Βιβλία ταξιδίου

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Βιβλία ταξιδίου

Στα Καλάβρυτα είχαμε πάει εκείνη την πρώτη φορά με το λεωφορείο και είχαμε αποκλειστεί από το χιόνι που κάλυψε σε μια νύχτα τους δρόμους και από μια κατολίσθηση που αχρήστευσε τις γραμμές του οδοντωτού. Ήμουν φοιτητής τότε και σε δυο-τρεις μέρες ξεκινούσε η εξεταστική περίοδος. Αγόρασα το «Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη» του Νάνου Βαλαωρίτη, αλλά δεν θυμάμαι να το διάβασα τελικά εκεί.

Στην Τήνο, αν δεν κάνω λάθος (δεν έχω σημειώσει δυστυχώς ούτε ημερομηνία ούτε τόπο στην πρώτη σελίδα, όπως κανονικά κάνω), αγόρασα από ένα πρακτορείο Τύπου μπροστά στο λιμάνι, λίγο πριν αναχωρήσει το πλοίο, ένα μικρό βιβλίο που περιείχε το ποίημα του Μουσαίου «Ηρώ και Λέανδρος», καθώς και δύο άλλα αρχαιοελληνικά ποιήματα, άσχημα μεταφρασμένα στα νέα ελληνικά. Ένα άλλο καλοκαίρι, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, σε άλλο νησί του Αιγαίου, βάλθηκα να μεταφράσω ο ίδιος το ερωτικό αυτό ποίημα του Μουσαίου. Σχεδόν το ολοκλήρωσα.

Στη Ρόδο, φαντάρος για εφτά μήνες, αγόρασα ένα βιβλιαράκι με τους στίχους των τραγουδιών του Lucio Dalla, έναν οδηγό του νησιού (κι αυτόν στα ιταλικά — ήταν η εποχή που απολάμβανα να χρησιμοποιώ, κουτσά-στραβά, τις νεοαποκτηθείσες μου γνώσεις) και ένα κόκκινο τομίδιο με «Δημοτικά δίστιχα και γυρίσματα» (επιλογή Σωκράτη Λ. Σκαρτσή) — μα εκεί δεν βρισκόμουν για διακοπές. Στο φυλάκιο όμως, όπου βρέθηκα για ένα μήνα (και έμοιαζε λίγο με διακοπές), υπήρχε μια βιβλιοθήκη με δέκα-δεκαπέντε βιβλία, μεταξύ των οποίων το δοκίμιο για τα ναρκωτικά και τη διεύρυνση της συνείδησης του Οκτάβιο Παζ «Καθένας έχει τον παράδεισο που του αξίζει», εις τριπλούν! Θεώρησα σκόπιμο να πάρω ένα αντίτυπο φεύγοντας από εκεί.

Στη Μύκονο, ήταν οι τελευταίες μέρες της άνοιξης, διάβαζα Θωμά Γκόρπα και Μαγιακόφσκι, αλλά σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο, όπου κανένα βιβλίο δεν ήταν εκεί όπου θα έπρεπε να είναι, αγόρασα τις «Δύσκολες νύχτες» της Μέλπως Αξιώτη, λόγω εντοπιότητας προφανώς, και τα «Γράμματα σ’ ένα νέο στοχαστή» του Κώστα Αξελού.

Στην Τρίπολη έμεινα τρεις-τέσσερις ώρες όλες κι όλες. Πρόλαβα μόνο να πιω έναν ωραίο καφέ στο ξενοδοχείο Μαίναλον, να περάσουμε λίγη ώρα στις κούνιες με τα παιδιά —παγωτό πήραμε από το περίπτερο— και να αγοράσω, από την έκθεση βιβλίου τής σεζόν, την «Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια» του Τζούλιαν Μπαρνς.

