Τζούλιαν Μπαρνς, «Τα τρία επίπεδα της ζωής»
Καλέ μου κύριε Μπαρνς, το μυθιστόρημά σας «Τα τρία επίπεδα της ζωής» έσπευσα πριν καιρό, όχι να το δανειστώ απλώς, μα να το αποκτήσω. Όμως, αν και το ξεφύλλιζα* συχνά, δίσταζα να το διαβάσω κανονικά, φοβούμενη —μακάρι να ’ξερα γιατί— ότι ίσως για μένα δεν ήταν αυτό το κατάλληλο πρώτο ώστε να σας γνωρίσω κι εγώ, η ταπεινότερη των πιο ταπεινών αναγνωστών, σαν τον συγγραφέα για τον οποίο λέγονται τόσο πολλά και τόσο επαινετικά λόγια.
Περίμενα ότι θα διάβαζα το βιβλίο των βιβλίων γιατί είχα ακούσει μύρια καλά για τον χαμηλών τόνων εσωτερικό και λεπτεπίλεπτο, φιλοσοφημένο και πειθαρχημένο τρόπο με τον οποίο αφηγείστε (για) το πένθος σας, φτάνοντας σ’ αυτό και σε σας τον ίδιο ως εκείνο τον άντρα που πενθεί σχεδόν βουβά και παρακολουθεί σαν να ’ναι καθρέφτης του εαυτού του το πώς αλλάζει συθέμελα η ζωή του ώς την κομβική στιγμή που επιτέλους μιλά πια ανοιχτά και πρωτοπρόσωπα για τη δική του βαριά απώλεια, έχοντας πατήσει στα χνάρια των διαδρομών της θλίψης και του αδιεξόδου που άφησαν άλλα υπέροχα πλάσματα κινούμενα προς το πάθος, και τα οποία τελικά βίωσαν την απώλεια που τους επιφύλασσε η Ειμαρμένη με τρόπο σκληρό και τίμημα βαρύ.
Είχα προσδοκίες που δεν τις συνηθίζω από τα βιβλία, όσο καλά κι αν μου λένε πως είναι, ξέροντας πως εντός του πραγματεύεστε ένα έτσι κι αλλιώς δύσκολο θέμα, μα και για μένα προσωπικά πολύ ζόρικο, καθώς, με τις απώλειες σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, δεν συμφιλιώθηκα ποτέ, κι ας υπέστην πολλές (ίσως και γι’ αυτό), και δεν μπορώ να τις αντιμετωπίσω face to face ακόμα και στην ηλικία που έφτασα, ακόμα και των άλλων, και εν προκειμένω και τη δική σας, εκείνη την οριακή, της γυναίκας με την οποία ήσασταν μαζί σαράντα ολόκληρα χρόνια. Πάντα όταν ακούω ότι δυο άνθρωποι είναι τριάντα, σαράντα, πενήντα χρόνια μαζί, συγκινούμαι, ταυτίζομαι —έχω λόγους—, τρέμω στην ιδέα ότι η μαγική αυτή, συντροφική και σχεδόν διάφανη, κλωστούλα που τους ενώνει μπορεί να σπάσει βίαια, ότι θα σπάσει αναπόφευκτα κάποτε και ότι η απέραντη ομορφιά του θεϊκού μαζί θα ξεθωριάσει. Ταυτίζομαι κι εγώ, βλέπετε, όπως πολλοί βιβλιόφιλοι, με τους ήρωες των μυθιστορημάτων, υποφέρω ή νευριάζω μαζί τους και στενοχωριέμαι ή αγανακτώ, τους συμπαθώ ή τους αντιπαθώ, μπαίνω στα ενδότερα της πλοκής και επηρεάζομαι από τα καλά ή κακά που συμβαίνουν — και παίρνει η μπάλα και τον συγγραφέα. Περίμενα λοιπόν και τι δεν περίμενα με αφορμή αυτή την απώλεια, και ήρθε η ώρα του και το διάβασα επιτέλους το βιβλίο σας.
Πράγματι είναι εξαιρετικό. Έξοχα γράφετε, όπως σωστά με είχαν πληροφορήσει, μεθοδικά, μαστόρικα, πειθαρχημένα· στα τρία της μέρη, μα και σαν ένα σύνολο, η αφήγησή σας είναι αψεγάδιαστη, τυπικότατη, με την ευφάνταστη εισαγωγή, την αρχή, τη μέση και το τέλος της. Όλα είναι εξαιρετικά βαλμένα, στίξη, κανόνες, η χρήση των καλολογικών που γίνεται με φειδώ, η δόμηση λίγο-λίγο ενός ολόκληρου κόσμου ιδεών, το ότι υπάρχει μέτρο και μετρημένο παντού. Είναι εντυπωσιακός, εν ολίγοις, ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγετε το κουβάρι σας και διηγείστε και αποκαλύπτετε και φιλοσοφείτε.
