Βάπτισμα πυρός
Η ενασχόλησή μου με τη μουσική ξεκίνησε σε πολύ μικρή ηλικία, με μαθήματα βυζαντινής μουσικής (με τον πατέρα μου) και πιάνου. Για τον πατέρα μου και για τη δασκάλα του πιάνου θα μιλήσω εκτενέστερα αλλού, ήθελα όμως για αυτό το κείμενο να πιάσω το νήμα από την αρχή. Η σχέση μου με τη μουσική, λοιπόν, ήταν εξαρχής διπλή, και σύντομα έγινε τριπλή, καθώς άρχισα να παίζω ακουστική κιθάρα, και τετραπλή, καθώς άρχισα να παίζω μπάσο σε συγκρότημα χέβι μέταλ, χωρίς να παρατήσω τις υπόλοιπες μουσικές μου ενασχολήσεις. Το βάρος, πάντως, συνέχισε να πέφτει στο πιάνο και τη βυζαντινή μουσική.
Κάποια στιγμή, το 1990, μια γειτόνισσα σοπράνο, η Μαργαρίτα Πικιώνη, με συνάντησε τυχαία στο ασανσέρ και μου μίλησε για έναν νέο μαέστρο ο οποίος άκουγε καινούργιες φωνές για να ξεκινήσει μια χορωδία. Δεν είχα συμμετάσχει ποτέ σε χορωδία, κι έτσι πήγα — περισσότερο από περιέργεια παρά από οτιδήποτε άλλο. Η χορωδία ήταν η Fons Musicalis, και ο μαέστρος ήταν ο Κωστής Κωνσταντάρας.
Ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά μου. Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη χορωδιακή μουσική και με τη μουσική της Αναγέννησης και του πρώιμου μπαρόκ, και άρχισα να ασχολούμαι ενεργά με το κλασικό τραγούδι. Και ο Κωστής δούλευε με πολύ κέφι, έχοντας για όπλο του την πολύτιμη εμπειρία που είχε αποκτήσει ως χορωδός στην ΕΡΤ υπό την καθοδήγηση του Αντώνη Κοντογεωργίου.
Όταν πρωτομπήκα στη χορωδία, κάναμε διάφορα κομμάτια, αλλά το πρώτο μεγάλο κομμάτι που δουλέψαμε ήταν το Stabat Mater του Domenico Scarlatti. Αυτή ήταν και η πρώτη μου συναυλία (εξαιρούνται οι μαθητικές), η πρώτη φορά που ανέβηκα στη σκηνή για να τραγουδήσω, μια εμπειρία ανεπανάληπτη — ακόμα θυμάμαι το πόσο είχα ιδρώσει όταν τελειώσαμε.
Ο Ντομένικο Σκαρλάτι (1685-1757) ήταν γιος του φημισμένου συνθέτη Αλεσάντρο Σκαρλάτι, και σύγχρονος του Μπαχ και του Χέντελ· επομένως, ανήκει ιστορικά στο ώριμο μπαρόκ και στις απαρχές της κλασικής περιόδου. Σήμερα είναι κυρίως γνωστός για τις εκατοντάδες σονάτες που έγραψε για τσέμπαλο και πιανοφόρτε. Γεννήθηκε στη Νάπολη και εργάστηκε πρώτα ως οργανίστας και τσεμπαλίστας στη Νάπολη και τη Βενετία, αποκτώντας φήμη για τις ικανότητές του. Μετά πήγε στη Ρώμη, όπου γνώρισε τον επίσης μεγάλο δεξιοτέχνη Χέντελ, και ανακηρύχθηκε ισάξιός του. Ο ίδιος, βέβαια, απ’ ό,τι λέγεται, έκανε τον σταυρό του από σεβασμό όποτε μιλούσε για τη δεξιοτεχνία του Χέντελ. Στη Ρώμη έμεινε ώς το 1719, οπότε πήγε στο Λονδίνο για να διευθύνει μια όπερά του. Αργότερα εργάστηκε στη βασιλική Αυλή της Πορτογαλίας, μετά επέστρεψε στη Ρώμη, και το 1729 μετακόμισε στην Ισπανία, πρώτα στη Σεβίλη και μετά στη Μαδρίτη, όπου πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Το Stabat Mater είναι έργο του 1715, και είναι χαρακτηριστικά ιταλικό σε ύφος, αν και, λόγω