσεις. Το γέλιο όμως είναι πικρό. Η τραγωδία της αληθινής ζωής παραμονεύει, και η Βαλ θα το συνειδητοποιήσει αυτό με πολύ σκληρό τρόπο. Ακολουθεί η ιστορία μιας εμμονής και των συνεπειών της: η Λώρα, καθηγήτρια της Ρέιτσελ στην Οξφόρδη, διηγείται τον θάνατο του άντρα της, ενός διαπρεπούς ακαδημαϊκού που κυνηγούσε το δικό του ιερό Γκράαλ: τη μοναδική κόπια μιας ταινίας ενός άγνωστου σκηνοθέτη, που είχε δει τυχαία στην τηλεόραση όταν ήταν μικρός. Η αμέσως επόμενη ιστορία έχει αστυνομική αύρα: είναι η μόνη όπου εμφανίζονται τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας των Γουίνσο. Η Τζόζεφιν Γουίνσο-Ιβς φιλοδοξεί να γίνει η διασημότερη αρθρογράφος της χώρας, για να αποδείξει στον πατέρα της, μεγαλοεκδότη και κυρίαρχο των media Πήτερ Ιβς, ότι είναι άξια διάδοχός του. Ο αστυφύλακας Νέιθαμ Πίλμπιμ, με το αναλυτικό πνεύμα ενός Πουαρό, που χρησιμοποιεί τα πολυποίκιλα διαβάσματά του για να εντοπίσει έναν δολοφόνο, συμμαχεί με τον Αστυνόμο Β΄ Κέιπ, έναν σύγχρονο επιθεωρητή Τζαπ, φιλόδοξο και ανασφαλή. Όλοι τους θα συναντηθούν μια μεγαλειώδη βραδιά, όπου θα δοθεί λύση στο μυστήριο, σε μια σκηνή αντάξια του φαρμακερού χιούμορ της Άγκαθα Κρίστι. Η πέμπτη και τελευταία ιστορία είναι ένα κλείσιμο ματιού στη νουβέλα του Χένρι Τζέιμς, «Το στρίψιμο της βίδας»: Η Ρέιτσελ πιάνει δουλειά ως δασκάλα στην πάμπλουτη οικογένεια Γκαν. Οι γονείς λείπουν συνεχώς από το σπίτι, ένα σπίτι χαώδες που ανακαινίζεται, λόγω εργασιών και κοινωνικών υποχρεώσεων. Μένοντας μόνη, θα υποκύψει στην αρρωστημένη ατμόσφαιρα του σπιτιού — και το μυθιστόρημα θα κλείσει κάνοντας έναν κύκλο, όπου η πρώτη goth σκηνή θα συναντήσει το υπερφυσικό της τελευταίας.

Αν προσέξουμε τους χαρακτήρες έναν-έναν, ειδικά αυτούς που ανήκουν στα ανώτερα στρώματα, τους Γκαν και τον φίλο τους Φρέντερικ Φράνσις, τους Γουίνσο και την καθηγήτρια της Ρέιτσελ, Λώρα, θα δούμε ότι είναι απόγονοι ηρώων των Φίλντινγκ, Σμόλετ, Σουίφτ και Σάμιουελ Τζόνσον. Η σάτιρα του Κόου είναι ανελέητη. Τονίζει την απληστία, τη σκαιότητα, την έλλειψη χιούμορ, την αμείλικτη «αγοραιοποίηση». Στον αντίποδα της ισχυρής ελίτ, έχουμε τη Ρέιτσελ και τους παππούδες της, την Άλισον και τη μητέρα της Βαλ, να αντιμετωπίζουν την προσωπική αποτυχία, την απώλεια και την ανεπάρκεια απέναντι στα καθημερινά προβλήματα διαβίωσης και στην καταστρατήγηση της ιδιωτικότητας. Από το Μπέρμιγχαμ στο Γιόρκσαϊρ, από το Λονδίνο στην Οξφόρδη, από την Αυστραλία στη Νότιο Αφρική και την Ελβετία, οι ήρωες βρίσκονται σε μία συνεχή κίνηση γυρεύοντας κάτι.