Ακριβώς όμως γι’ αυτό δεν το αγάπησα διόλου το βιβλίο σας, ακριβώς γι’ αυτό με φοβίσατε, με σοκάρατε. Εσείς τώρα, και σχεδόν πάντα οι καλοί συγγραφείς που έχετε μέθοδο και σειρά στα κείμενά σας και τα τακτοποιείτε σαν τα ρούχα στο τέλειο συρτάρι του τέλειου νοικοκύρη που βάζει εκεί τις τέλειες κάλτσες, πιο εκεί τα τέλεια εσώρουχα με προσεχτικά ανάμεσά τους βαλμένα τα τέλεια, τι άλλο, σακουλάκια με τη λεβάντα, τις τέλειες πιτζάμες παραδίπλα στα τέλεια φανελάκια με μανίκι, σε άλλη στοίβα τα τέλεια ξωμάνικα, και όλα τέλεια, τρομαχτικά τέλεια. Ναι, με σοκάρατε. Τρόμαξα με τις εξαιρετικές σας αναλύσεις και τις εκπληκτικές εισαγωγές σας με εκείνα τα ελκυστικά θέματα τα παρμένα από την πρόσφατη ιστορία για να πείτε στο τέλος το ένα και μοναδικό που περίμενα να κρατάτε ατόφιο εντός σας, ότι έχετε διαλυθεί χωρίς αυτήν που ήσασταν μέρα-νύχτα μαζί σαράντα χρόνια.
Σκέφτομαι ότι φταίνε άλλοι συνάδελφοί σας που μ’ έχουν ξεμυαλίσει, ο χειμαρρώδης και ακατέργαστα μεγαλοφυής Σαραμάγκου, ας πούμε, ή εκείνος ο καταιγιστικός, ο καυστικός ο Μπέρνχαρντ, κι αυτό το λέω δίχως να κάνω συγκρίσεις, απλώς διάβασα βιβλία τους πριν πιάσω το δικό σας. Κολυμβήθρες πόνου, θλίψης, απουσίας των αγαπημένων και ποταμοί εξάγνισης και δακρύων τα κείμενά τους, κι αν είναι αυτοαναφορικές οι ιστορίες ή πάντρεμα αλήθειας με μυθοπλασία ή σκέτη η ατίθαση φαντασία τους, αυτό καταλήγει δευτερεύον καθώς χώνεσαι μέχρι τον λαιμό μέσα τους και σου κόβουν την ανάσα, ή, τι άλλο να πω, σε μένα έτυχε να μη μιλά η δική σας η γραφή, εγώ φταίω, και ο τρόπος ο δικός μου με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τα πράγματα είναι τέτοιος που δεν με βοήθησε να καταλάβω πώς σας ήρθε, καλέ μου, να συνδέσετε με τον τέλειο τρόπο που το κάνετε το αλφαδιασμένο, τακτοποιημένο σαν σε ερμάρι πένθος σας με τις ιστορίες της Σάρας Μπερνάρ, του Φρέντερικ Μπάρναμπυ και του Φελίξ Τουρνασόν, που οι πράξεις τους ήταν κάθε άλλο παρά αστικά τέλειες· μολότοφ ήταν στη μούρη της κοινωνίας μας, ανατροπή και ιερή τρέλα οι ζωές και οι πράξεις τους, καλέ μου Τζούλιαν, φωτιές άσβεστες ο έρωτας, η φιλία, το όραμα, ο θάνατος, η τελική απώλεια. Το πάθος της Μπερνάρ για την τέχνη, του Μπάρναμπυ για την αεροπλοΐα, του Τουρνασόν για τη φωτογραφία, και το τρελό πάθος και των τριών για το πέταγμα ψηλά, παρά το ρίσκο της φωτιάς, της πτώσης και της συντριβής.
Συνδυάζεις δύο ανθρώπους που δεν είχαν συνυπάρξει προηγουμένως. Κάποιες φορές το αποτέλεσμα μοιάζει με εκείνη την πρώτη απόπειρα του ανθρώπου να προσδέσει ένα μπαλόνι με υδρογόνο πάνω από ένα μπαλόνι αερόστατου με θερμό αέρα. Τι προτιμάτε: να συντριβείτε και μετά να καείτε ή να καείτε και μετά να συντριβείτε; Άλλοτε όμως ο συνδυασμός λειτουργεί καλά και τότε δημιουργείται κάτι νέο και ο κόσμος αλλάζει. Έπειτα, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, ο ένας τους χάνεται. Κι αυτό που χάνεται είναι περισσότερο από το άθροισμα όσων υπήρχαν προηγουμένως. Κάτι τέτοιο μπορεί να μην ισχύει από μαθηματική άποψη, ισχύει όμως από συναισθηματική. Ένα βιβλίο για τις πρώτες πτήσεις με αερόστατο, για την επινόηση της αεροφωτογραφίας, για την αγάπη και την οδύνη της απώλειας του αγαπημένου προσώπου. Ένα αφήγημα πολύ προσωπικό, που επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό που αποδόθηκε στον Τζούλιαν Μπαρνς κατά τη βράβευσή του με το Man Booker το 2011: «Ένας ασύγκριτος μάγος της καρδιάς». [Από το οπισθόφυλλο].