της πολυφωνικής αντιστικτικής γραφής του, θυμίζει έντονα, σε μερικά σημεία, αναγεννησιακή μουσική. Είναι γραμμένο για δέκα φωνές και μπάσο κοντίνουο, και είναι χωρισμένο σε 10 μέρη. Κάθε μέρος περιλαμβάνει από μία έως τέσσερις στροφές του κειμένου του ύμνου, εκτός από το προτελευταίο που περιλαμβάνει μόνο δύο στίχους (οι στροφές είναι τρίστιχες) και το τελευταίο που είναι η κατακλείδα, το Αμήν. Το ενδιαφέρον είναι ότι κάθε φορά που έρχεται νέα στροφή, ακόμη και μέσα στο ίδιο μέρος, συνοδεύεται από νέο μουσικό υλικό, με διαφορετικό θέμα, διαφορετική μελωδία και διαφορετική ανάπτυξη. Και, μια που είπα τη μαγική λέξη, «μελωδία», δεν είναι καθόλου περίεργο που το Stabat Mater του Ντομένικο Σκαρλάτι, όντας έργο του ιταλικού μπαρόκ, είναι γεμάτο μελωδικότατες φράσεις αλλά και, λόγω της εποχής, έντονες διαφωνίες που λύνονται με σπαρακτικό τρόπο, όπου το απαιτεί το κείμενο. Το οποίο κείμενο είναι ήδη σπαρακτικό, καθώς ο άγνωστος υμνογράφος αφηγείται γλαφυρά τον πόνο της Παναγίας όταν βλέπει τον γιο της πάνω στον σταυρό και την εκλιπαρεί να τον κάνει να νιώσει κι εκείνος (ή εκείνη, ποιος ξέρει;) τον ίδιο πόνο και την ίδια θλίψη, ώστε να έρθει ένα βήμα πιο κοντά στον Σωτήρα του. Όπως καταλαβαίνετε, ένας νέος άνθρωπος που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με κάτι τέτοιο, και μάλιστα από μέσα, δηλαδή ως εκτελεστής του έργου και όχι μόνο ως ακροατής, παθαίνει σοκ. Και επειδή αυτό το σοκ ήταν το πρώτο που έπαθα, θα μου μείνει αξέχαστο. Σε ευχαριστώ γι’ αυτή την εμπειρία, Κωστή.
Πολλά χρόνια αργότερα, είχα τη χαρά να ξανατραγουδήσω αυτό το πανέμορφο έργο με το φωνητικό σύνολο Εμμέλεια και τον Βαλέρι Ορέσκιν — αυτή τη φορά σολιστικά, δηλαδή με ένα άτομο ανά φωνή (με τη Fons Musicalis ήμασταν τρεις ανά φωνή). Ήταν και πάλι υπέροχα, αλλά η πρώτη φορά είναι η πρώτη φορά, όπως και να το κάνουμε.
Υπάρχουν πολλές καλές εκτελέσεις του έργου. Θα μπορούσα να προτείνω αυτήν του Alessandrini, που είναι μεγάλος μάστορας στην ιταλική μουσική της περιόδου, ή αυτήν του Gardiner, που ήταν και η πρώτη που άκουσα (την έχω ακόμη σε βινύλιο), αλλά θα προτείνω μια πιο καινούργια, με ένα νέο γαλλικό σύνολο ονόματι Macadam Ensemble, υπό τη διεύθυνση του Étienne Ferchaud. Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι υπάρχει σε βίντεο στο YouTube. Είναι ωραίο το να ακούς, αλλά είναι ακόμη ωραιότερο το να μπορείς να βλέπεις τους ερμηνευτές την ώρα που τραγουδούν ή παίζουν, και μάλιστα νέους ερμηνευτές που, επιπλέον, το κάνουν τόσο καλά. Το έργο είναι σπασμένο σε τρία μέρη (πρώτο, δεύτερο, τρίτο) και πρέπει να το δείτε και να το ακούσετε οπωσδήποτε, αλλιώς θα έχετε χάσει μια πανέμορφη εμπειρία. Και η ζωή είναι μικρή — δεν πρέπει να τις χάνουμε αυτές τις εμπειρίες.
[ Εικονογράφηση: Bartolomé Esteban Murillo, Mater Dolorosa (1660-70, λεπτ.) ].