Στη Νεάπολη της Λακωνίας αγόρασα την «Ιστορία αγάπης και σκότους» του Άμος Οζ και ξεκίνησα να διαβάζω τις εφτακόσιες σελίδες της την ίδια κιόλας ημέρα, μα ποτέ δεν έφτασα ώς το τέλος. Μέναμε τότε σε έναν οικισμό με το όνομα Δαιμονιά και τα μεσημέρια που είχε ησυχία προτίμησα να συνθέσω ένα ημιτελές κείμενο με τον τίτλο «Μεσημβρινή Δαιμονιά», παρά να προχωρήσω την ανάγνωση του βιβλίου. Ίσως όμως, σκέφτομαι τώρα, να με τρόμαξε και η δυσοίωνη φράση στο οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος: «Αν σας μένουν δύο μέρες μόνο να ζήσετε, ένα πράγμα πρέπει να κάνετε για να πεθάνετε χωρίς ενοχές: να διαβάσετε αυτό το βιβλίο».

Στη Μονεμβασιά αγόρασα μια μικρή έκδοση, σε σκούρο γαλάζιο χρώμα, για την ιστορία της πόλης.

Στην Ισπανία πήγα πρώτη φορά στο μεταίχμιο της παιδικής με την εφηβική μου ηλικία, μα είχα ήδη αφήσει κατά μέρος τα βιβλία του Ιουλίου Βερν και είχα ξεκινήσει να διαβάζω Καζαντζάκη. Έτσι αγόρασα από το Τολέδο ένα βιβλίο με όλα τα έργα του El Greco και από τη Βαρκελώνη ένα ξύλινο αγαλματίδιο του Δον Κιχώτη, το οποίο έσπασε, είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, η κόρη μου μια μέρα που τη γαργαλούσα περισσότερο, προφανώς, απ’ όσο έπρεπε.

Τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες (τον δεύτερο τόμο, που είναι και ο πιο αγαπημένος μου) τον διάβαζα στο επόμενο ταξίδι που έκανα στην Ισπανία, στην Ανδαλουσία αυτή τη φορά, πολύ ενήλικος πια. Έψαξα με μεγάλη επιμέλεια στα βιβλιοπωλεία να εντοπίσω κάποια έκδοση του βιβλίου που να θέλω να την αποκτήσω κι ας μη γνωρίζω τη γλώσσα, μα δεν βρήκα. Έτσι, αγόρασα έναν τόμο με τις εικόνες του Gustave Doré από την Ισπανία —και τα βράδια έβρισκα στις σελίδες του τα τοπία που είχα αντικρίσει κατά τη διάρκεια της ημέρας— και ένα βιβλιαράκι με υπέροχες φωτογραφίες του Lluís Casals και μικρά κείμενα του Félix Bayón για την Αλάμπρα στη Γρανάδα. («Η Αλάμπρα», λέει ο Καζαντζάκης, «είναι το πέτρινο Άσμα Ασμάτων»).

Στην Κέρκυρα βρέθηκα κατά τύχη σε ένα υπέροχο μικρό βιβλιοπωλείο, που νομίζω πως δεν υπάρχει πια, και αγόρασα την αγαπημένη μου έκδοση ποιημάτων του Χέλντερλιν «Ύμνοι και Αποσπάσματα», σε μετάφραση Αθανάσιου Λάμπρου.

Στη Ρόδο πάλι, χρόνια αργότερα, διάβαζα τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα» του Χέμινγουεϊ. Ήταν μεσημέρι όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα· κράτησα σημείωση στο μυαλό μου να το συμπεριλάβω στη λίστα με τα εκατό αγαπημένα μου βιβλία και ετοιμάστηκα για μια απογευματινή βόλτα στην πόλη. Στο πρώτο βιβλιοχαρτοπωλείο που συναντήσαμε, μπήκα και αγόρασα το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Το διάβασα μες στις επόμενες μέρες, αλλά αυτό δεν το έβαλα στη λίστα μου.