Στην τεχνική λοιπόν με την οποία σφυρηλατήσατε γερά την αλυσίδα που ενώνει τα τρία μέρη του μυθιστορήματός σας (Το αμάρτημα του ύψους, Στην επιφάνεια, Η απώλεια του βάθους) βάζω δέκα με τόνο με όλη μου την καρδιά. Αλλά, συγχωρήστε με, τόσο μα τόσο τακτοποιημένα όλα; Συρτάρι το βιβλίο σας κι όλα στη θέση τους και με την ώρα τους; Όλα στη σειρά, αυτό, εκείνο, ετούτο, το ένα, το άλλο, και στο βάθος το άλμπουμ των αναμνήσεων; Δεν καταλαβαίνω: το πένθος, καλέ μου, δεν τακτοποιείται, λέω με το φτωχό μου το μυαλό, σε συρτάρια και σε βιβλία, ακόμα και στα καθαρότερα συρτάρια, ακόμα και στα πιο καλογραμμένα βιβλία. Δεν ρυθμίζεται, δεν εξιστορείται, δεν ανακουφίζεται με σιδερωμένες λέξεις, δεν λιγοστεύει η μαυρίλα της απώλειας και τα δάκρυά σου για την απουσία από καμία λεβάντα και καμία φιλοσοφημένη φράση.
Βέβαια εσείς είστε ένας Άγγλος, φλεγματικός κύριος περασμένα τα εξήντα, κι εγώ γυναίκα Μεσογειακή σε χώρα με κρίση και νεότερή σας — μη σας πω σκέτο αυτό το τραγικό και πανέμορφο Ελληνίδα και πάει ο νους σας εντελώς αλλού, εσείς οι Άγγλοι νομίζετε διάφορα, που όμως δεν ισχύουν, για την πάλαι ποτέ ένδοξη και νυν τριτοκοσμικούλα εδώ κάτω και τους πολίτες της, γέννημα-θρέμμα της συλλογικής απώλειας κάθε είδους, αυτής που γεννιέται από έναν εμφύλιο ή μιαν αρρώστια ή τη λογής φτώχεια, ένα τυχαίο ή κατασκευασμένο γεγονός, εκδηλώσεις μιας παθιασμένης και που δεν χαρίζεται έτσι εύκολα ζωής και ιστορίας σ’ ένα σταυροδρόμι που χιλιάδες χρόνια επαναλαμβάνεται με τα πάνω της και τα κάτω της και βασανίζει και ντύνει στα μαύρα άτομα και λαούς, ψυχές και συνειδήσεις, εμάς τέλος πάντων που ζούμε εδώ, και που το πένθος μας είναι κι αυτό φωνακλάδικο, σπαραχτικό, εκτεθειμένο στον πυρωμένο ήλιο και στα θολά μάτια των άλλων γύρω μας.
Να σας το πω πιο απλά και να κλείσω μ’ αυτό. Θυμάστε, γιατί σίγουρα θα τους έχετε διαβάσει, τι και πώς έγραψαν ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής; Σας φάνηκε να τακτοποιούν το πένθος και τον πόνο των ανθρώπων σε τέλεια συρτάρια αυτοί οι τρεις; Όχι βέβαια, και ευτυχώς. Όμως, αν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν περιμένω από σας μα και από όλους τους ικανούς συγγραφείς των καιρών μας να επαναλάβετε εκείνους —αλίμονο, τότε δεν θα χρειαζόταν να γράψει ποτέ-ξανά-κανείς-τίποτα, τα είπαν όλα εκείνοι—, επιτρέψτε μου να αναζητώ για τον πόνο και τον θάνατο κάτι παραπάνω από ένα ακόμα τέλειο και νοικοκυρεμένο μυθιστόρημα.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση του Θωμά Σκάσση.
* Ο Μπέρνχαρντ φταίει, να το ξέρετε, αυτός ο γερμανόφωνος δολιοφθορέας ψυχών που βάζει τον ήρωά του στους «Παλιούς Δασκάλους», τον Ρέγκερ, να μιλά με καλοσύνη για τους ξεφυλλιστές, δηλαδή αυτούς που δεν διαβάζουν το βιβλίο κανονικά από την αρχή ώς το τέλος, μα το ξεφυλλίζουν, διαλέγουν σελίδες στην τύχη ή όχι, πάνε από τη μέση στην αρχή και συχνά ξαναδιαβάζουν το ίδιο κομμάτι, αρχίζουν από το τέλος ή τα ανακατεύουν όλα — κάπως έτσι.
[ Εικονογράφηση: Kirsty Hambrick, 2014 ].