Αριθμός 11: ένα παλιό, βικτωριανό, παραμελημένο αρχοντικό. Αριθμός 11: μια διαδρομή λεωφορείου στο Μπέρμιγχαμ. Αριθμός 11: μια αποθήκη στη Λειψία. Αριθμός 11: ένα τραπέζι στην αίθουσα, την ώρα μιας μεγαλειώδους τελετής. Αριθμός 11: το τελευταίο πάτωμα ενός πολυώροφου υπογείου. Τι είναι ο Αριθμός 11; Είναι απλώς ο τίτλος του ενδέκατου μυθιστορήματος, όπως λέει ο συγγραφέας του; Η επίσημη κατοικία στην Ντάουνινγκ Στριτ του υπουργού Οικονομικών; Το όνειρο που κυνηγάει ο καθένας μας; Ο Κόου δεν δίνει απαντήσεις , θέτει όμως καίρια ερωτήματα. Μπορεί οι Γουίνσο να μην υπάρχουν πια, αλλά κυβερνούν ακόμα. Τα αποτελέσματα της πολιτικής τους τα βλέπουμε σε όλους τους τομείς. Στην πολιτική, με τη νέα Δεξιά και τα μέτρα λιτότητας, στις συνθήκες εργασίας, στο κρατικό νοσηλευτικό σύστημα, στην παιδεία, στη δημοσιογραφία, στα social media. Το φάντασμά τους βρίσκεται πάνω από τα κοινωνικά παντοπωλεία, την εκμετάλλευση των μεταναστών, τα επουσιώδη μεγάλα έργα εντυπωσιασμού, όπως η νέα Βιβλιοθήκη του Μπέρμιγχαμ (κάτι μου θυμίζει αυτό), όπου, λόγω μειωμένου προϋπολογισμού, το υπέροχο κτίριο υπολειτουργεί, μια και απέλυσαν προσωπικό για να μειωθούν τα έξοδα συντήρησης.

Το μυθιστόρημα είναι εξαιρετικά περίπλοκα δομημένο. Το παρελθόν εισβάλλει στο παρόν και τα ανεξάρτητα νήματα της ιστορίας ενώνονται σταδιακά, για να δημιουργήσουν το κάδρο μιας κατακερματισμένης κοινωνίας. Ένας πίνακας αντάξιος ενός Χόγκαρθ. Είναι ίσως το πιο ζοφερό βιβλίο του συγγραφέα. Ο ίδιος σε συνέντευξή του είπε ότι εμπνεύστηκε τη δομή του από την αριστουργηματική ταινία του 1945, «Dead of Night» («Μάντεψε ποιον θα σκοτώσουν απόψε»). Ναι, το βιβλίο έχει το ανάλογο σασπένς, το δηλητηριώδες χιούμορ και τον ζόφο της ταινίας. Εμένα όμως μου θυμίζει, ειδικά προς το τέλος, περισσότερο τον σουρεαλισμό της ονειρικής ατμόσφαιρας του «Orphée» («Η Διαθήκη του Ορφέα», 1950) του Ζαν Κοκτό. Η εμφάνιση ενός τόσο αναπάντεχου Θησέα, κατευθείαν από τον χώρο του φανταστικού, με άφησε άναυδο.

Ο Κόου έχει γεμίσει το βιβλίο αναφορές τόσο σε ταινίες (τα πολυαγαπημένα του b-movies, κωμωδίες και θρίλερ), όσο σε συγγραφείς και βιβλία. Σνα να θέλησε να συμπεριλάβει ό,τι αγαπάει μέσα σε αυτό. Φαίνεται σαν ο ίδιος να βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο και κάνει ξεκαθάρισμα, τι θα κρατήσει και τι θα πετάξει. Εγώ θα είμαι εδώ να τον περιμένω. Είμαι περίεργος για το επόμενο βήμα του.

Η μετάφραση της Άλκηστις Τριμπέρη είναι εξαιρετική. Τα σχόλια στο πίσω μέρος διαφωτιστικά και το εξώφυλλο το ωραιότερο της χρονιάς μέχρι στιγμής.

ΥΓ. Μου ήταν πολύ δύσκολο να γράψω για αυτό το βιβλίο. Να περιγράψω τα συναισθήματα που μου γέννησε. Καθόμουν μπροστά στον υπολογιστή και, ό,τι και να έγραφα, μου φαινόταν λίγο. Το πήρα μαζί μου στις διακοπές και το γύρισα πίσω. Πέρασα πολλές νύχτες σκεπτόμενος τι είναι αυτό το βιβλίο. Τι γυρεύει από μένα. Ακόμα δεν το έχω βρει ακριβώς, αλλά έκανα τουλάχιστον την αρχή.