Στον Άγιο Νικόλαο στην Κρήτη διαβάζω την «Ιλιάδα» στη σκιά ενός δέντρου δέκα βήματα από τη θάλασσα· θυμάμαι το βιβλιοπωλείο όπου ένα βράδυ μπήκα και ερεύνησα το υπόγειό του, μα δεν μπορώ να εντοπίσω ούτε στη μνήμη ούτε στη βιβλιοθήκη μου ποιο βιβλίο είχα αγοράσει. Λίγα χρόνια αργότερα όμως ήμουν πάλι εκεί: αγόρασα τις «Στήλες» του Βικτόρ Σεγκαλέν και «Το σόι» της Τζένης Μαστοράκη, αν και θυμόμουν ότι ήδη είχα ένα αντίτυπο στο σπίτι — ήθελα όμως οπωσδήποτε να το διαβάσω εκείνη την ώρα.

Στην Πάρο βρέθηκα τον Αύγουστο που είχα αποφασίσει να διαβάσω όλη τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία (είχα όμως μαζί μου και έναν τόμο με ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη, καλού-κακού). Αφού διάβασα λοιπόν τα δύο μυθιστορήματα που είχα στη βαλίτσα μου, πήγα στη Νάουσα και αγόρασα το «Μυστικό της τελευταίας σελίδας» του Νίκου Χρυσού. Και έτσι πέρασαν οι μέρες.

Από τη Ρόδο, τρίτη φορά κι ας μην είναι από τα αγαπημένα μου μέρη, θα φέρω πίσω αυτή τη φορά το «Ένας αργός άνθρωπος» του Τζ. Μ. Κούτσι διαβασμένο και, σε έκδοση τσέπης, το «Άλικο γράμμα» του Ναθάνιελ Χόθορν. Επίσης ,ένα τεύχος του New Yorker που το διάβασα ένα πρωί πίνοντας μπίρα στη σκιά.

Το «The scarlet letter» ήταν το πρώτο βιβλίο που αγόρασα και από το Los Angeles, από όπου αγόρασα επίσης, τις επόμενες ημέρες, το «Biblioholism, The literary addiction» του Tom Raabe και δύο αντίτυπα από ένα τεράστιο λεύκωμα με σχέδια των πόλεων της Ευρώπης του 16ου αιώνα, «The city maps of Europe, 16th century plans from Braun & Hogenberg», βιβλίο με το οποίο έχω ταξιδέψει ατέλειωτες ώρες από την πολυθρόνα του σπιτιού μου. Αγόρασα επίσης μια μικρή έκδοση του «Time Machine» του H. G. Wells, το οποίο διάβασα κατά τη διάρκεια της πτήσης στην επιστροφή. Πέρυσι το ξαναδιάβασα και στα ελληνικά.

Στα Χανιά περάσαμε ένα ολόκληρο μεσημέρι με καύσωνα πίνοντας καφέδες και παγωμένα νερά σε ένα μικρό καφενεδάκι, όπου δυο μουσικοί έκαναν πρόβα τα τραγούδια που θα έπαιζαν το βράδυ. Δίπλα υπήρχε ένα μαγαζί με παλιά αντικείμενα, καρτ-ποστάλ και πέντε βιβλία. Αγόρασα ένα από αυτά, μία μικρή μονογραφία για τον Duke Ellington. Την επόμενη χρονιά, στα Χανιά πάλι, μπήκα σε ένα κανονικό βιβλιοπωλείο και αγόρασα το βιβλίο του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη «Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς» (ΜΙΕΤ), εν μέρει επειδή πρόκειται για την εξαιρετική εξιστόρηση της πολυτάραχης ζωής ενός συναρπαστικού προσώπου και εν μέρει επειδή το όνομά του μου θύμιζε τον Φλωμπέρ.

Στη Λισαβόνα δεν ήξερα τη γλώσσα, μα ήθελα να βρω οπωσδήποτε το «Βιβλίο της ανησυχίας». Το βρήκα πράγματι σε όσα βιβλιοπωλεία μπήκα, το ξεφύλλισα, το συλλάβισα, το μύρισα, μα δεν το αγόρασα. Πήγα όμως στο σπίτι του Pessoa, περπάτησα στους δρόμους που αναφέρει στα βιβλία του και αγόρασα μία μικρή φωτοβιογραφία του στα αγγλικά. Επίσης δύο ογκώδεις καταλόγους εκθέσεων από μουσεία: ο ένας για τον Amadeo Souza Cardoso, «At the edge: Α Portuguese futurist», και ο άλλος για το Dada, «Furor Dada, Colecção Ernst Schwitters». Μπήκαμε όμως και σε ένα άλλο βιβλιοπωλείο, από το οποίο, αφού πολλή ώρα ψάξαμε τους πάγκους και τα ράφια του, προμηθευτήκαμε τελικά έναν τόμο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το σύγχρονο Παρίσι!

Στην Πάρο είχα μαζί μου για να διαβάζω το «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» του Λόρενς Ντάρελ (και μερικά ακόμη βιβλία, εννοείται). Στο βιβλιοχαρτοπαιχνιδοπωλείο όμως, που το θυμόμουν από την προηγούμενη φορά, βρήκα πέντε βιβλία του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου, και ήταν αυτή η μεγαλύτερη, ίσως, έκπληξη εκείνου του καλοκαιριού: τι γύρευε στην Πάρο ο μάλλον άγνωστος στο πλατύ κοινό Πυργιώτης στρατιωτικός ιατρός, τα διηγήματα του οποίου είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια, όταν δούλευα στη Βιβλιοθήκη στη Μεθώνη; Απάντηση δεν πήρα, αγόρασα όμως δύο τομίδια στην τύχη, τον «Γενικό αρχειοθέτη» και τον «Οβολό». Τις επόμενες δύο νύχτες τα διάβασα, μιας και το «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» είναι πολύ βαρύ για να το ακουμπάω στο στήθος μου πριν από τον ύπνο, κι έτσι την άλλη μέρα πήρα άλλα δύο, τα «Θερμά θαλάσσια λουτρά» και τη «Ροζαμούνδη». Αυτά από τη Νάουσα, γιατί στην παραθαλάσσια Αλυκή ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος είχε οργανώσει μια μικρή έκθεση βιβλίου από την οποία αγόρασα επίσης την «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη», τον «Θησαυρό των αηδονιών», το «Επί πτίλων αύρας νυχτερινής», πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη και το περιοδικό «Οροπέδιο», τεύχος 3, με σελίδες για τον Η. Χ Παπαδημητρακόπουλο, από όπου πληροφορήθηκα τελικά ότι ο συγγραφέας επισκέπτεται από πολλά χρόνια την Πάρο και έχει πια δικό του σπίτι στο νησί — και έτσι εξηγείται εν μέρει το παράδοξο. Το βιβλίο του Λόρενς Ντάρελ δεν το έχω τελειώσει ακόμα.

Από την Ερέτρια, αν και κάθε χρόνο την επισκέπτομαι, δεν είχα αγοράσει ποτέ βιβλίο. Πήρα τελικά —από τους πάγκους που στήνουν κάθε βραδάκι πλάι στη θάλασσα— την «Ιστορία του βιβλίου» του Frederic Barbier για 5 ευρώ. Το βιβλίο είναι εξαιρετικό στο πρώτο ξεφύλλισμα, το είχα εξάλλου στη λίστα μου εδώ και χρόνια. Μεγάλη όμως η απογοήτευσή μου που δεν έχει ευρετήρια ονομάτων, όρων κλπ.

Το κείμενο αυτό δεν τελειώνει ποτέ — είχα αγοράσει βιβλία από τόπους ταξιδίου και πριν από το πρώτο που κατέγραψα εδώ, και έχω αγοράσει και άλλα μετά το τελευταίο. Κάθε βόλτα στα ράφια της βιβλιοθήκης μου είναι άλλο ένα ταξίδι στους πραγματικούς τόπους που έχω ήδη επισκεφτεί. Ας αναφέρω όμως τελευταίο το βιβλίο που αγόρασα πέρυσι στα Κύθηρα. Ήταν το βιβλίο του Εμμ. Γ. Δρακάκη, «Εμμανουήλ Κασιμάτης, νοτάριος Κυθήρων (1560-1582)», μια συλλογή των συμβολαιογραφικών πράξεων που είχε συντάξει ο νοτάριος Κασιμάτης τον 16ο αιώνα στο νησί. Συναρπαστική.

Αύριο όμως φεύγω για την Άρτα και την Πρέβεζα.